31 Αυγούστου 2010

Αντίο...


Απόψε,
λίγο πριν το φθινόπωρο μου χτυπήσει την πόρτα
θα βγω στους έρημους δρόμους να
τραγουδήσω για το καλοκαίρι που έφυγε...

Το τελευταίο καλοκαίρι που με βρίσκει ελεύθερη

Ένα τραγούδι αποχαιρετισμού θα πω
και θα χαθώ σε νότες αναμνήσεις

Τι να πρωτοαφήσω πίσω μου;

Θυμάμαι που ήμουνα παιδί...
Αντίο αθωότητα μου!

Θυμάμαι που ήμουν ξέγνιαστη...
Αντίο ανεμελιά!

Θυμάμαι μήτερα που με κράταγες στην αγκαλιά σου
κι εκεί αποκοιμόμουν ήρεμη...
Κάπου αλλού θα με βρίσκει τώρα το απόβραδο...

Θυμάμαι πατέρα που μου μάθαινες τον κόσμο...
Ίσως τώρα να ήρθε η ώρα να τον μάθω
κι εγώ σε κάποιον άλλο...

Θυμάμαι αδερφούλη που ξαπλωμένοι στο κρεβάτι
λέγαμε τα μυστικά μας
Μυστικά παιδικά που χαθήκαν στο χρόνο...
Αιώνια μυστικά θα μείνουν!

Περνούν τα χρόνια!
Μεγάλωσα!

Κι όταν απόψε το φθινόπωρο περάσει το κατώφλι μου
γλυκά θα το καλωσορίσω!
Μια νέα αρχή θα φέρει μαζί του!

Μια νέα ζωή!

Εδώ είμαι και την περιμένω!

27 Αυγούστου 2010

Λησμονιά...





Κι όταν ξανά θα γεννηθώ
Και ‘ρθω στη γη
Ψυχή παρθένα

Τον πόθο θα απαρνηθώ
Και θα Σε παραβλέψω

Να μη Σε δω που θα περνάς
Να μη Σε συναντήσω 

Για να μη δω τα μάτια σου
Κι ευθύς Σε αγαπήσω

Φθάνει που μια φορά σε αγάπησα
Θέλω να λησμονήσω…

24 Αυγούστου 2010

Έχει πανσέληνο απόψε κι είναι ωραία...


Πανσέληνος απόψε
Ανατολή του φεγγαριού
Στο σώμα σου
Που απλώνει το στιλπνό του φως
Εκεί, που η ανάσα σου
Κύμα ξεχύνεται και λάβα ατέρμονη
Εκεί, στη φλογερή σπηλιά σου
Με τους κρυφούς ιριδισμούς
Και με τους σταλακτίτες
Με την τρεχούμενη πηγή
Που αναβλύζει μύρο
Και πάθος απροσμέτρητον,
Εκεί, που αδημονεί ο χτύπος
Κι ο σφυγμός του δειλινού
Και ανταμώνει βότσαλα και χάδια
Λάμψεις κι αχούς διάφανους
Ερωτικά μυρωδικά και άνθη
Που τα νοτίζεις
Με τα αραχναία χείλη σου
Με την δαντελωτή σου γλώσσα
Κι αναριγάς στη φλόγα
Του γεμάτου φεγγαριού
Κι ολάκερη ευφραίνεσαι

(του Τάκη Τσαντήλα) 


