27 Νοεμβρίου 2010

Μου αρέσει να γράφω!




Καθώς ξεφυλλίζω τα παλιά μου ημερολόγια, αισθάνομαι καυτά δάκρυα να βρέχουν τα μάγουλά μου. Όχι, δεν είναι που ξανάρχονται στο νου μου  στιγμές που έζησα στο παρελθόν. Είναι που συνειδητοποιώ πως πάντοτε μου άρεσε να γράφω.
Αν με ρωτούσες πότε ξεκίνησα να γράφω, θα σου έλεγα: «Πριν δυο τρία χρόνια». Κι όμως, κάνω λάθος. Μπροστά μου έχω προσωπικά μου κείμενα που χρονολογούνται από το 1998, 1999. Τότε ήμουν γύρω στα δώδεκα.
Κι έπρεπε να ανατρέξω πολλά χρόνια πίσω για να βρω τελικά την αλήθεια. Πως πράγματι, πάντοτε μου άρεσε να γράφω.
Φυσικά τότε δεν το έκανα με τον τρόπο που το κάνω τώρα. Και δε μιλάω από τεχνικής πλευράς βέβαια. Μιλάω περισσότερο για τους λόγους που τότε με έκαναν να κάθομαι να γεμίζω με λέξεις τις άδειες σελίδες.
Με θυμάμαι να κρατάω στα χέρια μου ένα τετράδιο και ένα μολύβι και να αποτυπώνω το καθετί που μου ερχόταν στο μυαλό, το καθετί που μου προξενούσε εντύπωση, το καθετί που ζούσα και με έκανε να αισθάνομαι «κάπως».
Κάποτε ήταν ένα ποίημα, άλλοτε μια φράση που άκουσα, μια εικόνα που είδα. Αργότερα, όταν «μεγάλωσα» λίγο, τα γραπτά μου έγιναν περισσότερο «εξομολογητικά». Εκεί, γύρω στην εφηβεία, βγήκε όλο το συναίσθημα που έκρυβα μέσα μου. Διαβάζω τα τότε κείμενα μου και στενοχωριέμαι. Πολύ θλίψη βρε αδερφέ!

Στη συνέχεια, άρχισα να διαβάζω μανιωδώς. Μυθιστόρημα κυρίως. Αρχικά ξένη λογοτεχνία κι έπειτα, μέχρι και σήμερα, περισσότερο ελληνική. Διάβαζα πολλές ώρες, μα το ευχαριστιόμουν. Με ξεκούραζε η ανάγνωση. Με ταξίδευε…
Με κάθε νέο βιβλίο, ταξίδευα στο χώρο και στο χρόνο. Γινόμουν ένα με τους ήρωες και διψούσα να μάθω το τέλος της ιστορίας τους.  Τόσο που διάβαζα, που κάποια στιγμή βγήκε από μέσα μου η ανάγκη να κάτσω να γράψω κάτι κι εγώ. Εσωτερική ανάγκη. Τώρα δεν ήθελα να αποτυπώσω πράγματα που είδα, που άκουσα, που μου έκαναν εντύπωση…

Ήθελα να «δημιουργήσω». Να συνθέσω μια ιστορία. Να φτιάξω κάτι δικό μου, μα που ταυτόχρονα, δεν είχε καμία απολύτως σχέση με εμένα.

Ήθελα να φτιάξω δικούς μου χαρακτήρες, ανθρώπους που δεν υπάρχουν πραγματικά, μα που θα «ζούσαν» μέσα από το δικό μου κείμενο. Θα ζούσαν και θα μας έκαναν γνωστή τη δική τους προσωπική ιστορία, μέσα από τη δική μου αφήγηση.
Κι είναι τέτοια η παντοδυναμία που νιώθεις όταν γράφεις.
Να ξέρεις πως εσύ είσαι αυτός που κινεί τα νήματα της ζωής αυτών των ανθρώπων.
Βέβαια τώρα, θα σου πω πως δε συμβαίνει πάντοτε έτσι. Θα σου πω πως κάποια στιγμή ο ήρωας ζωντανεύει τόσο, που πλέον σε κατευθύνει εκείνος. Εκείνος είναι που σου υπαγορεύει τη συνεχεία της ιστορίας του κι εσύ απλώς την καταγράφεις.

Δεν μπορώ να απαριθμήσω τους λόγους για τους οποίους μου αρέσει να γράφω.
Αδυνατώ… (Γι’αυτό πλατειάζω και γράφω ό,τι να ναι…)

Γράφω, γιατί αν δεν το κάνω θα σκάσω.
Γράφω, γιατί όταν δεν το κάνω πονάει η καρδία μου.
Γράφω, γιατί όταν δεν το κάνω έχω τύψεις.
Γράφω, γιατί μόνο έτσι μπορώ να αποτραβηχτώ από την «ψευτιά» που μας περικλείνει.
Γράφω, γιατί μόνο μέσα στις ιστορίες μπορείς να βρεις το ιδανικό, το όμορφο και το αθώο και να το νιώσεις αληθινό!
Γράφω, γιατί μου αρέσει να αποτυπώνω σκέψεις κ συναισθήματα.
Γράφω, γιατί μου αρέσει να προσπαθώ να βρω τις κατάλληλες λέξεις να εκφράσω κάτι, ακόμα κι αν αυτό μου πάρει δέκα ώρες.
Γράφω, γιατί δεν έμαθα ποτέ μου να μιλώ. Εκεί ξεσπάω. Εκεί απελευθερώνομαι.
Γράφω, γιατί θέλω να «κρατήσω» για πάντα φυλαγμένο αυτό που μου ήρθε στο μυαλό κάποτε, κάπου και για κάτι.
Γράφω, γιατί ηρεμώ.
Γράφω, γιατί δεν με πειράζει να με αφήσεις  μόνη μου ώρες ολόκληρες. Απαραίτητη προϋπόθεση να με αφήσεις με ένα στυλό και ένα χαρτί.

Γράφω, για να παίρνω ανάσα!
Γράφω, για να μη σταματήσω ποτέ να ονειρεύομαι!
Γράφω, για να μη σταματήσω ποτέ να ελπίζω πως ο κόσμος μπορεί κάποτε να γίνει ιδανικός, όπως στα παραμύθια!

ΖΩ, ΓΙΑ ΝΑ ΓΡΑΦΩ!

26 Νοεμβρίου 2010

Γιατί γράφω;

Στο βιβλίο "Δημιουργική Γραφή για μελλοντικούς ομότεχνους", η συγγραφέας Πόλυ Μηλιώρη δίνει μέσω μιας σειράς ασκήσεων, προσωπικών εμπειριών και συμβουλών, μια εικόνα για το πώς εργάζεται η ίδια όταν γράφει.
Αυτό το βιβλίο, εκτός από εγχειρίδιο συγγραφικής, είναι ταυτόχρονα μια πρόσκληση προς τους μελλοντικούς ομότεχνούς της, να δουν όλα τα στάδια, όλες τις σκέψεις, όλες τις ενέργειες που κάνει κάποιος από τη στιγμή που θα συλλάβει μια ιδέα, μέχρι την τελική στιγμή, τη στιγμή της ολοκλήρωσής της ως ιστορία.
Στο πρώτο κεφάλαιο, η συγγραφέας καλεί τον αναγνώστη
α) να γράψει ένα κείμενο 1-2 δακτυλογραφημένες σελίδες με θέμα "Μου αρέσει να γράφω"
β) να βρει κείμενα, αποσπάσματα κάποιου συγγραφέα, που να περιγράφουν τη χαρά ή την ανάγκη της γραφής

Ξεκίνησα λοιπόν να γράφω το κείμενό μου και κάνοντας ένα μικρό διάλειμμα, σκέφτηκα να ψάξω στο internet, μήπως και βρω κάτι  για τη δεύτερη άσκηση.
Έμεινα έκπληκτη, όταν κατά σύμπτωση έπεσα πάνω στα λόγια του Τούρκου συγγραφέα Ορχάν Παμούκ. 

Ήταν λες και διάβαζα το κείμενο που είχα αρχίσει να γράφω εγώ η ίδια λίγο νωρίτερα.
Έτσι είπα να το παραθέσω εδώ :

Γιατί γράφω;

“Γράφω γιατί νιώθω μια εσωτερική ανάγκη να γράψω.
Γράφω γιατί δεν μπορώ να κάνω μια κανονική δουλειά, όπως οι άλλοι άνθρωποι.
Γράφω γιατί θέλω να διαβάζω βιβλία σαν κι αυτά που γράφω.
Γράφω γιατί είμαι θυμωμένος με όλους.
Γράφω γιατί μ’ αρέσει να κάθομαι σ’ ένα δωμάτιο όλη μέρα γράφοντας.
Γράφω γιατί μπορώ να συμμετέχω στην πραγματική ζωή, μονάχα αλλάζοντάς την.
Γράφω γιατί θέλω οι άλλοι, ολόκληρος ο κόσμος, να μάθουν τι ζωή ζήσαμε, και εξακολουθούμε να ζούμε, στην Ινσταμπούλ, στην Τουρκία.
Γράφω γιατί αγαπώ τη μυρωδιά του χαρτιού, της μελάνης.
Γράφω γιατί πιστεύω στη λογοτεχνία, στην τέχνη του μυθιστορήματος, περισσότερο απ’ ότι πιστεύω σε οτιδήποτε άλλο.
Γράφω γιατί μου έγινε συνήθεια, πάθος.
Γράφω γιατί φοβάμαι μήπως ξεχαστώ.
Γράφω γιατί μου αρέσει η φήμη και το ενδιαφέρον που φέρνει το γράψιμο.
Γράφω για να είμαι μόνος.
 Ίσως γράφω επειδή ελπίζω να καταλάβω γιατί είμαι τόσο πολύ, πολύ θυμωμένος με όλους.
Γράφω γιατί μου αρέσει να με διαβάζουν.
Γράφω γιατί άπαξ και ξεκινήσω ένα μυθιστόρημα, ένα δοκίμιο, μια παράγραφο, θέλω να την τελειώσω.
Γράφω γιατί όλοι περιμένουν από μένα να γράφω.
Γράφω γιατί έχω μια παιδιάστικη πίστη στην αθανασία των βιβλιοθηκών και κατά προέκταση των βιβλίων μου στο ράφι.
Γράφω γιατί με ενθουσιάζει να μεταμορφώνω όλη την ομορφιά και τον πλούτο του κόσμου σε λέξεις. Γράφω, όχι για να πω μια ιστορία αλλά για να συνθέσω μια ιστορία.
Γράφω γιατί θέλω να δραπετεύσω από το αίσθημα ότι υπάρχει ένας τόπος όπου πρέπει να πάω, αλλά – όπως σε όνειρο – δεν τα καταφέρνω.
Γράφω γιατί ποτέ δεν κατάφερα να είμαι ευτυχισμένος.
Γράφω για να είμαι ευτυχισμένος”.
Φυσικά και υπάρχουν διαφορές μεταξύ μας σε κάποια σημεία, μα το κεντρικό νόημα είναι το ίδιο.
Βρήκα και άλλα παρόμοια αποσπάματα, μα εκεί ήταν λιγότερα τα κοινά σημεία.
Θα παραθέσω και αυτά :
1.Δείγμα (και δήγμα) γραφής

