2 Φεβρουαρίου 2010

Το δίλημμα -6 (μια ιστορία σε συνέχειες)

Έφτασε στο σπίτι της αργά το απόγευμα χωρίς να έχει όρεξη. Έκανε ένα μπάνιο να χαλαρώσει και έπειτα ξάπλωσε στον αναπαυτικό της καναπέ τυλιγμένη στην πετσέτα της. Έκλεισε τα μάτια της και έφερε στο μυαλό της τα μαύρα μάτια του Δημήτρη. Τώρα δεν ήθελε να τον διώξει… Τον ήθελε εκεί μαζί της, δίπλα της. Ήθελε να νιώσει εκείνο το σκοτεινό βλέμμα του να καρφώνει το δικό της.
Άφησε ελεύθερα τα βρεγμένα μαλλιά της να στάζουν πάνω στη γυμνή πλάτη της ενώ βυθίστηκε πιο καλά στο καναπέ. Σήκωσε το χέρι της και έφερε τα δάχτυλα της στο στόμα της. Άρχισε να χαιδεύει τα χείλη της ενώ ένα από αυτά το έβαλε στο στόμα της δαγκώνοντας το και γλέιφοντας το με την υγρή της γλώσσα.

«Έχεις το πιο απίστευτο σώμα που έχω δει ποτέ μου…»
«Ειδικά εχθές, δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω σου!»
Έφερε στο νου της τα λόγια και ένιωσε να ερεθίζεται, να καίγεται.

Άφησε την πετσέτα να γλιστρήσει στο πλάι του καναπέ και έμεινε ολόγυμνη. Τώρα ταξίδεψε τα δυο της χέρια πιο χαμηλά. Χάιδεψε το στήθος της και ένιωσε τις ρώγες τις να σηκώνονται, να σκληραίνουν. Το απολάμβανε αυτό το ταξίδι. Την γέμιζε ηδονή και ευχαρίστηση.

Σκεφτόταν εκείνον, τα μάτια του, το βλέμμα του, τον τρόπο που την κοιτούσε και εκείνο το τελευταίο χαμόγελο που είδε να σχηματίζεται στα χείλη του λίγο πριν εκείνη σκύψει το κεφάλι της. Γιατί; Γιατί τον είχε αφήσει να φύγει χωρίς να του πει τίποτα; Πόσο το μετάνιωνε τώρα.

Αλλά και πάλι τι θα έκανε;
Άφησε τη σκέψη της ελεύθερη να γυρίσει πίσω στο γραφείο την ώρα που εκείνος είχε σταθεί να την κοιτάζει.

Τώρα σηκωνόταν από τη θέση της και τον πλησιάζε. Στεκόταν μπροστά του κοιτάζοντας βαθιά στα σκούρα του μάτια χωρίς να δειλιάζει. Τον πιάνει απ’το χέρι και τον βάζει μέσα στο δωμάτιο κλειδώνοντας την πόρτα.

Φέρνει ξανά το δάχτυλό της στο στόμα και τώρα το γλέιφει πιο έντονα, πιο προκλητικά.

Χαιδεύει τα μαλλιά του και έπειτα σκύβει στο αυτί του και του ψιθυρίζει:
«Σε θέλω»
Εκείνος την αρπάζει από την μέση και την κολλάει πάνω του κάνοντας την να τον νιώσει.


Τα χέρια της οδηγούνται ακόμα πιο χαμηλά και αρχίζει να χαιδεύεται γεμάτη ηδονή.

«Κι εγώ σε θέλω. Σε θέλω δικιά μου. Τώρα.»
Την ακουμπάει στον τοίχο και αρχίζει να την φιλάει με πάθος. Το φιλί του γίνεται βίαιο, ορμητικό, γεμάτο θέληση. Εκέινη του παραδίνεται. Αφήνεται πάνω του ανίκανη να του αντισταθεί. Τον θέλει τρελά…


Είναι τόσο υγρή. Συνεχίζει να χαιδεύεται εκεί χαμηλά με τη σκέψη της κολλημένη σε εκείνον. Δεν τη νοιάζει τίποτα και κανένας. Αυτή η στιγμή είναι δικιά της. Μόνο δικιά της και κανένας δεν μπορεί να της την κλέψει.
Θέλει να το νιώσει απόλυτα κι ας είναι απλώς μια φαντασίωση, ένα όνειρο…

Μέσα στη ζάλη της ακούει κάποιον να χτυπάει την πόρτα…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πες μου αυτό που σκέφτηκες...
Σε ακούω...