23 Αυγούστου 2010

Ιμαρέτ, στη σκιά του ρολογιού - Γιάννης Καλπούζος




Σήμερα ανεβήκαμε από την Πάργα στα Σύβοτα. Είχα πάρει μαζί μου το αγαπημένο μου μπλε τετράδιο και ξάπλωσα στην παραλία ατενίζοντας το απέραντο πράσινο και το γαλάζιο της θάλασσας για να γράψω δυο λόγια γι’αυτό το υπέροχο μυθιστόρημα. Μα καθώς προσπαθούσα να βρω τις λέξεις, χανόμουν μέσα στις εικόνες που γέννησε το μυαλό μου καθώς το διάβαζα. 
Ένα παραμύθι ήταν αυτό το βιβλίο. Ένα παραμύθι που με ταξίδεψε στην τουρκοκρατούμενη Άρτα του 1854. Δυο αγόρια γεννιούνται την ίδια νύχτα, ένας Έλληνας και ένας Τούρκος, και η μοίρα τους κάνει ομογάλακτους. Το μυθιστόρημα παρακολουθεί τη ζωή τους με φόντο την άγνωστη στο πλατύ κοινό ιστορία της περιοχής, και όχι μόνο. Το βιβλίο έχει αφηγηματικό χαρακτήρα. Οι δυο πρωταγωνιστές, ο Λιόντος και ο Νετζίπ, αφηγούνται σε πρώτο πρόσωπο εναλλάξ ανά κεφάλαιο, τα γεγονότα της καθημερινότητάς τους που σημάδεψαν τη ζωή τους από τα νεανικά τους χρόνια. Μια ολόκληρη εποχή αναπαριστάνεται με μοναδικό τρόπο και χωρίς προκατάληψη παράλληλα με την περιπέτεια, την δράση, τον έρωτα, τις κωμικές ή τραγικές καταστάσεις. Κάθε ήρωας, κάθε πρόσωπο του βιβλίου είναι τόσο αληθινό που νιώθεις πως το βλέπεις μπροστά σου ολοζώντανο. Οι διάλογοι είναι τόσο ζωντανοί και νιώθεις σαν θεατής που παρακολουθεί κάποιο θεατρικό έργο. Έμαθα τόσα πράγματα διαβάζοντας αυτό το βιβλίο αφού ο συγγραφέας μεταδίδει συγκλονιστικές πληροφορίες για τις συνήθειες, τον τρόπο ζωής και την συνύπαρξη των διαφορετικών λαών στην Άρτα. Αυτό είναι που με κάνει να θέλω να διαβάσω ξανά αυτό το βιβλίο, κι ας το έχω μόλις τελειώσει.
Στη σκιά του ρολογιού που χτυπά τις οθωμανικές ώρες ζουν Έλληνες, Τούρκοι, και Εβραίοι. Οι δυο φίλοι, ο Λιόντος και ο Νετζίπ, μια δολοφονία μυστήριο, ο παππούς Ισμαήλ- η κορυφαία για μένα φιγούρα του βιβλίου- , η «μικρή» ακόμα Ελλάδα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο φανατικός Ντογάν, συγκρούσεις, επαναστάσεις, συνύπαρξη, καθημερινή ζωή, χοροεσπερίδες, Καφέ Αμάν, πετροπόλεμος, Αποκριές, Ραμαζάνι, χαμάμ, ο τουρκικός μπερντές του Καραγκιόζη, αφορισμοί, ο «άλλος» στα πρόσωπα και στις συνήθειες των κατοίκων των τριών φυλών, λαθρεμπόριο, κολίγοι, τσιφλικάδες, πλούτος και εξαθλίωση, γλυκιά και πικρή ζωή. Όλα έχουν θέση στο ιμαρέτ του Θεού. Τι είναι ιμαρέτ;
Κυριολεκτικά πρόκειται για φιλανθρωπικά ιδρύματα εντός ή εκτός των πόλεων που προσέφεραν τροφή σε ταξιδιώτες, ενώ λειτουργούσαν και  σαν ορφανοτροφεία και πτωχοκομεία. Τα πιο πλούσια προσέφεραν και τροφή για τα ζώα – υποζύγια. Θα παραθέσω εδώ τα λόγια του παππού Ισμαήλ : «Ένα ιμαρέτ είναι η γη. Κι εμείς οι φτωχοί, τα ορφανά και οι ταξιδιώτες της ζωής, που μας φιλοξενεί. Μας τρέφει, ανοίγει την αγκαλιά του, μας δέχεται και μας επιτρέπει  να απολαύσουμε και να χαρούμε τη ζωή». Θα μπορούσα να παραθέσω πάρα πολλές φράσεις  από αυτό το βιβλίο μα θα έγραφα ώρες. Για αυτό θα αναφέρω αυτές που μου έκαναν την μεγαλύτερη εντύπωση. Θυμάμαι μία πολύ ωραία που είπε κάποιος Έλληνας στον Τούρκο Νετζίπ όταν ο τελευταίος απόρησε με τους Ευρωπαίους φιλέλληνες που έφυγαν από τη χώρα τους για να έρθουν να πολεμήσουν έναν εχθρό που δεν γνώριζαν και που δεν τους απειλούσε και να πεθάνουν για την ελευθερία μιας άλλης χώρας. Τότε ο Έλληνας του είπε : «Όταν ο λαός που γέννησε τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Περικλή, τον Λεωνίδα και τόσους άλλους είναι σκλαβωμένος, κανένας δεν δικαιούται να λέει πως ζει ελεύθερος. Σε κάθε γωνιά της γης, όλοι θα πρέπει  να αισθάνονται ένα μερίδιο της σκλαβιάς μας.» Παρακάτω, κι όταν τελικά γίνεται η ένωση της Άρτας με την υπόλοιπη ελεύθερη Ελλάδα και βλέποντας ο Νετζίπ την συμπεριφορά ορισμένων Ελλήνων απέναντί τους, συλλογίζεται : «Αντί να οργιστώ ένιωσα οίκτο για το πρόσωπό του (για κάποιον Έλληνα που τώρα τον υποτιμούσε). Γιατί όποιος μέσα στη χαρά του αφήνει να εκδηλωθεί το μίσος του και η κακία του, αντί να γίνεται καταδεκτικός και ανεκτικός, θα πει πως είναι αξιολύπητος.» Ο Έλληνας φίλος του όμως, ο Λιόντος, βλέποντας την λύπη του θα πει : «Αδέρφι… εμείς χαιρόμαστε κι εσύ λυπάσαι. Δε μπορώ να σου δώσω κάτι από αυτή τη χαρά ούτε θέλω  να σου κρυφτώ πως τάχα δε χαίρομαι. Όμως περάσαμε πολλά καλά και πολλά κακά μαζί. Εγώ χόρτασα τη χαρά μου για σήμερα. Αν κερνάς καφέ, τον πίνουμε στην αυλή σου.» Κι ο Νετζίπ ρωτάει : «Επειδή με συμπονάς ή επειδή με λυπάσαι;» Ο Λιόντος με τη σειρά του απαντά : «Επειδή είσαι φίλος μου και σε αγαπάω», δείχνοντας πως μπορεί να υπάρξει πραγματική φιλία ανάμεσα σε ανθρώπους που τους χωρίζουν τόσο πολλά.
Προτίμησα να παραθέσω ορισμένες φράσεις του βιβλίου γιατί όπως σας είπα έχει αφηγηματικό χαρακτήρα και περικλείει πολλά γεγονότα που θα ήταν αδύνατον να απαριθμήσω σε λίγες γραμμές. Το σίγουρο πάντως είναι πως αυτό το βιβλίο το λάτρεψα και θα το θυμάμαι για πάντα! Γρήγορα θα το ξαναδιαβάσω με την ίδια ευχαρίστηση!