Γιατί γράφω; Γράφω γιατί αντιδρώ. Αντιδρώ στον καταιγισμό των συμβάντων, των σκέψεων και των δράσεων που διαμορφώνουν το ορμητικό ποτάμι που θέλει να μας συμπαρασύρει στο ρεύμα του, να μας βάλει σ' αυτόν τον κινούμενο δρόμο της ζωής οδηγώντας μας στις εκβολές του, για να μας εκβράσει τελικά στην απέραντη θάλασσα μιας ακατάστατης ομοιομορφίας, μιας εντροπικής αταξίας από την οποία δεν υπάρχει επιστροφή.
Γράφω γιατί αρνούμαι να κινηθώ με το ρεύμα που άλλοι διαμορφώνουν για μας.
Γράφω γιατί δεν είμαι ψόφιο ψάρι ούτε ξερό φύλλο για να ακολουθήσω την ροή των γεγονότων που άλλοι υποκινούν, την ροή που μας ωθεί στον μεγάλο αναμείκτη, στο παγκόσμιο μίξερ ενός πλανήτη που γυρίζει ολοένα και πιο γρήγορα ρουφώντας μας στην περιδίνισή του και κάνοντάς μας να τρέχουμε χωρίς να ξέρουμε το γιατί.
Γράφω γιατί αντιστέκομαι. Και φωνάζω για να ακούσω μέσα στην έρημο των βοώντων την αντήχηση της φωνής τής πατρίδας μου, του γένους μου, του Θεού μου.
Γράφω για να ακούσω, για να δω, για να ψηλαφήσω, για να οσφρανθώ, για να ωθήσω τον διαχρονικό Έλληνα μέσα μου, πλάϊ μου, γύρω μου.
στυλ «απ’όταν θυμάμαι το εαυτό μου, ήμουν με ένα μικρόφωνο μπροστά σε ένα καθρέφτη/ έπαιζα μπάλα στον ακάλυπτο/ διοργάνωνα αυτοσχέδια κουκλοθέατρα», ξεκαθαρίζουν αμέσως το τοπίο και θεωρούνται ικανοποιητικές και αυτονόητες, κανείς δε ζητά παραπάνω διευκρινήσεις. Εγώ πάλι τι να πω; Απ’ όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, ήμουν με ένα μολύβι στο χέρι; Δε λέει και τίποτα αυτό. Ο συγγραφέας καλείται να απαντήσει σε ένα ερώτημα, για το οποίο ίσως και ο ίδιος δεν έχει επαρκείς απαντήσεις. Κάποιοι άλλοι πάλι, ίσως και να ψιλοντρέπονται γι’ αυτές.
«Γιατί έτσι σας αρέσΓράφω για να ξυπνήσω, να διεγερθώ και να διεγείρω, να κοινωνήσω και να συμμετάσχω στην αφύπνιση ενός έθνους, μιας κοινότητας, μιας θέλησης που επιμένει να υπάρχει ελληνικά, έστω και σε υπολανθάνουσα χειμερία νάρκη.
Γράφω γιατί προαισθάνομαι τον σεισμό που έρχεται, γιατί προσλαμβάνω τα πρόδρομα κύματα μιας έκρηξης και ενός σοκ που πρέπει να απορροφήσουμε χωρίς να μας διαλύσει.
Γράφω για να εκπέμψω S.O.S: «η πατρίδα κινδυνεύει». Από εμάς τους ίδιους που χάσαμε την μεταφυσική μας πυξίδα, τον πνευματικό μας φάρο και τον ψυχικό μας βηματισμό.
Γράφω γιατί προσεύχομαι και επικαλούμαι τον Θεό της Ελλάδος. Την αόρατη συνεκτική δύναμη του γένους που θα μας κρατήσει ενωμένους μπροστά στο διαβρωτικό ισλαμικό μάγμα και την περιρρέουσα επιθετικότητα των αλλογενών που επιδιώκουν την φυλετική μας αλλοίωση και τον εθνικό μας κατακερματισμό.
Γράφω γιατί πιστεύω στον αναγεννώμενο φοίνικα του πνεύματος των Ελλήνων ως αντίβαρο στην διαφθορά των αρπακτικών του χρήματος και την ακαμψία θανάτου (rigor mortis) που αποπνέουν τα χειραγωγούμενα ανδρείκελα της εξουσίας.
Γράφω γιατί εξανίσταμαι. Γράφω γιατί ανθίσταμαι. Γράφω για να μην πυροβολήσω. (του Χρήστου Γούδη)


2.Μα γιατί γράφω επιτέλους;
Ένα από τα πιο ιντριγκαδόρικα ερωτήματα που τίθενται σε συγγραφείς είναι το «γιατί γράφετε;» Ομολογώ ότι όταν άκουσα για πρώτη φορά αυτήν την ερώτηση ένιωσα αμήχανα. «Έλα μου ντε…», πήγα να πω, αλλά κατάλαβα, ευτυχώς αμέσως, ότι ίσως και να μην κάλυπτα σφαιρικά το θέμα και να άφηνα το συνομιλητή μου με την απορία. Το «έλα μου ντε…», όσο επαρκές και να το θεωρώ σαν απάντηση, σίγουρα αφήνει πολλά κενά. Ομολογώ επίσης, ότι ενώ μου φαίνεται αρκετά παράξενο σαν ερώτημα, το ίδιο θα έθετα κι εγώ σε ένα συγγραφέα. Και χωρίς να γνωρίζω το γιατί. Κι αυτό ακριβώς είναι το ερώτημα που δε θα τεθεί ποτέ σε έναν τραγουδιστή/ ποδοσφαιριστή/ ηθοποιό. Είναι εμφανές ότι ο τραγουδιστής/ ποδοσφαιριστής/ ηθοποιός, τραγουδά/ παίζει ποδόσφαιρο/ παίζει ένα ρόλο γιατί βιοπορίζεται από αυτό, έχει γίνει γνωστός από αυτό, το κάνει καλά, έχει καλή φωνή, δυνατά πόδια, κλπ. Ενώ ο συγγραφέας; Αν πάλι τεθεί αυτό το ερώτημα στους προηγούμενους, τότε απαντήσεις του ει», ήταν το σλόγκαν μπύρας, το οποίο ενίοτε εφαρμόζει γάντι και στις περιπτώσεις συγγραφέων. Σε πολλά πράγματα απλά δεν απαντιέται το «γιατί», θέλει πολύ ψάξιμο και ίσως μια απάντηση που δίνεται τώρα, να μην ισχύει σε κάποια χρόνια. Το «γιατί γράφω» διαφέρει φεγγάρια ολόκληρα από το «γιατί άρχισα να γράφω». Κι αυτό διότι με τα χρόνια αλλάζουν οι ανάγκες του συγγραφέα που καλύπτονται από τη γραφή. Παλιότερα έδινα την απάντηση «για να εκφραστώ». Ευτυχώς ήταν όλοι πολλοί ευγενείς μαζί μου και κανείς δεν επέμεινε «οκ, εκφράστηκες. Γιατί δεν έχωνες τα γραπτά σου σε κανά συρτάρι, μπας και γλιτώναμε κι εμείς;». Κι όντως, η αρχική ανάγκη έκφρασης, ή όπως αλλιώς θέλετε να την πείτε, ξεπεράστηκε αμέσως με το που ικανοποιήθηκε. Αλλά τότε γεννήθηκε η ανάγκη του «να εκδοθώ, να δω το βιβλίο τυπωμένο». Και πάει λέγοντας… Κακά τα ψέματα, όλοι ευχαριστιόμαστε όταν βλέπουμε ότι το βιβλίο μας πάει καλά, πουλάει, έχει καλή υποδοχή, δέχεται καλές κριτικές, βραβεύεται. Όλων η αυτοπεποίθηση ανεβαίνει, όλων το «εγώ» ικανοποιείται, με μια καλή πορεία. Και είναι ανθρώπινο αυτό. Η ανάγκη για έκφραση και για επαφή με το κοινό και για ανταλλαγή απόψεων κι εμπειριών είναι κατά βάση το ίδιο ανθρώπινη με την ανάγκη για προβολή, ή για οικονομικές απολαβές ή για αναγνωρισιμότητα. Είναι όλα εκφάνσεις του ίδιου ανθρώπου. Για έναν συγγραφέα όμως θεωρώ πως είναι απαραίτητο, όλες αυτές τις εκφάνσεις, αντικρουόμενες μερικές φορές, να τις ισορροπεί μέσα του, να τις κατανέμει κατά τέτοιον τρόπο και σε τέτοια ποσοστά, ούτως ώστε να βγαίνει κάτι αληθινό. Με δυο λόγια να τα έχει καλά με τον εαυτό του. Είχαν ρωτήσει κάποτε αμερικάνο συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων (όλα του τα έργα έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο) «γιατί γράφει», κι αυτός πολύ τίμια και πολύ συνειδητοποιημένα απάντησε «για τα λεφτά». Δεν το κατακρίνω αυτό, πώς θα μπορούσα άλλωστε να κατακρίνω έναν άψογο επαγγελματία, με στόχους, πού δεν κοροϊδεύει το κοινό του; Ίσα-ίσα τιμώ και σέβομαι τις σταράτες απόψεις.
Κι εσύ γιατί γράφεις;, μπορεί να με ρώταγε πάλι κάποιος, μετά από όλα τα παραπάνω. Κατά κύριο λόγο γιατί είμαι ευχαριστημένος με τον εαυτό μου, είτε συλλαμβάνοντας μιαν ιδέα, είτε με το χειρισμό ενός θέματος, είτε εκδίδοντας το βιβλίο, είτε βλέποντας αν το βιβλίο αρέσει, είτε…, είτε… Κυρίως όμως πιστεύω ότι έχω βρει κάτι, το οποίο για τα δικά μου δεδομένα και με τα δικά μου στάνταρ, και τονίζω «τα δικά μου», το κάνω αξιοπρεπώς για μένα. Μπορεί για άλλους να μην το κάνω καλά, σε πάρα πολλούς να μην αρέσω, και πάει λέγοντας…, αλλά είναι πολύ σημαντικό να κάνεις κάτι, το οποίο αρχικά να αρέσει σε εσένα και να προσπαθείς να εξελιχθείς μέσω αυτού. Δεν έχω και καμιά άλλη ιδιαίτερη δεξιότητα ή κλίση άλλωστε, για να αφήσω το βιβλίο και να πιάσω να κάνω π.χ. ικεμπάνα. Συνεπώς οι λόγοι σε μένα, και πιστεύω σε πολλούς άλλους, είναι βαθιά «ψυχοθεραπευτικοί». Το βιβλίο είναι διαφυγή, διασκέδαση, ταξίδι για τον αναγνώστη, αλλά σίγουρα είναι και για το συγγραφέα, έτσι τουλάχιστον πρέπει να είναι. Ο συγγραφέας πρέπει να χαίρεται το ταξίδι που κάνει, όσο και να διαρκέσει αυτό, και να απολαύσει μετά τον προορισμό στον οποίον έφτασε.
Πολλοί από εμάς με τα χρόνια, πέφτουμε στο τριπάκι του «να βγάλουμε κάτι και φέτος», του «έχω καιρό να γράψω, πρέπει να στρωθώ», ακόμα και του «πρέπει να κρατηθώ στην επικαιρότητα». Δε λέω ότι δεν έχω κάνει κι εγώ αυτές τις σκέψεις, είπαμε άλλωστε ότι ανθρώπινα είναι όλα. Όταν όμως βλέπω, το τι ψεύτικο πράγμα πάω να γράψω, απλά και μόνο για να γράψω κάτι, τότε δεν μπορώ να συνεχίσω και το παρατώ. Πάνω απ’ όλα πρέπει να αρέσω πρώτα σε μένα, για να έχω την πιθανότητα να αρέσω και σε άλλους… (Του Βασίλη Παπαθεοδώρου)

23 Νοεμβρίου 2010

Νύχτα χωρίς όρια γ'

Συνέχεια από το προηγούμενο :
Έσκυψε και πάλι προς το μέρος του πετώντας πάνω του το λευκό φανελάκι της.
«Συγνώμη νεαρέ…» είπε με τη φωνή της γεμάτη αισθησιασμό και συνέχισε δήθεν τυχαία, «Έπεσε η μπλούζα μου… κατά λάθος… μήπως μπορείτε να μου τη δώσετε;»
«Έρχομαι» της απάντησε εκείνος χωρίς δεύτερη σκέψη. Κοίταξε τον τοίχο απέναντί του για να βρει στηρίγματα. Ο πρώτος δεν ήταν πολύ ψηλά. Μπορούσε να ανέβει εκεί σκαρφαλώνοντας και να τη φτάσει αμέσως. Πέρασε το φανελάκι της στους ώμους του για να έχει τα χέρια του ελεύθερα κι άρχισε να σκαρφαλώνει.



Δεν άργησε να τη φτάσει. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχε κιόλας σκαρφαλώσει στον πρώτο όροφο της παλιάς πολυκατοικίας, χωρίς να δυσκολευτεί καθόλου. Του ήταν αδύνατον να πιστέψει στην αποψινή του τύχη. Εντελώς τυχαία, βρισκόταν τώρα στο σπίτι μιας πανέμορφης γυναίκας που ήταν έτοιμη για όλα.
Πραγματικά για όλα…
Με το σώμα του ακόμα κρεμασμένο έξω από τα κάγκελα, στεκόταν ακριβώς μπροστά της, έτοιμος να περάσει μέσα. Την είχε τόσο κοντά του, που μπορούσε να ακούσει εύκολα την καρδιά της να πάλλεται δυνατά κάτω από το γυμνό της στήθος.
«Να είναι από πόθο ή μήπως από φόβο;», αναρωτήθηκε σκεφτικός από μέσα του. Η αλήθεια ήταν πως εκείνη την ώρα δεν τον απασχολούσε καθόλου η απάντηση. Το μόνο που τον απασχολούσε, ήταν η θέα της κοπέλας απέναντί του, που του είχε κόψει την ανάσα. Αποφάσισε με πολύ δυσκολία, να μην κάνει καμία κίνηση. Στάθηκε απλώς σιωπηλός στη θέση του, περιμένοντας από την άγνωστη κοπέλα να κάνει το πρώτο βήμα.
Φορούσε μονάχα ένα μαύρο εσώρουχο κι όλο το υπόλοιπο σώμα της παρέμενε γυμνό . Το δέρμα της ήταν ιδρωμένο και λαμπύριζε έντονα κάθε φορά που το λιγοστό φως από το γωνιακό νυχτερινό μαγαζί έπεφτε πάνω της. Τα μακριά και ξανθά  μαλλιά της, αγκάλιαζαν ανακατωμένα το πρόσωπο, τους ώμους και τα στήθη της, καλύπτοντας λιγοστά τη γύμνια της κι ερεθίζοντας τον περισσότερο.
Εκείνη δεν έλεγε να πάρει λεπτό τα μάτια της από πάνω του. Το σκούρο του βλέμμα την είχε ζαλίσει τελείως κι ένιωθε σαν υπνωτισμένη. Ούτε κι εκείνος είχε σταματήσει να την κοιτάζει. Ανυπομονούσε να μάθει γεμάτος αγωνία, ποια θα ήταν η επόμενη κίνηση της.
 Έκανε ένα βήμα προς το μέρος του κι άπλωσε τα χέρια της να ακουμπήσει  τα αξύριστα μάγουλα του. Της άρεσε πολύ να νιώθει στην παλάμη της τα άγρια του γένια να τη γρατζουνάνε. Ήταν τόσο αισθησιακή η αίσθηση που την έκανε να αναριγεί. Στη συνέχεια κόλλησε ελαφρά το στήθος της στο στέρνο του κι άρχισε να τον φιλά απαλά στο λαιμό.
Του ήταν αδύνατον να κρατηθεί άλλο. Την αγκάλιασε σφιχτά από τη μέση της κι άρχισε να τη φιλάει λαίμαργα στο  στόμα δαγκώνοντάς της τα χείλη.
Εκείνη δεν αντιστάθηκε καθόλου.
 «Πέρνα μέσα…» του ψιθύρισε συνεχίζοντας να τον φιλάει και κρατώντας του το χέρι, τον τράβηξε προς την εσωτερική μεριά του μπαλκονιού.
Στάθηκαν για λίγο ακίνητοι στη μέση του μπαλκονιού να κοιτάζουν απλώς ο ένας τον άλλο, χωρίς να κάνουν τίποτα άλλο.
«Το έχεις ξανακάνει αυτό;» τη ρώτησε εκείνος ανασαίνοντας βαριά.
«Ποιο;…» απάντησε ξεψυχισμένα εκείνη, κολλώντας ξανά το σώμα της πάνω του.
«Έχεις αφήσει κι άλλον τόσο εύκολα να… να σε…» άφησε τη φράση του να αιωρείται, αφού η δική της φωνή τον διέκοψε.
«Να με πηδήξει;» του είπε τελείως ωμά εκείνη και άφησε το χέρι της να γλιστρήσει μέσα στο εσώρουχό του ξαφνιάζοντάς τον.