Να μην παραλείψω να προσθέσω πως το βιβλίο τιμήθηκε με το βραβείο αναγνωστών για το 2009 από το ΕΚΕΒΙ και πραγματικά πίστεύω πως άξιζε αυτή τη βράβευση χωρίς να θέλω να υποτιμήσω κανένα από τα υπόλοιπα που βρίσκονταν στη λίστα με τα υποψήφια.



Κάντε το ταξίδι... Αξίζει!

20 Αυγούστου 2010

Γαλάζια σελήνη - Άλισον Νόελ



Το μυθιστόρημα «Γαλάζια σελήνη» της Άλισον Νόελ, έρχεται να προστεθεί στη σειρά «Οι Αθάνατοι» της συγγραφέως και να αποδείξει πως ο άνευ όρων έρωτας είναι αιώνιος. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα φαντασίας, τη συνέχεια του πρώτου βιβλίου της σειράς, «Αιώνια δική σου». Πρόθυμη να εξερευνήσει τις νέες ικανότητες που απόκτησε ως Αθάνατη, η Έβερ στρέφεται στον αγαπημένο της Ντέιμεν. Κι ενώ εκείνη αναπτύσσει όλο και περισσότερο τις ιδιαίτερες δυνάμεις της, εκείνος αρχίζει να χάνει τις δικές του. Η Έβερ στην προσπάθειά της να τον σώσει ταξιδεύει στη μαγική διάσταση της Χώρας του Καλοκαιριού, όπου μαθαίνει τα μυστικά του βασανισμένου παρελθόντος του Ντέιμεν, ένα παρελθόν που ο ίδιος είχε φροντίσει να κρατήσει κρυφό. Η Έβερ θα ανακαλύψει τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να γυρίσει πίσω το χρόνο, και θα έρθει αντιμέτωπη μ’ένα τρομερό δίλημμα : να επεστρέψει στο παρελθόν και να σώσει την οικογένειά της από το αυτοκινητικό δυστύχημα που στοίχησε τη ζωή τους, ή να μείνει στο παρόν για να σώσει τον Ντέιμεν. Ένα τρίτο πρόσωπο έρχεται να μπει ανάμεσά τους, ένα αγόρι, ο Ρόμαν. Ποιά είναι τα σχέδια και οι προθέσεις του απέναντι σε αυτούς και τους συμμαθητές τους; Τι επιχειρεί να επιτύχει; Η Έβερ βρίσκεται διαρκώς μπροστά σε εμπόδια τα οποία θα πρέπει να ξεπεράσει αν θέλει να κάνει και πάλι  δικό της τον Ντέιμεν που ολοένα και απομακρύνεται από κοντά της.
Η «Γαλάζια σελήνη» και ολόκληρη η σειρά «Οι Αθάνατοι» είναι ένα νεανικό ανάγνωσμα που έρχεται να συναγωνιστεί το The Twilight Saga της Στέφανι Μέγιερ. Όσοι λοιπόν αγαπήσατε το τελευταίο δεν έχετε παρά να γνωρίσετε ακόμα μια ιστορία νεανικού έρωτα. Πρόκειται για ένα βιβλίο που διαβάζεται εύκολα και ιδανικό για τώρα που κάνετε διακοπές μιας και δεν θα σας πάρει πάνω από μια δυό μέρες για να το διαβάσετε.
Κι εμένα βλέπετε τώρα που κάνω διακοπές έτυχε να το έχει η ξαδέρφη μου και μου το δάνεισε να το διαβάσω. Να σας πω και ένα λόγο που χαίρομαι ιδιαίτερα που το διάβασα; Πείτε με αμαθή, πείτε με ό,τι θέλετε μα εγώ τη λέξη «ασκαρδαμυκτί» δεν τη γνώριζα. Η αλήθεια είναι πως στην μπλογκόσφαιρα είχα βρει το ομώνυμο ιστολόγιο μα νόμιζα πως ήταν κάτι που είχε εμπνευστεί ο διαχειριστής του χωρίς να σημαίνει κάτι συγκεκριμένο. Βλέπω κι εγώ τη λέξη στο βιβλίο- όπα λέω- κάτι δεν πάει καλά εδώ. Ψάχνω βρίσκω τον ορισμό της (επίρρημα, με ευθύ βλέμμα, ατενώς). Να λοιπόν που έμαθα και κάτι καινούργιο και δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο πολύ χαίρομαι. Για αυτό είναι που πιστεύω πως οτιδήποτε κι αν διαβάζουμε πάντα έχει κάτι να μας προσφέρει και να μας μάθει, να μας μεταδώσει κάποια γνώση!
Ελπίζω να μη με κοροϊδεύετε αλλά αυτή ήταν η αλήθεια!