Ο άντρας την κόλλησε στον απέναντι τοίχο κι άρχισε να τη φιλάει σε όλο της το σώμα χωρίς να σχολιάσει καθόλου την απάντησή της. Μόνο και μόνο η κίνησή της, ήταν αρκετή για να καταλάβει τι θα ακολουθούσε από δω και πέρα.
«Πρώτη φορά το κάνω…» πρόσθεσε εκείνη λίγο μετά κι η φωνή της έτρεμε από ηδονή εξαιτίας των φιλιών του, που την είχαν φτάσει κιόλας στα όρια της.
Ωστόσο δε σταμάτησε να του μιλάει. Σηκώνοντας με την παλάμη της το πηγούνι του που είχε φτάσει χαμηλά, τον κοίταξε προκλητικά και συνέχισε.
«Θέλω να είσαι καλός μαζί μου…Να μην το μετανιώσω…».
«Στο υπόσχομαι…» απάντησε εκείνος και με μια απότομη κίνηση την ξάπλωσε στην κόκκινη πετσέτα που ήταν απλωμένη στο πάτωμα.
Εκείνη άνοιξε τα πόδια της για να τον διευκολύνει περισσότερο κι αυτός με τη σειρά του ξάπλωσε προσεχτικά πάνω της για να μην την πονέσει.
Συνέχισαν να φιλιούνται και να χαϊδεύονται γεμάτοι πάθος, ενώ κάθε τόσο, μικροί αναστεναγμοί ξεπετάγονταν από τα χείλη τους   διακόπτοντας την απόλυτη ησυχία που επικρατούσε τέτοια ώρα στο δρόμο από κάτω τους. Δεν τους ένοιαζε τίποτα, παρά μόνο ο εαυτός τους.
Δεν άργησε να την ξεγυμνώσει τελείως και να μπει με δύναμη μέσα της. Ο ερεθισμός του ήταν τόσο μεγάλος που τη στιγμή που βρέθηκε μέσα της ήθελε κιόλας να τελειώσει.
Προσπάθησε να σκεφτεί κάτι άλλο για να παρατείνει λίγο ακόμα την απόλαυση και βγήκε από μέσα της, γυρίζοντας την μπρούμυτα.
Έμεινε λίγα δευτερόλεπτα να φιλάει απλώς τους γυμνούς της ώμους κι ύστερα τραβώντας την ελαφρά από τα μαλλιά της, την κάθισε πάνω του συνεχίζοντας να την έχει πλάτη.
Εκείνη άρχισε να ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά πάνω του, στην αρχή σιγανά και ύστερα όλο και πιο γρήγορα, βογκώντας δυνατά.
«Που σε βρήκα εσένα μωρό μου;» της ψιθύρισε ασυγκράτητα και με το ένα του χέρι έκλεισε το στόμα της για να μην συνεχίσει να ακούγεται.
«Είμαι καλή;» του απάντησε εκείνη συνεχίζοντας να κινείται ακόμα πιο γρήγορα.
«Είσαι τέλεια…» της ψιθύρισε αγγίζοντας με τα χείλη του τον αυχένα της κι αφήνοντας πάνω του καυτές ανάσες.
Έτρεμε ολόκληρος. Δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο. Του ήταν αδύνατον.
Την έσπρωξε και πάλι μπροστά βάζοντας την να καθίσει στα τέσσερα. Ήθελε να την κάνει να παραλύσει από ηδονή κι ήταν σίγουρος πως αυτή η στάση ήταν η καλύτερη για να πετύχει το στόχο του. Άρχισε να μπαινοβγαίνει δυνατά μέσα της κρατώντας την γερά πότε από τη μέση και πότε από τους γοφούς της.
«Δεν πιστεύω να μετανιώνεις για τίποτα μωρό μου… έτσι δεν είναι;» τη ρώτησε λαχανιασμένος και συνέχισε.
«Σ’αρέσει; Δε σ’αρέσει; Πες μου…».
«Μ’αρέσει μωρό μου! Μ’αρέσει πολύ! Συνέχισε…». Τα λόγια της έμοιαζαν με παράκληση. Καθώς οι λέξεις έβγαιναν από τα χείλη της, ευχόταν να μην τελειώσει ποτέ αυτό που ζούσε. Κανένας εραστής της δεν την είχε κάνει να νιώσει έτσι ποτέ στη ζωή της.



«Συνέχισε…»
Η τελευταία της φράση την επανέφερε στην πραγματικότητα. Ξαφνικά άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε γύρω της. Στο δρόμο δεν υπήρχε κανείς. Το νυχτερινό μαγαζί στην γωνία είχε κλείσει κι η ταμπέλα του είχε πάψει να αναβοσβήνει τώρα. Σε λίγο ξημέρωνε μα εκέινη ήταν ακόμα ξαπλωμένη στην πλαστική καρέκλα με τον αυχένα της ριγμένο προς τα πίσω, Στο πάτωμα τα άδεια μπουκάλια κρασί, είχαν γίνει δύο. Κοίταξε χαμηλότερα και άρχισε να γελάει δυνατά. Δεν ήταν αλήθεια αυτό που έβλεπε, όχι.
Το δεξί της χέρι βρισκόταν βαθιά στο μαύρο της εσώρουχο, ενώ το αριστερό είχε γλιστρήσει στο πλάι, έξω από την καρέκλα.
«Ω Θέε μου… Τι ήθελα και ήπια πάλι;» αναρωτήθηκε δυνατά και τράβηξε γρήγορα το χέρι της από εκεί που βρισκόταν. Έπειτα σηκώθηκε γρήγορα να πάει στο κρεβάτι της.
Την είχε πάρει ο ύπνος στην καρέκλα, αλλά δεν την χαλούσε.
Είχε "ζήσει" την πιο απίστευτη ερωτική φαντασίωση…





18 Νοεμβρίου 2010

Νύχτα χωρίς όρια β'

Συνέχεια από το προηγούμενο : «Ωραία πόδια έχεις, το ξέρεις;» τη ρώτησε και έφερε το ξεχασμένο τσιγάρο στα χείλη του για να τραβήξει μια τζούρα. Έπειτα το πέταξε μακριά του και άφησε τον καπνό που υπήρχε μέσα του να ελευθερωθεί προς το μέρος της σχηματίζοντας μικρούς κύκλους.
«Βρίσκεις;» του απάντησε αμέσως εκείνη, χωρίς δεύτερη σκέψη και δίχως να την νοιάζει που ο άντρας από κάτω της την έβλεπε με το εσώρουχό της.
Αυτός ο γοητευτικός άγνωστος, είχε έρθει σαν από μηχανής θεός για να την βγάλει από την ανία της αποψινής καυτής νύχτας.