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός και απόσπασμά μπορείτε να διαβάσετε εδώ.



Σας φιλώ από την καταπράσινη Πάργα! Τα φιλιά μου!

12 Αυγούστου 2010

Οι διακοπές συνεχίζονται! ! !



Φίλοι μου ,
για δεύτερη φορά θα πρέπει να σας αποχωριστώ αφού από αύριο και τις επόμενες δέκα μέρες θα πάω στην εξοχή να περάσω τις διακοπές μου (μέρος β'). Βλέπετε δε μου έφτανε η Κέρκυρα, ήθελα κι άλλο! Μα πείτε μου όμως, εγώ φταίω; Ποιός μπορεί να αντισταθεί σε λίγες μέρες ξεκούρασης, χαλάρωσης και ξεγνοιασιάς στη φύση και στη καταγάλανη θάλασσα; Νομίζω κανείς!!!
Γι'αυτό είπα κι εγώ να φτιάξω τις βαλιτσούλες μου και να κάνω ακόμα ένα όμορφο ταξιδάκι αναψυχής! Μη μου πάθετε τίποτα όσο θα λείπω! Να είστε καλά παιδιά και να περάσετε όμορφα ό,τι κι αν κάνετε!

Ανάσα μου για 'σένα δεν αγωνιώ γιατί ξέρω πως κι εσύ θα λείπεις και θα περνάς όμορφα! Όταν γυρίσω θα περιμένω να διαβάσω καινούργιες ιστορίες και την συνέχεια του πλάσματος φυσικά! Εκεί στα βόρεια θα μαζέψεις πλήθος εικόνων, χρωμάτων και συναισθημάτων που αποκλείεται να πάνε χαμένα! Κάπου θα σου χρησιμέψουν!

Χριστόφορέ μου, εσύ πρέπει να έχεις ήδη φύγει! Να περνάς όμορφα και να κάνεις πολλλές βουτιές! Χρειάζεται να δροσιστείς λιγάκι γιατί αυτή η Αφρική μας έκαψε τον τελευταίο καιρό! Θα περιμένω με αγωνία τον Τουκούρ Σεϊταν.

Ιανέ μου, ό,τι και να κάνεις, όπου και να πάς να περάσεις όμορφα! Ποτέ δεν ξέρεις... Μπορεί να έρθει η Μούσα να σε συναντήσει εκεί που θα είσαι! Κοίτα να έχεις τα μάτια σου κ τα αυτιά σου ανοιχτά να μην σε προσπεράσει! Καλά να περνάς συνοδοιπόρε μου!

Ionnkorr μου, νόμιζες πως θα ξεφύγεις; Άσε το blogging και πήγαινε σε καμιά παραλία να βρεις τη γοργόνα που λέγαμε! Θα περάσεις καλά... Trust me! Η αλήθεια είναι οτι θα αποχωριστώ για λίγο την μπούργκα και θα φορέσω το μαγιουδάκι μου αλλά σου ορκίζομαι πως όταν θα έρθω να διαβάσω την συνέχεια των "Θεών" , θα τη ξαναφορέσω!

Ρίκη μου, εσύ θα περνάς σίγουρα καλά! Εξάλλου είσαι στο ομορφότερο μέρος του κόσμου, στην πολυαγαπημένη Κρήτη! Γίνεται να μην περνάς καλά; Αχ να ήμουν κι εγώ εκεί!!! Θα το ήθελες το Τσοτσώ μαζί σου, δε θα το ήθελες;

Έσπερέ μου, είσαι κι εσύ στο νησί της Ρίκης! Ελπίζω να περνάς τέλεια! Πώς να μην περνάς άλλωστε; Άντε, μου έλειψαν τα ποιήματά σου... Μην αργήσεις να γυρίσεις! Πλάκα κάνω! Κάτσε όσο θες και πέρνα τέλεια!

Δέσποινά μου, να περνάς κι εσύ όμορφα όπου κι αν πάς! Να κρατήσεις μέσα σου όλες τις όμορφες εικόνες και να τις κάνεις ποίηματα, αφού όλα μπορείς και τα κάνεις ποίημα! Το πιο απλό πράγμα, μπορεί μέσα από τους στίχους σου να γίνει ένα αριστούργημα!