«Και όχι μόνο…» πρόσθεσε βραχνιασμένος, ενώ στη συνέχεια ήπιε μια γουλιά μπύρα για να καθαρίσει το λαιμό του. Εκείνη έσκυψε περισσότερο προς το μέρος του, ακουμπώντας το στήθος της στα κάγκελα του μπαλκονιού για να τον βλέπει καλύτερα. Τώρα που τον είχε ακριβώς από κάτω της, μπορούσε να δει πιο καθαρά το πρόσωπό  του. Το σκοτάδι ήταν πυκνό, μα αυτό δεν την εμπόδιζε να  διακρίνει τα βασικότερα χαρακτηριστικά του.
Ήταν ιδρωμένος και τα μπροστινά του μαλλιά είχαν κολλήσει στο μέτωπό του διαγράφοντας μικρές καμπυλωτές γραμμές που έφταναν μέχρι το ύψος των φρυδιών του. Πιο χαμηλά, τα μάτια του είχαν μείνει μισάνοιχτα να κοιτάζουν προς το μέρος της, ενώ στα χείλη του είχε σχηματιστεί ένα αινιγματικό χαμόγελο που ήταν άκρως σαγηνευτικό. Δεν ήταν όμορφος, αλλά εξέπεμπε μια γοητεία που την έκανε να μουδιάζει καθώς το βλέμμα της συναντούσε το δικό του.
 Ο γοητευτικός άντρας άφησε στο πεζοδρόμιο το μπουκάλι της μπύρας που κρατούσε και έβγαλε τελείως το πουκάμισό του για να το δέσει γύρω από τη μέση του. Οι ήρεμες και νωχελικές κινήσεις που έκανε καθώς γδυνόταν, τον έκαναν να μοιάζει με αρχηγό κάποιας ιεροτελεστίας, την οποία εκείνη δεν είχε κανένα δικαίωμα να παρακολουθεί. Ωστόσο, εκείνος είχε αποφασίσει να γδυθεί κάτω από το μπαλκόνι της και σε καμία περίπτωση δεν θα το έχανε αυτό.
 Λίγα δευτερόλεπτα μετά, μπορούσε να θαυμάζει ανενόχλητη το καλλίγραμμο σώμα του, που διαγραφόταν πεντακάθαρα κάθε φορά που το ισχνό φως νέον έπεφτε πάνω του. Έμοιαζε με κάποιον σκοτεινό θεό, χαμένο στους δρόμους της πόλης.
«Να ανέβω;» τη ρώτησε χωρίς δισταγμό, φέρνοντας την και πάλι πίσω στην πραγματικότητα.
Ξαφνιάστηκε. Δεν την περίμενε αυτή την ερώτηση. Τουλάχιστον όχι ακόμα.
«Βιάζεσαι, δε νομίζεις;» πρόλαβε να σκεφτεί και να του απαντήσει, παρά τη ζάλη της.
Εκείνος συνέχιζε να την κοιτάζει, μα δεν είπε τίποτα. Ήξερε καλά τι σκεφτόταν από μέσα της. Της άφησε λοιπόν λίγο χρόνο.
 Μπορεί να είχε πιει, αλλά μέχρι στιγμής νόμιζε πως καταλάβαινε καλά τι γινόταν γύρω της. Ήθελε να πιστεύει πως ακόμα δεν είχε χάσει το μυαλό της. Όχι, σε καμία περίπτωση δε θα άφηνε έναν άντρα να έρθει τέτοια ώρα στο σπίτι της, πόσο μάλλον έναν άγνωστο. Όχι επειδή το ένιωθε, αλλά επειδή αυτό ήταν το λογικό, το σωστό. Έτσι είχε μάθει, έτσι είχε συνηθίσει. Εξάλλου, δεν ήταν τέτοια γυναίκα. Ποτέ της δεν είχε κάνει κάτι παρόμοιο.
Ποτέ.
 Μα τώρα…
«Τώρα τι;» αναρωτήθηκε από μέσα της θυμωμένη καθώς αντιλαμβανόταν την αδυναμία της.  Καταλάβαινε πως οι αντιστάσεις της είχαν χαλαρώσει, πως ο προσωποποιημένος πειρασμός απέναντί της, θα την πολιορκούσε όλο και πιο στενά. Δεν ήταν χαζή. Ήξερε καλά τι ζητούσε από εκείνη ο άγνωστος άντρας. Το θέμα ήταν αν αυτή θα του το έδινε. Υπό άλλες συνθήκες η απάντηση θα ήταν κατηγορηματικά όχι, μα το πολύ κρασί που είχε καταναλώσει την υποχρέωνε να βλέπει τα πάντα απλούστερα από ότι είναι στην πραγματικότητα, βάζοντας την σε δίλημμα. Ή θα έμπαινε τώρα μέσα στο σπίτι, παρατώντας τον στο πεζοδρόμιο ή θα καθόταν εκεί να τον αντιμετωπίσει. Η γλυκιά ζάλη που την είχε καταβάλει όμως, της προκαλούσε δίψα για διασκέδαση και περιπέτεια. 
Ναι, σαν περιπέτεια θα το έβλεπε. Τίποτα παραπάνω. Σαν διασκέδαση.
Κι όπου πήγαινε…
Είχε βαρεθεί να βάζει όρια στη ζωή της, να υπακούει σε κανόνες και να παραγκωνίζει τα θέλω της. Θα έκανε μια φορά αυτό που την πρόσταζε η καρδιά της ή τέλος πάντων αυτό που την πρόσταζε η τρέλα της. Και απόψε, μέσα στην ασκεψία και την παραζάλη της, ήθελε να παίξει τον ρόλο μιας πρόστυχης. Έτσι ένιωθε, πρόστυχη, μα της άρεσε πολύ ο νέος της ρόλος.
Καθώς τον κοιτούσε, προσπαθούσε να μπει στην ψυχολογία μιας γυναίκας που δεν ήταν εκείνη, αλλά ο κακός της εαυτός. Αυτός ήταν που θα την έπαιρνε και θα την οδηγούσε κατευθείαν στην απόλυτη αμαρτία, ο κακός της εαυτός. Δεν άργησε να νιώσει το σώμα της να παίρνει φωτιά, να ανατριχιάζει καθώς στο μυαλό της περνούσαν ένα σωρό φλογερές φαντασιώσεις με πρωταγωνιστές εκείνη και τον ξανθό άγνωστο άντρα.
Ξαφνικά ανασηκώθηκε από τα κάγκελα κι άρχισε να αγγίζεται προκλητικά. Δεν κοίταζε πουθενά αλλού, παρά κατευθείαν μέσα στα μάτια του. Το ίδιο και εκείνος, που βλέποντας τις τολμηρές κινήσεις που έκανε, έμεινε προσηλωμένος μοναχά πάνω της. Έσκασε ένα χαμόγελο ικανοποίησης κι ύστερα στηρίχτηκε στο καπό ενός αυτοκινήτου που βρισκόταν παρκαρισμένο πίσω του, για να απολαύσει το θέαμα.
 Με αργές κινήσεις πέρασε τα χέρια της από τη μέση της στο στήθος κι αφού  έμεινε για λίγο εκεί χαϊδεύοντας τα, ανέβηκε στο λαιμό και στο πρόσωπό της. Με τα δάχτυλά της χάιδευε μια τον αυχένα της και μια τα μάγουλά της, ενώ στο τέλος τα έβαλε στο στόμα της δαγκώνοντας τα υποτιθέμενα με λαιμαργία.
Εκείνος ένιωσε το λαιμό του να στεγνώνει και το μόριο του να σκληραίνει. Το θέαμα της ημίγυμνης κοπέλας που λικνιζόταν ερωτικά μπροστά του, τον είχε ερεθίσει πολύ. Ήθελε να απλώσει τα χέρια του, να την τραβήξει πάνω του για να νιώσει κι εκείνη τον ερεθισμό του, μα αυτό δε γινόταν. Πεισμάτωσε και σηκώθηκε από το αυτοκίνητο εντελώς απότομα, κοιτάζοντας την σοβαρός αυτή τη φορά.
«Δεν παίζεις δίκαια…» της είπε και συνέχισε. «Άφησε με να έρθω επάνω!» Δεν ήταν παράκληση. Τα λόγια του ακούστηκαν περισσότερο με διαταγή, γεγονός που φανέρωνε την ανυπομονησία του να βρεθεί δίπλα της.
Εκείνη ακούγοντάς τον άρχισε να χαζογελάει, μα δεν σταμάτησε να χαϊδεύεται. Αντιθέτως, συνέχισε να το κάνει όλο και πιο προκλητικά γνωρίζοντας πως θα τον αναστάτωνε ακόμα περισσότερο.  Είχε φέρει τα χέρια της στο ύψος της μπλούζας της και σιγά σιγά άρχιζε να την ανεβάζει. Στην αρχή δειλά, ίσα που να φαίνεται ο αφαλός της, μα στη συνέχεια την ανέβαζε όλο και ψηλότερα. Με αργές, βασανιστικές κινήσεις φανέρωνε όλο και περισσότερα μέρη του κορμιού της, χωρίς να την ενδιαφέρει αν εκτός από τον άντρα που βρισκόταν στο πεζοδρόμιο, την έβλεπε και κάποιος άλλος. Κάτι τέτοιο το είχε αποκλείσει εδώ και ώρα. Κόντευε τέσσερις τα χαράματα και στα γειτονικά της σπίτια οι περισσότεροι είτε έλειπαν διακοπές, είτε κοιμόντουσαν εδώ και ώρα. Νωρίτερα που καθόταν μόνη της δεν είχε δει κανέναν στα απέναντι και τα διπλανά μπαλκόνια, όλα ήταν άδεια. Δεν φοβόταν τίποτα λοιπόν.
Με πια αποφασιστική κίνηση έβγαλε τελείως το στενό φανελάκι που φορούσε κι έμεινε με το στήθος γυμνό να τον κοιτάζει όλο νόημα.
Εκείνος τα είχε χάσει, δεν ήξερε τι να κάνει, παρά καθόταν σαν σαλεμένος να περιμένει την επόμενη κίνησή της που θα τον τρέλαινε ακόμα περισσότερο.
Δεν άργησε να έρθει. Έσκυψε και πάλι προς το μέρος του πετώντας πάνω του το λευκό φανελάκι της.
«Συγνώμη νεαρέ…» είπε με τη φωνή της γεμάτη αισθησιασμό και συνέχισε δήθεν τυχαία, «Έπεσε η μπλούζα μου κατά λάθος…μήπως μπορείτε να μου την δώσετε;».
«Έρχομαι» της απάντησε εκείνος χωρίς δεύτερη σκέψη. Κοίταξε τον τοίχο απέναντί του για να βρει στηρίγματα. Ο πρώτος δεν ήταν πολύ ψηλά. Μπορούσε να ανέβει εκεί σκαρφαλώνοντας και να τη φτάσει αμέσως. Πέρασε το φανελάκι της στους ώμους του για να έχει τα χέρια του ελεύθερα και άρχισε να σκαρφαλώνει.


 Συνεχίζεται...

16 Νοεμβρίου 2010

Νύχτα χωρίς όρια α'

Η ζέστη  ήταν αφόρητη εκείνο το βράδυ. Κόντευαν χαράματα, αλλά της ήταν αδύνατον να κοιμηθεί με αυτόν τον καύσωνα. Συνήθως τέτοια ώρα έβαζε ψύχρα, μα απόψε η νύχτα δεν έλεγε να της κάνει το χατίρι. Φορώντας μονάχα ένα λευκό  φανελάκι και ένα μαύρο εσώρουχο, καθόταν εδώ και ώρα στο μπαλκόνι του σπιτιού της με την ελπίδα ότι θα κατάφερνε να δροσιστεί. Ο ιδρώτας που κυλούσε στο κορμί της είχε μουσκέψει τα ρούχα της, αλλά βαριόταν να σηκωθεί να αλλάξει. Είχε σβήσει απλώς τα φώτα και καθόταν στο σκοτάδι, ξαπλωμένη στο πάτωμα του μπαλκονιού με τους αγκώνες της ακουμπισμένους σε μια κόκκινη πετσέτα θαλάσσης. Το μπουκάλι με το κρασί και το γεμάτο τασάκι που υπήρχαν δίπλα της, μαρτυρούσαν την προσπάθεια της να περάσει όσο το δυνατόν πιο ευχάριστα την δύσκολη νύχτα που βασάνιζε εκείνη και τους υπόλοιπους κατοίκους της πόλης.


Κάθε τόσο, έριχνε κλεφτές ματιές στον κόσμο που τύχαινε να διαβαίνει το δρόμο ακριβώς από κάτω της. Της άρεσε τόσο να παρατηρεί τους ανθρώπους. Να κοιτάζει τα πρόσωπά τους και να προσπαθεί να μαντέψει όλα όσα μπορεί να κρύβουν μέσα  τους. Όπου κι αν βρισκόταν, με όποιον κι αν ήταν, είχε μάθει να κοιτάζει στα μάτια τους ανθρώπους που την περιτριγύριζαν. Γνωστούς και άγνωστους. Ήταν κι εκείνη ανάμεσα σε αυτούς που πίστευαν πως τα μάτια των ανθρώπων είναι οι καθρέπτες της ψυχής τους. Δεν ήταν λίγες οι φορές λοιπόν, που έπιανε τον εαυτό της να χαζεύει με τις ώρες τα πρόσωπα των  ανθρώπων που περνούσαν από μπροστά της ανυποψίαστοι. Ακόμη και τώρα, τέτοια ώρα το ίδιο έκανε. Παρατηρούσε τους νέους που περνούσαν από εκεί για να πάνε να διασκεδάσουν.
Στο τέλος του στενού, δεξιά, εκεί που τελείωνε ο δρόμος και γινόταν αδιέξοδο, υπήρχε ένα μικρό φημισμένο μπαράκι. Εκεί κατευθύνονταν όλοι. Δεν ήταν μακριά από το σπίτι της, μόλις πενήντα μέτρα. Τα φώτα νέον που κοσμούσαν την ταμπέλα του μαγαζιού αναβόσβηναν ρυθμικά και έπεφταν πάνω στα μάτια της, ενοχλώντας την. Το ίδιο και η μουσική που ακουγόταν τώρα πιο δυνατά κάθε φορά που άνοιγαν κι έκλειναν την πόρτα για να μπουν ή να βγουν από μέσα. Σηκώθηκε όρθια για να αλλάξει θέση και ακούμπησε τους αγκώνες στα κάγκελα κοιτάζοντας απ’έξω. Ένας άντρας και μια γυναίκα είχαν σταματήσει ακριβώς από κάτω της. Φιλιόντουσαν και αγκαλιάζονταν προκλητικά στη μέση του δρόμου, χωρίς να τους νοιάζει αν υπήρχε κάποιος που να  τους κοιτάζει γύρω τους. Ο άντρας χούφτωνε γεμάτος ένταση κάθε εκατοστό του κορμιού της γυναίκας ενώ εκείνη κάθε τόσο έβγαζε μικρούς αναστεναγμούς. Είχαν και οι δυο τους κλειστά τα μάτια τους κι απολάμβαναν τη στιγμή γεμάτοι ηδονή.
«Μόνο ένα κρεβάτι σας λείπει…» μονολόγησε ψιθυριστά και χαμογέλασε γεμάτη ειρωνεία καταπίνοντας μια ακόμα γουλιά κρασί . Τελικά δε χρειάζεται να βλέπεις πάντα τα μάτια των ανθρώπων για να καταλάβεις τι σκέφτονται και τι θέλουν. Μόνο και μόνο το μπλέξιμο των κορμιών τους, μαρτυρούσε τον πόθο που τους έκαιγε να βρεθούν κάπου οι δυο τους μονάχοι, μακριά από τα βλέμματα τρίτων. Ένα λεπτό μετά τα κορμιά τους ξεχώρισαν και πήραν ξανά το δρόμο προς το μαγαζί κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου.
Άλλοι περπατούσαν μόνοι τους. Ένας άντρας γύρω στα τριάντα κι ένας μικρότερος νεαρός γύρω στα εικοσιπέντε βάδιζαν χωριστά πάνω στο πεζοδρόμιο. Είχαν και οι δυο σκυφτό το κεφάλι τους και κατευθύνονταν προς το μπαρ χωρίς να κοιτάνε δεξιά ή αριστερά. Ούτε και σε αυτούς  μπορούσε να δει καλά το πρόσωπό τους, μα από το σκυφτό του σώματός τους μπορούσε να καταλάβει πως αυτοί δεν ήταν και τόσο χαρούμενοι. Μάλλον η μοναξιά θα έφταιγε, συλλογίστηκε από μέσα της, αλλά οι δυνατές φωνές που ακολούθησαν την έβγαλαν από τις σκέψεις της.
Μια ομάδα  νεαρών  αγοριών φαινόταν πιο ευδιάθετη. Και οι τρεις τους φώναζαν και πείραζαν μια κοπέλα που καθόταν μόνη της στο απέναντι πεζοδρόμιο, περιμένοντας προφανώς κάποιον.  Είχαν σταματήσει μπροστά της ζητώντας να τους χαρίσει το όνομά της, μα εκείνη ούτε που τους έδινε σημασία. Τους κοιτούσε απλώς αμίλητη, μέχρι και τη στιγμή που αποφάσισαν τελικά να την αφήσουν στην ησυχία της. Τους κοιτούσε όλους και γελούσε. Το ζευγάρι, τους δυο άντρες, την κοπέλα απέναντι και τους τρεις νεαρούς που συνέχιζαν τώρα όλοι το δρόμο τους. Της φαινόταν αστείο το πόσο εύκολα μπορεί να σε διασκεδάσει κάποιος, χωρίς ο ίδιος να έχει προσπαθήσει καθόλου, εν αγνοία του.
Το κρασί την είχε ζαλίσει για τα καλά, μα δεν το έβαλε κάτω. Μπήκε στην κουζίνα και άνοιξε την κατάψυξη για να βγάλει το δεύτερο μπουκάλι που είχε βάλει εδώ και μια ώρα να παγώσει. Μαζί με αυτό πήρε και μερικά παγάκια. Κρατώντας τα μαζί στην παλάμη της, τα πέρασε από το λαιμό στον αυχένα της και ύστερα τα έφερε πάνω από το στήθος της. Τα άφησε για λίγο εκεί και έμεινε να απολαμβάνει τη δροσιά που της χάριζαν, χωρίς να κινείται καθόλου.
«Να πάρει… Τι ζέστη κι αυτή σήμερα!» είπε και προχώρησε  ξανά προς στο μπαλκόνι. Πήρε μια πλαστική καρέκλα και κάθισε εκεί για να είναι πιο αναπαυτικά, ακουμπώντας τα πόδια της απέναντι στα κάγκελα. Είχε πιαστεί τόση ώρα ξαπλωμένη στα πλακάκια. Γέμισε το ποτήρι της με κρασί και αφού ρούφηξε μια γουλιά, έκλεισε τα μάτια της και έγειρε προς στα πίσω για να χαλαρώσει. 
Σα να ήταν καλύτερα τώρα. Ένα ελαφρύ αεράκι πέρασε και χάιδεψε το πρόσωπο της, κάνοντας την να ανατριχιάσει και να βγάλει έναν δυνατό αναστεναγμό απόλαυσης.
«Αχ… Επιτέλους!» είπε και  άφησε τις λέξεις να γλιστρήσουν ελεύθερα από τα χείλη της γεμάτη ενθουσιασμό, ενώ ο αέρας  συνέχιζε  να της γαργαλάει ακόμα το πρόσωπο. Ταυτόχρονα σήκωσε το ένα της χέρι και μάζεψε τα μαλλιά της ψηλά για να μπορεί ο αέρας να δροσίσει και την πλάτη της.
«Μμμ…Αυτά είναι!» πρόσθεσε, απολαμβάνοντας στο έπακρο αυτή τη μικρή ανάσα ψυχρού αέρα.
 Ένα αργόσυρτο  σφύριγμα, την έκανε να τρανταχτεί από το φόβο της και να ανακαθίσει στην καρέκλα. Άφησε το ποτήρι της στο πάτωμα κι αφού σηκώθηκε όρθια κοίταξε προς στο δρόμο. 


 Απέναντί της, ένας ξανθός νεαρός στεκόταν με την πλάτη του ακουμπισμένη στον τοίχο, κοιτάζοντας έντονα προς το μέρος της. Τα μαλλιά του ήταν μακριά και έπεφταν μπροστά στα μάτια του εμποδίζοντάς την να τον δει καλά. Φορούσε ένα λευκό πουκάμισο, μα το είχε αφήσει ξεκούμπωτο, αφήνοντας το πάνω μέρος του κορμιού του εντελώς γυμνό. Στο ένα του χέρι, κρατούσε ένα μπουκάλι μπύρα και κάθε τόσο το έφερνε στα χείλη του για να δοκιμάσει μερικές γουλιές. Στο άλλο, κρατούσε ένα τσιγάρο, μα το είχε αφήσει να καίγεται, χωρίς να καπνίζει.  
«Αγόρι μου εσύ είσαι τύφλα στο μεθύσι…» είπε όσο πιο σιγανά μπορούσε για να μην την ακούσει εκείνος. «Είμαι κι εγώ, αλλά εσύ το παράκανες…» συνέχισε ψιθυρίζοντας, κοιτάζοντας κι εκείνη προς το μέρος του.
Ξαφνικά ο  νεαρός άντρας άρχισε να περπατάει και να την πλησιάζει. Διέσχισε το δρόμο κι κάθισε ακριβώς από κάτω σηκώνοντας το κεφάλι του προς το μπαλκόνι της.
«Ωραία πόδια έχεις, το ξέρεις;» τη ρώτησε και έφερε το ξεχασμένο τσιγάρο στα χείλη του για να τραβήξει μια τζούρα. Έπειτα το πέταξε μακριά του και άφησε τον καπνό που υπήρχε μέσα του να ελευθερωθεί προς το μέρος της σχηματίζοντας μικρούς κύκλους.
«Βρίσκεις;» του απάντησε αμέσως εκείνη, χωρίς δεύτερη σκέψη και δίχως να την νοιάζει που ο άντρας από κάτω την έβλεπε με το εσώρουχό της.
Αυτός ο γοητευτικός άγνωστος, είχε έρθει σαν από μηχανής θεός για να την βγάλει από την ανία της αποψινής καυτής νύχτας.


Συνεχίζεται...

10 Νοεμβρίου 2010

Ζωντανός Εφιάλτης (3ο μέρος)




Συνέχεια από το προηγούμενο : Μα καθώς πλησιάζω, σηκώνει το κεφάλι της και τα μάτια της καρφώνονται στα δικά μου, ακινητοποιώντας με.
Τα μάτια της. Τα ξέρω αυτά τα μάτια. Αυτά τα πράσινα μάτια τα ξέρω πολύ καλά. Αρχίζω και πάλι να ουρλιάζω, μα κανείς δεν με ακούει. Αυτά τα μάτια τα έχω δει χίλιες φορές σε τόσες φωτογραφίες, τα έχω δει στο πορτρέτο που έχει ο πατέρας μου κρεμασμένο πάνω από το τζάκι στο μεγάλο σαλόνι.
Αυτά τα μάτια είναι της μητέρας μου.