Όλους σας φιλώ και σε όλους εύχομαι να περάσετε όμορφα! Και εσάς που δεν σας ανέφερα μη νομίζετε οτι σας ξεχνάω! Όλους σας σκέφτομαι, μα έχω κ εγώ τις αδυναμίες μου! Συγχωρέστε με...
Να έχουμε καλό Δεκαπενταύγουστο και να ξεκουραστούμε γιατί από Σεπτέμβρη έρχονται τα δύσκολα...

Α ναι, δε σας το είπα;
Παντρεύομαι!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!


Φιλάκια!!!

10 Αυγούστου 2010

Δέσμιος μιας αιωνιότητας...


Βράδιαζε. Ολόγυρα τα πάντα βυθίζονταν σιγά σιγά στο πυκνό σκοτάδι. Οι μαύρες σκιές άπλωναν τα χέρια τους σα φίδια, να πνίξουν κάθε ίχνος ζωής που έμοιαζε να σαλεύει κάτω από τον  αφέγγαρο ουρανό. Σε αυτές τις σκιές προσπαθούσε να κρυφτεί για άλλη μια φορά κι εκείνος, μήπως και τον έπνιγε η νύχτα, μα άδικος κόπος.  Άλλο ένα βράδυ θα ερχόταν να του θυμίσει πως ακόμη υπήρχε. Πως ακόμη εξακολουθούσε να μένει δέσμιος της άθλιας αιωνιότητας που τον φυλάκιζε, ανήμπορος να δραπετεύσει. Κι όμως, μισούσε τον εαυτό του…