___________________

Η άγνωστη γυναίκα που στέκεται απέναντί μου, είναι η μητέρα μου. Δεν μπορεί να είναι αλήθεια αυτό που βλέπω. Όχι, σίγουρα ονειρεύομαι. Η μητέρα μου είναι νεκρή. Πέθανε πριν δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια. Κι όμως, την έχω ολοζώντανη να στέκεται μπροστά στα μάτια μου. Μου είναι αδύνατον να παραβλέψω την τρομερή ομοιότητα που έχει η γυναίκα μπροστά μου, με το πορτρέτο που βρίσκεται κρεμασμένο στο σαλόνι. Δεν είναι μόνο το χρώμα των ματιών της, δεν είναι μόνο τα μαλλιά της που μοιάζουν με τα δικά μου, είναι το σχήμα του προσώπου της, τα χείλια της, τα μάγουλά της, οι γραμμές των φρυδιών της. Μου είναι όλα τόσο γνώριμα. Μου μοιάζουν όλα τόσο οικεία και τόσο όμοια με τα δικά μου χαρακτηριστικά, που νομίζω πως βλέπω τον εαυτό μου στον καθρέφτη.
Δεν έχει σταματήσει να με κοιτάζει λεπτό. Τουλάχιστον έτσι νομίζω. Τα μάτια της είναι στυλωμένα προς το  μέρος μου και κοιτάνε γεμάτα ένταση. Δεν μπορώ να καταλάβω τι μπορεί να βλέπει, αφού το σώμα μου βρίσκεται ξαπλωμένο ακόμα στο κρεβάτι μου. Φαίνεται σαν να αντικρίζει κάτι παράξενο, κάτι που δεν έχει ξαναδεί ποτέ στη ζωή της, αφού στο πρόσωπό της μπορώ εύκολα να  διακρίνω την έκπληξη και την περιέργεια που κρύβονται μέσα της. Μα πως μπορώ να βρίσκομαι ακόμα εδώ; Απορώ με τον εαυτό μου που βρίσκει τη δύναμη να στέκεται ακόμα απέναντί της χωρίς να κάνει τίποτα.
Ξαφνικά σηκώνεται από τη θέση της και με αργά βήματα πλησιάζει προς το μέρος μου. Φοβάμαι. Τρέμω. Θέλω να φύγω από αυτό το δωμάτιο, μα για πρώτη φορά αντιλαμβάνομαι πως δεν μπορώ να το κάνω. Είναι σαν να βρίσκομαι κολλημένη στην ίδια θέση και μου είναι αδύνατον να μετακινηθώ. Βρίσκομαι εγκλωβισμένη στο δωμάτιο του πατέρα μου μαζί με ένα φάντασμα. Γιατί δε χωράει αμφιβολία πως η γυναίκα που με πλησιάζει όλο και περισσότερο, είναι ένα φάντασμα. Το φάντασμα της μητέρας μου. Ο φόβος έχει κατακλύσει από άκρη σε άκρη την ύπαρξη μου. Αρνούμαι να παραδεχτώ πως τα όσα βλέπω είναι αλήθεια. Μάλλον ονειρεύομαι. Σίγουρα ονειρεύομαι. Μα όσο κι αν πιέζω τον εαυτό μου να ξυπνήσει, είναι αδύνατον. Τελικά, αφήνομαι απλώς έρμαιο της όποιας κατάληξης θα έχει αυτή η συνάντηση.
Η λυγερή γυναίκα βρίσκεται μόλις μερικά βήματα μακριά μου. Παρά τον φόβο μου, δεν μπορώ να μην παρατηρήσω την ομορφιά και τη χάρη που εκπέμπει καθώς περπατάει. Είναι πανέμορφη, σαν νεράιδα. Το ψηλόλιγνο σώμα της διαγράφεται έντονα κάτω από το λεπτό ύφασμα του λευκού φορέματος που την ντύνει. Ποτέ μου δεν έχω δει τόσο όμορφο σώμα. Ο λαιμός της, οι ώμοι της, το στήθος της, η κοιλιά της, τα πόδια της, μοιάζουν να έχουν σχεδιαστεί από τον πιο επιδέξιο ζωγράφο. Είναι όμοια με θεά. Τώρα το πρόσωπο της είναι ήρεμο, πράο και τίποτα δε μοιάζει να την απασχολεί. Απλώς συνεχίζει να περπατάει. Στα χέρια της κρατάει ένα χαρτί. Το έχει αφήσει ξεδίπλωτο και μπορώ εύκολα να δω πως κάτι είναι γραμμένο στην επιφάνεια του. Από αυτή την απόσταση δεν μπορώ να διαβάσω, μα κάτι είναι σίγουρα γραμμένο πάνω του. Σκέφτομαι πως πρέπει να είναι  το ίδιο χαρτί με εκείνο στο οποίο έγραφε πάνω του τη στιγμή που μπήκα στο δωμάτιο.
Καθώς σταματάει ακριβώς μπροστά μου, παρακαλώ το Θεό να μου δώσει δύναμη, να με προστατεύσει. Εκείνη συνεχίζει να με κοιτάει και τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα. Μα γιατί κλαίει; Τι συμβαίνει; Γιατί δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα; Τα αφήνει να τρέξουν στα μάγουλά της κι από τα χείλη της ξεπετάγεται ένας βαθύς αναστεναγμός, τόσο δυνατός που σχεδόν με τρομάζει αφού ταράζει την ησυχία που επικρατεί στο δωμάτιο. Σηκώνει το χέρι της και το φέρνει στο ύψος που κανονικά θα έπρεπε να βρίσκεται το πρόσωπό μου. Κι όμως, μπορώ να νιώσω το άγγιγμα της. Δεν ξέρω πώς, μα νιώθω τα κρύα της δάχτυλα να αγγίζουν τα μάγουλά μου. Μπορώ εύκολα να αισθανθώ τον κόμπο που έχει σταθεί στο λαιμό μου. Δε με αφήνει ούτε να αναπνεύσω, μα ούτε και να καταπιώ το σάλιο μου. Και να μπορούσα να μιλήσω, πάλι δε θα τα κατάφερνα, αφού κυριολεκτικά η κίνηση της μου έχει κόψει την ανάσα.
 Κι ύστερα ακούω τη φωνή της. Στην αρχή πολύ σιγανά, σαν να έρχεται από κάποιο μέρος πολύ μακρινό. Μοιάζει με μελωδία κάποιου μελαγχολικού τραγουδιού. Στη συνέχεια δυναμώνει. Μπορώ να ακούσω πεντακάθαρα τα λόγια που βγαίνουν από τα χείλη της.
«Άλις… Κόρη μου…. Πολυαγαπημένη μου κόρη…». Μιλάει. Απευθύνεται σε μένα. Με βλέπει. Μπορεί πράγματι και με βλέπει. Καθώς οι λέξεις βγαίνουν από το στόμα της, αισθάνομαι την ανάσα της  σαν μαστίγιο που μου χαράσσει το πρόσωπο. Δεν μπορώ να το αντέξω άλλο αυτό. Όχι, δεν είμαι τόσο δυνατή. Λυγίζω κι αρχίζω να κλαίω. Δε μπορώ να νιώσω τα δάκρυα μου, μα είμαι σίγουρη πως κλαίω. Το νιώθω.
Εκείνη όμως δεν σταματάει εκεί. Τώρα κατεβάζει την παλάμη της από το πρόσωπό μου κι αφού διπλώνει το χαρτί που έχει στα χέρια της το φέρνει προς το μέρος μου.
«Αυτό είναι από εμένα για εσένα Άλις. Είναι δικό σου…Πάρ’το…». Η φωνή της τρέμει και μοιάζει να με παρακαλά μα εγώ δεν κάνω καμία κίνηση να πιάσω στα χέρια μου το χαρτί που μου δίνει. Απλώς στέκομαι να το κοιτάζω. Στην εξωτερική του μεριά, με μεγάλα και καλλιγραφικά γράμματα, φαίνεται πεντακάθαρα χαραγμένο το όνομά μου.

Alice

Πράγματι αυτό το  χαρτί έχει γραφτεί για να δοθεί σε εμένα. Εγώ είμαι ο παραλήπτης του.
«Παρ’το… Σε παρακαλώ Άλις…» Η φωνή της με βγάζει απότομα από τι σκέψεις μου, υπενθυμίζοντάς μου ότι περιμένει κάποια μου αντίδραση.
Θέλω να σηκώσω τα χέρια μου και να το πάρω, μα δεν έχω χέρια. Δεν έχω τίποτα. Δεν μπορώ να κάνω καμία κίνηση. Βάζω όλη μου τη δύναμη προσπαθώντας να φτάσω κοντά της μα δε γίνεται τίποτα. Ξαφνικά ο φόβος μου γίνεται ακόμα μεγαλύτερος. Δεν είναι για τη μητέρα μου, ούτε για το χαρτί που θέλει να μου δώσει. Είναι γιατί συνειδητοποιώ πως μου είναι αδύνατον να κάνω οποιαδήποτε κίνηση. Είναι σα να έχω παραλύσει, σα να έχω χάσει όλες μου τις δυνάμεις. Δε μπορώ να χρησιμοποιήσω κανένα μέλος του σώματος μου, αφού απλούστατα δεν έχω σώμα. Και τότε είναι που αρχίζω να ουρλιάζω ξανά και να ζητάω βοήθεια.

 Πετάγομαι ιδρωμένη από το κρεβάτι μου. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή! Τώρα μπορώ να την ακούσω. Τη νιώθω, χτυπάει στο στήθος μου κι είναι έτοιμη να ξεπηδήσει από μέσα μου. Στα μάτια μου υπάρχουν δάκρυα. Μπορώ να τα νιώσω που είναι ζεστά και βρέχουν τα μάγουλά μου. Μπορώ να σηκώσω τα χέρια μου και να τα σκουπίσω. Μπορώ.
Είμαι και πάλι μέσα στο σώμα μου.