Σηκώθηκε νωχελικά από τον βελούδινο κόκκινο καναπέ και πλησίασε τον χρυσό σκαλιστό καθρέφτη που ορθωνόταν ακριβώς μπροστά του. Καθώς το σκοτεινό του βλέμμα αντίκριζε το είδωλό του, μια μάσκα αποδοκιμασίας κάλυψε το πρόσωπό του. Ποιός Θεός θα επέτρεπε να συμβεί αυτό; συλλογίστηκε για χιλιοστή φορά από μέσα του. Όχι, σίγουρα δεν υπάρχει Θεός. Σήκωσε το χέρι του και έφερε τα παγωμένα του δάχτυλα στο κατάλευκο πρόσωπό του. Όμορφο, αψεγάδιαστο, χωρίς το παραμικρό ελάττωμα, φάνταζε σχεδόν ψεύτικο, όμοιο με αυτό μιας πορσελάνινης κούκλας. Τα χείλη του, λεπτά και καλοσχηματισμένα στο χρώμα του άγριου κερασιού, έμοιαζαν να σε καλούν να τα αγγίξεις χαρίζοντάς τους το πιο παθιασμένο ερωτικό φιλί. Πριν ακόμα το στόμα σου συναντούσε το δικό του, γνώριζες πως η μοιραία ένωση θα σε βύθιζε στις άγριες θάλασσες της ηδονής, προσφέροντάς σου ένα ταξίδι στη φαντασίωση, χωρίς επιστροφή. Μέσα από τα δυο του χείλη, ήξερες πως μόνο όμορφες λέξεις θα μπορούσες να ακούσεις. Όμορφα λόγια, που καθώς θα ξεχύνονταν, θα σε έκαναν να κρέμεσαι από πάνω τους, πιστός και  αιώνιος ακροατής τους. Άγγιξε ελαφρά την μύτη του κι ύστερα ανέβηκε λίγο πιο ψηλά, στα δυο του μάτια. Δυο μαυροκόκκινες κρυστάλλινες σφαίρες βασίλευαν δεξιά κι αριστερά, κάτω από το μέτωπό του κι έμοιαζαν να χύνουν αίμα βαθιά από τα σωθικά τους. Γυάλιζαν σαν πύρινες φλόγες, έτοιμες να κατακάψουν όποιον είχε το θάρρος να τον κοιτάξει κατάματα. Δεν άντεχες να τον αντικρίσεις περισσότερο από μερικά δευτερόλεπτα. Ήταν λες κι έχανες τη γη κάτω από τα πόδια σου. Λες και μέσα τους κρυβόταν μια δύναμη που σε υπνώτιζε και σου αφαιρούσε αυτόματα όλες σου τις αισθήσεις. Με μιας ζαλιζόσουν. Λιποθυμούσες. Κάθε τι πάνω του, ήταν τέλεια σχηματισμένο σε σημείο να τον καθιστά υπερβολικά ποθητό και ακαταμάχητο. Μα όλα αυτά, ίσχυαν για τους άλλους. Για εκείνον δεν ήταν παρά ένα τέρας. Ένα αιώνια καταραμένο τέρας.  Για πόσα ακόμα χρόνια θα ήταν αναγκασμένος να βλέπει το ίδιο θέαμα; αναρωτήθηκε, γνωρίζοντας καλά την απάντηση.
Για πάντα.
Απογοητευμένος,  άνοιξε το λευκό μεταξένιο πουκάμισο του και έφερε το χέρι του στο  στέρνο του. Ακούμπησε την παλάμη του αριστερά στο στήθος, προσπαθώντας να θυμηθεί τον ήχο που έκανε κάποτε η καρδιά του καθώς χτυπούσε ρυθμικά στο εσωτερικό του. Μα τώρα μόνο σιωπή. Κενό. Τίποτα δεν ακουγόταν πια να χτυπάει μέσα του. Όλα είχαν παγώσει. Όλα ήταν νεκρά. Και μαζί με την καρδιά του, είχε νεκρώσει κι εκείνος. Έναν ολόκληρο αιώνα τώρα, γύριζε τον κόσμο, ζωντανός νεκρός. Το θυμόταν καλά εκείνο το πρώτο βράδυ της αρχής της αιωνιότητας. Ποτέ δε θα το ξεχνούσε. Ο πόνος που τον είχε διαπεράσει, ένιωσε να του σπάει όλα τα κόκκαλα, να του κατατρώει κάθε κομμάτι της σάρκας του. Και μετά φωτιά. Ένα πύρινο κύμα ένιωσε να πλημμυρίζει κάθε εκατοστό του κορμιού του και να τον κατακαίει. Ξύπνησε μετά από κάμποσες μέρες, ούτε κι εκείνος ήξερε πόσες ακριβώς. Ο λαιμός του ήταν ξερός και τον πονούσε. Διψούσε, μα η δίψα του δεν ήταν σαν όλες τις προηγούμενες φορές.  Ένιωθε ένα περίεργο και πρωτόγνωρο συναίσθημα μέσα του, μα του ήταν αδύνατο να το ερμηνεύσει.  Ήταν πολύ νωρίς ακόμα…
Δεν του πήρε καιρό να μάθει τι ήταν αυτό που είχε ανάγκη. Όσο κι αν προσπάθησε αρχικά να τιθασεύσει τη δίψα του οι κόποι του πήγαν χαμένοι. Δεν ήθελε να κάνει κακό σε κανέναν, δεν ήθελε να σκοτώσει κανέναν, μα σύντομα συνειδητοποίησε πως αυτό ήταν πάνω από τις δυνάμεις του. Στο τέλος αναγκαζόταν πάντα να καταφύγει στη γλύκα που του προσέφερε το ανθρώπινο αίμα. Κι αυτό ήταν που μισούσε περισσότερο από όλα. Την αδυναμία του να μπορέσει να δαμάσει την άγρια δίψα του για το κόκκινο υγρό που κυλούσε στις φλέβες των ανυποψίαστων θυμάτων. Κάθε φορά που η μυρωδιά του έφτανε στη μύτη του, ένιωθε να τρελαίνεται και να χάνει τον έλεγχο. Έκτοτε, τίποτα δεν μπορούσε να σταθεί ικανό να τον αποτρέψει από το να το γευτεί. Έπρεπε πάση θυσία να το δοκιμάσει. Καθώς τα δόντια του μπήγονταν στην ανθρώπινη σάρκα και ρουφούσαν το ζεστό υγρό, ένα κύμα απόλαυσης κατέκλυζε κάθε χιλιοστό του παγωμένου κορμιού του. Όμοια με φάρμακο, το αίμα έσβηνε τον πόνο που έφραζε το λαιμό του και τον βοηθούσε να ηρεμήσει. Κι όταν πια είχε χορτάσει, τότε ήταν που έρχονταν οι ερινύες να ταράξουν  εκείνη την ηρεμία και να τον τρελάνουν.
Έτσι και τώρα προσπαθούσε να διώξει από το νου του εκείνο το φοβερό συναίσθημα. Μα όσο κι αν προσπαθούσε εκείνο γυρνούσε όλο και πιο έντονα. Ποτέ δε θα το ξεπερνούσε. Ποτέ δε θα μπορούσε να δραπετεύσει. Ήταν δέσμιος της καταραμένης αιωνιότητας και θα έμενε για πάντα φυλακισμένος. Η δίψα γινόταν τώρα πιο έντονη, πιο δυνατή. Ένιωθε τον λαιμό του να καίει και το σώμα του να τρέμει. Πλησίασε την ανοιχτή μπακλκονόπορτα και στάθηκε να κοιτάζει τη σκοτεινή θέα που απλωνόταν μπροστά του. Με ένα σάλτο, πήδησε και χάθηκε ανάμεσα στα ψηλά δέντρα.
Κάπου εκεί, μέσα στις μαύρες σκιές, θα προσπαθούσε να σβήσει τον πόνο που ένιωθε να του καίει το λαιμό.
Διψούσε…

5 Αυγούστου 2010

Γυναίκα φωτιά


Με αργά και σταθερά βήματα, διέσχισε το στενό ξύλινο διάδρομο που χώριζε το νυχτερινό μαγαζί σε δύο ανισόπεδα μέρη. Ο χώρος ήταν μικρός και τόσο σκοτεινός, που δύσκολα μπορούσε να αντιληφθεί κανείς τι υπήρχε μόλις ένα μέτρο μπροστά. Τα μικροσκοπικά κεριά που διακοσμούσαν το μπαρ και τα ξύλινα στρογγυλά τραπέζια, φανέρωναν μετά βίας πως οι λιγοστοί θαμώνες που υπήρχαν την ώρα εκείνη, ήταν στο σύνολό τους άντρες. Έριξε μια διερευνητική ματιά τριγύρω της και δεν άργησε να αντιληφθεί πως εκείνη ήταν η μοναδική θηλυκή παρουσία στη σκοτεινή αίθουσα.  Μα που είχε μπει; αναρωτήθηκε γεμάτη περιέργεια. Τα πυκνά σύννεφα καπνού και η έντονη μυρωδιά ποτού και ιδρώτα, έκαναν την ατμόσφαιρα αποπνιχτική. Καθώς περνούσε ανάμεσα τους, χοντρές σταγόνες νερού διέγραφαν στο ξύλινο πάτωμα την πορεία που είχε χαράξει από τη στιγμή της εισόδου της. Τα εβένινα μαλλιά της και το ολόμαυρο φόρεμα  που φορούσε είχαν γίνει μούσκεμα εξαιτίας της ξαφνικής νεροποντής που είχε ξεσπάσει λίγο νωρίτερα στην πόλη της Γρανάδα. Δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να μπει κάπου να βρει καταφύγιο μέχρι να σωπάσει η αυγουστιάτικη καταιγίδα. Όσες τούφες είχαν ελευθερωθεί από τον κότσο της, αγκάλιαζαν μουσκεμένες το στρογγυλό πρόσωπό της, ενώ το βρεγμένο της φόρεμα είχε κολλήσει πάνω της διαγράφοντας κάθε χιλιοστό του κορμιού της. Οι άντρες που βρίσκονταν στα γύρω τραπέζια δεν άργησαν να αντιληφθούν την καλλονή που είχε έρθει να ταράξει με την απαράμιλλη ομορφιά και τις πλούσιες καμπύλες της την ήρεμη βραδιά τους. Σφυρίγματα, φωνές θαυμασμού και κακόγουστα πειράγματα άρχισαν να εκτοξεύονται από όλες τις πλευρές του μαγαζιού. Η νεαρή κοπέλα έσκυψε ντροπαλά το κεφάλι της και κατευθύνθηκε ευθεία μπροστά, στο τέλος του διαδρόμου, εκεί οπού βρισκόταν το μπαρ.  Ο ψηλός και σωματώδης άντρας που βρισκόταν πίσω από την μπάρα την πλησίασε και της χαμογέλασε.
-Τι θα πάρει η δεσποινίς ; ρώτησε, ενώ τα μάτια του εξέταζαν προκλητικά από την κορφή ως τα νύχια την όμορφη πελάτισσα.
Στεκόταν ακόμα όρθια, μη θέλοντας να βρέξει το σκαμπό που βρισκόταν ακριβώς δίπλα της. Το κορμί της διαγραφόταν πεντακάθαρα κάτω από το λεπτό μαύρο ύφασμα του φορέματος της. Τα βρεγμένα και ζουμερά στήθια της, φυλάκιζαν αναμφίβολα κάθε ανδρικό βλέμμα έτσι όπως φαίνονταν να ασφυκτιούν κάτω από το μουσκεμένο ύφασμα, έτοιμα να ξεχυθούν έξω.  Κοίταξε σοβαρή τον άντρα που στεκόταν από πάνω της, αψηφώντας το προκλητικό του βλέμμα που είχε κολλήσει στο μπούστο της και ζήτησε να της φέρει μια σαγκρία.
-Αμέσως! της απάντησε κλείνοντας της πονηρά το μάτι. Ένα λεπτό μετά, το ποτό βρισκόταν ακριβώς μπροστά της. Σήκωσε το ποτήρι και το έφερε στο στόμα της. Η μυρωδιά του ποτού ήταν μεθυστική. Ήπιε μια γουλιά και με τη γλώσσα της σκούπισε την παραμικρή σταγόνα που είχε μείνει μετέωρη στα χείλη της.
Την προσοχή των θαμώνων τραβούσε τώρα μια ομάδα τριών αντρών που έμπαιναν στο μαγαζί κρατώντας στα χέρια τους κιθάρες. Ενώ οι άντρες κατευθύνονταν προς το μέρος της, οι θαμώνες χτυπούσαν παλαμάκια και φώναζαν «Όλε! Όλε!» χαιρετώντας τους. Οι τρεις μουσικοί ήρθαν και κάθισαν σχεδόν δίπλα της. Στο σημείο που τελείωνε η μπάρα, υπήρχε ένα μικρό κενό, κατάλληλο για να βολευτούν και να αρχίσουν να παίζουν. Μέσα στο σκοτάδι δε μπορούσε να διακρίνει τα πρόσωπά τους. Ένα ελαφρύ φως άναψε ξαφνικά ακριβώς από πάνω τους, μόνο και μόνο για να αντιλαμβάνεται