Όνειρο ήταν. Μοναχά ένα όνειρο.
Μα έμοιαζε τόσο αληθινό…

Συνεχίζεται…

6 Νοεμβρίου 2010

Ζωντανός Εφιάλτης - (2ο μέρος)




Συνέχεια από το προηγούμενο : Και τώρα μονάχη μου είμαι. Ο πατέρας έφυγε αρχές φθινοπώρου και θα επιστρέψει σε δυο μήνες, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, για να περάσουμε μαζί τις γιορτές. Κάθομαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου. Έχω κλείσει τα μάτια μου κι ακούω μονάχα τις σταγόνες της βροχής να χτυπάνε το τζάμι στο παράθυρο μου.
Τουλάχιστον έχω αυτές να μου κρατάνε συντροφιά…
_____________________________

Τη βροχή ίσα που την ακούω τώρα. Ο μοναδικός ήχος που είχα συντροφιά ολόκληρο το απόγευμα, μοιάζει κι αυτός να με εγκαταλείπει και να με αφήνει μονάχη μου. Νιώθω τα βλέφαρά μου σιγά σιγά να βαραίνουν και το σώμα μου να κρυώνει.  Σχεδόν έχω ανατριχιάσει και μαζεύω τα γόνατα μου στο στήθος, μήπως και φυλακίσω λίγη ζέστη στο εσωτερικό τους, μα μάταιος κόπος. Χωρίς να ανοίξω τα μάτια μου τυλίγομαι με τη μάλλινη κουβέρτα που σκεπάζει το κρεβάτι μου και παραδίνομαι σε έναν βαθύ ύπνο.

Ξαφνικά στέκομαι ακριβώς πάνω από το κρεβάτι μου να κοιτάζω το  σώμα  μου που βρίσκεται κουλουριασμένο κάτω από την πολύχρωμη κουβέρτα. Δεν μπορώ να καταλάβω τι μου συμβαίνει. Νιώθω μια περίεργη αίσθηση, μα μου είναι δύσκολο να την εξηγήσω. Αισθάνομαι σα να έχω χάσει όλο μου τα βάρος, σαν να είμαι κάτι άυλο, κάτι διάφανο, ίσως αόρατο. Παρόλα αυτά έχω όλες μου τις αισθήσεις. Μπορώ εύκολα να καταλάβω πως όλο αυτό που συμβαίνει, μου προκαλεί αγωνία και φόβο. Κοιτάζω απέναντί μου το πρόσωπό μου που δείχνει ήρεμο και γαλήνιο και τρομάζω που η έκφραση του  μαρτυρά πως δεν αντιλαμβάνεται καθόλου τα όσα νιώθω. Σα να είμαστε δυο διαφορετικά όντα. Σα να μην υπάρχει καμία σύνδεση μεταξύ μας.
Σταματώ να το κοιτάζω γιατί με αγχώνει ακόμα περισσότερο. Δεν θέλω να μείνω εδώ. Κάτι με καλεί να βγω από το δωμάτιο. Δεν ξέρω τι, μα κάτι μου λέει πως πρέπει να αφήσω για λίγο μονάχο του το σώμα μου.  Το πιο περίεργο όμως,  είναι ότι μπορώ να το κάνω. Το σώμα μου μπορεί να βρίσκεται ακόμα ξαπλωμένο στο μεγάλο κρεβάτι, μα εγώ μπορώ να υπάρχω και χωρίς αυτό. Είναι σα να έχω μόνο μάτια. Μπορώ να δω τα πάντα γύρω μου, εκτός από το που βρίσκομαι εγώ. Δε γυρίζω να κοιτάξω ξανά προς το κρεβάτι, παρά φτάνω στην πόρτα και την ανοίγω για να βγω από το δωμάτιο.
Μπροστά μου ακριβώς περνάει ο διάδρομος. Στα δεξιά μου είναι οι ξενώνες, ενώ αριστερά είναι η κρεβατοκάμαρα του πατέρα μου. Οι υπηρέτριες έχουν σβήσει τα περισσότερα κεριά που κοσμούν αυτόν και δυσκολεύομαι να δω καλά γύρω μου. Αυτό που μου τραβάει αμέσως την προσοχή, είναι το ελαφρύ φως που φαίνεται να έρχεται από την κάμαρα του πάτερα μου. Ξέρω καλά πως ο ίδιος λείπει κι αποκλείεται κάποιος άλλος να χρησιμοποιεί το δωμάτιο του. Από την άλλη σκέφτομαι πως ίσως γύρισε ξαφνικά, ενώ εγώ κοιμόμουν. Η σκέψη αυτή σβήνει προς στιγμήν την ανησυχία μου. Καθώς πλησιάζω στο δωμάτιο νομίζω πως ακούω κάποιον να μιλάει από μέσα. Από αυτό το σημείο δεν μπορώ να καταλάβω τι λέει, αφού τα λόγια είναι τόσο σιγανά που μοιάζουν σχεδόν με ψίθυρους. Το μόνο που μπορώ να καταλάβω ενώ στέκομαι λίγο πριν την πόρτα, είναι πως αυτός που μιλάει δεν είναι άντρας, αλλά γυναίκα. Αρχίζω λοιπόν να ανησυχώ και πάλι. Οι μόνες γυναίκες που έχουμε στο σπίτι είναι η θεία Λάουρα, η αδερφή του πατέρα μου, τρεις υπηρέτριες και η μαγείρισσα, η Τζέην. Τέτοια ώρα, καμία από όλες τους δεν μπορεί να βρίσκεται στο δωμάτιο του πατέρα. Όλες τους λογικά θα κοιμούνται. Αποφασίζω να βάλω ένα τέλος σε όλες αυτές τις υποθέσεις και μπαίνω στο δωμάτιο.
Στην αρχή το μόνο που βλέπω είναι το κρεβάτι του πατέρα μου. Είναι άθικτο, τα σκεπάσματα είναι στη θέση τους τακτοποιημένα μαρτυρώντας πως κανένας δεν το έχει χρησιμοποιήσει ακόμα. Στη συνέχεια τα μάτια μου προσπαθούν να βρουν το σημείο από το οποίο έρχεται εκείνο το ελαφρύ φως που φτάνει ως το διάδρομο. Δεξιά δεν υπάρχει τίποτα. Γυρίζω προς τα αριστερά και ένα δυνατό ουρλιαχτό ξεπετάγεται από μέσα μου εξαιτίας του θεάματος που έχω  μπροστά μου. Μόνο που κανείς δεν μπορεί να ακούσει αυτό το ουρλιαχτό, ούτε καν εγώ. Άλλοτε θα μπορούσα να ακούσω τους χτύπους της καρδίας μου να ανεβαίνουν εξαιτίας του φόβου μου, μα τώρα δε ακούω τίποτα. Ξέρω καλά όμως πως φοβάμαι. Φοβάμαι πολύ, σχεδόν τρέμω.
Στο γραφείο του πατέρα μου κάθεται μια γυναίκα. Είναι σκυφτή και δεν μπορώ να δω το πρόσωπό της. Γράφει γρήγορα πάνω σε μια κολλά χαρτί , δεν ξέρω τι, και ταυτόχρονα μιλάει μόνη της. Και ενώ είμαι τόσο κοντά της, ούτε πάλι μπορώ να καταλάβω τι λέει. Οι λέξεις που βγαίνουν από τα χείλη της δεν μοιάζουν με τη δική μας γλώσσα, μοιάζουν περισσότερο με ασυναρτησίες, με ακαταλαβίστικα και αδυνατώ να βγάλω νόημα. Δεν πλησιάζω περισσότερο. Στέκομαι εδώ να παρατηρώ απλώς τις κινήσεις της. Είναι νευρικές και απότομες σαν τις κινήσεις που κάνει κάποιος τρελός. Ίσα που μπορώ να διακρίνω πως φοράει ένα κατάλευκο φόρεμα που μοιάζει με νυχτικό, μα δεν είμαι σίγουρη.  Αυτό που τραβάει όμως περισσότερο την προσοχή μου είναι τα ξανθοκόκκινα μακριά μαλλιά της, που χύνονται ελεύθερα πάνω στο γραφείο του πατέρα μου σαν άγριοι χείμαρροι.  Έχουν τόσο έντονο χρώμα που μοιάζουν με φωτιά. Τόσο έντονο χρώμα, σαν το δικό μου. Ποτέ μου δεν είδα άλλη γυναίκα να έχει το χρώμα των δικών μου μαλλιών. Κι όμως τα μαλλιά αυτής της άγνωστης, είναι ίδια  με τα δικά μου.
Δεν με έχει πάρει είδηση. Δεν ξέρει ότι την παρακολουθώ. Συνεχίζει να γράφει βιαστικά πάνω στο χαρτί ενώ κάθε τόσο βυθίζει τη γραφίδα στο μελάνι για να μπορέσει να συνεχίσει. Δοκιμάζω να πλησιάσω περισσότερο. Ίσως τελικά να μη μπορεί κανείς να με δει. Θέλω πολύ να δω ποια είναι, να δω τι γράφει. Τίποτα άλλο δεν με νοιάζει περισσότερο αυτή τη στιγμή. Ούτε καν το πώς βρέθηκε στο δωμάτιο του πατέρα μου. Μα καθώς πλησιάζω, σηκώνει το κεφάλι της και τα μάτια της καρφώνονται στα δικά μου, ακινητοποιώντας με.
Τα μάτια της. Τα ξέρω αυτά τα μάτια. Αυτά τα πράσινα μάτια τα ξέρω πολύ καλά. Αρχίζω και πάλι να ουρλιάζω, μα κανείς δεν με ακούει. Αυτά τα μάτια τα έχω δει χίλιες φορές σε τόσες φωτογραφίες, τα έχω δει στο πορτρέτο που έχει ο πατέρας μου κρεμασμένο πάνω από το τζάκι στο μεγάλο σαλόνι.
Αυτά τα μάτια είναι της μητέρας μου.
Η άγνωστη γυναίκα που στέκεται απέναντί μου, είναι η μητέρα μου.

Συνεχίζεται…