κάποιος από πού έρχεται η μουσική. Δεξιά και αριστερά κάθονταν δύο άντρες γύρω στα σαράντα. Τα ρούχα τους ήταν σκουρόχρωμα και μόνο στο λαιμό τους είχαν δεμένο και οι δυο ένα κόκκινο φουλάρι. Τα μαλλιά τους ήταν μαύρα, όπως και το λεπτό μουστάκι που διαγραφόταν πάνω από τα σαρκώδη χείλη τους. Στη μέση ακριβώς καθόταν ακόμα ένας, μα δεν μπορούσε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του. Έχοντας το κεφάλι του σκυμμένο για να κουρδίσει την κιθάρα του, μπορούσε να δει μόνο τα μακριά καστανά μαλλιά του που έπεφταν ανάλαφρα στους ώμους του και τα λεπτά ολόισα δάχτυλα του, που αγκάλιαζαν με στοργή τις χορδές της κιθάρας του. Σήκωσε το ποτήρι της να πιει ακόμα μια γουλιά την ώρα που ο άγνωστος άντρας σήκωνε κι αυτός με τη σειρά του το δικό του κεφάλι για να ξεκινήσουν να παίζουν. Καθώς η σιγανή, συρτή μουσική κατέκλυζε το χώρο, η ματιά της συνάντησε τη δικιά του και ένιωσε να της κόβεται η ανάσα. Ενώ το έντονο βλέμμα του έπεφτε πάνω της, αισθάνθηκε ένα δυνατό ηλεκτροσόκ να διαπερνάει από άκρη σε άκρη όλο το κορμί της. Δεν είχε συναντήσει ποτέ της τέτοια μάτια, τόσο φλογερά, τόσο διαπεραστικά. Ξαφνικά δεν άκουγε τίποτα. Μόνο ένα ελαφρύ βουητό χάιδευε τα αυτιά της. Έμεινε να τον κοιτάζει εκστασιασμένη καθώς ούτε κι εκείνος έλεγε να ξεκολλήσει το σκοτεινό του βλέμμα από πάνω της. Θα πρέπει να είχε περάσει ώρα. Κάθε τόσο λίγοι άντρες σηκώνονταν και έρχονταν πιο κοντά στους τρεις μουσικούς, χτυπούσαν παλαμάκια και χόρευαν. Τώρα μπροστά της δεν υπήρχε κανείς, παρά μόνο οι τρεις κιθαρίστες. Ούτε που κατάλαβε πως βρέθηκε δίπλα τους. Η μουσική του δυνατού φλαμένκο είχε γίνει τώρα ένα με την ψυχή της και ο φλογερός ήχος του οδηγούσε κάθε της βήμα. 
Στάθηκε μπροστά στον νεαρό μουσικό και τον κοίταξε μαγεμένη. Έσκυψε προς το μέρος του αργά και σαγηνευτικά και κάτι του ψιθύρισε.
-Για σένα… του είπε, ενώ τα κόκκινα χείλη της άγγιξαν σχεδόν το μάγουλό του. Η ανάσα της έκαψε τον λαιμό του και με μιας ξανασηκώθηκε φέρνοντας τα χέρια της με αργές στριφογυριστές κινήσεις πάνω από το κεφάλι της. Στη συνέχεια τα κατέβασε αγγίζοντας αργά και αισθησιακά το κορμί της. Από το πρόσωπό της, τα πέρασε στο στήθος της κι έπειτα στην λεπτή της μέση. Κάθε τόσο λίκνιζε και τίναζε όλο χάρη τους γοφούς της ακλουθώντας τον ρυθμό της μουσικής. Ο νεαρός κιθαρίστας σηκώθηκε από τη θέση του και έχοντας συνεχώς τα μάτια του πάνω της, γονάτισε μπροστά της παίζοντας πιο γρήγορα την κιθάρα του. Τα μικρά και κοφτά της βήματα που χτυπούσαν ρυθμικά στο ξύλινο πάτωμα και οι στροφές που έπαιρνε, προκάλεσαν τις έντονες επευφημίες των πελατών που δεν είχαν σταματήσει λεπτό να θαυμάζουν και να χειροκροτούν τη νεαρή χορεύτρια. Ξαφνικά η μουσική σώπασε. Το ίδιο απότομα σταμάτησε κι εκείνη. Μόνο μέσα της ο ρυθμός χτυπούσε ακόμα δυνατά, όπως κι οι χτύποι της καρδιάς της, κάνοντας την να βαριανασαίνει. Μπροστά της ο όμορφος μουσικός στεκόταν ακόμα γονατιστός. Άπλωσε το χέρι του και έπιασε το δικό της. Το έφερε διστακτικά στο στόμα του και το φίλησε. Έπειτα σηκώθηκε και πλησίασε στο πρόσωπό της.
-Είσαι γυναίκα φωτιά! της είπε, ενώ τα χείλη του έμειναν μόλις λίγα χιλιοστά μακριά από τα δικά της.
-Θα με αφήσεις να βάλω φωτιά στη νύχτα σου τότε; τον ρώτησε εκείνη κοιτάζοντας τον προκλητικά.
-Έχεις ήδη βάλει…, απάντησε και έμειναν κι οι δυο τους ακίνητοι να κοιτάζονται γεμάτοι πόθο και δίψα ο ένας για τον άλλο.
Απόψε η νύχτα θα ήταν μεγάλη…