31 Μαρτίου 2010

Καλό Πάσχα!



Εύχομαι  σε όλους σας Καλό Πάσχα! Η Ανάσταση του Κυρίου να φέρει φως μέσ'τις ψυχές μας και να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι! Να περάσετε όμορφα όπου κι αν πάτε!
Εγώ αύριο φεύγω για Πύργο. Θα περάσουμε εκεί αυτές τις Άγιες μέρες! Ήθελα απλώς να σας χαιρετήσω και να σας ευχηθώ καλες γιορτές!
Από 'κει μάλλον δεν θα καταφέρω να επικοινωνήσω μαζί σας γι'αυτό σας στέλνω από σήμερα τις ευχές μου και την αγάπη μου! Θα μου λείψετε όλοι πολύ!
Φιλάκια Πολλά!


Τη μέρα της Ανάστασης
δε θα βρεθώ μαζί σας
Ας γίνει η σκέψη μου φωτιά
ν'ανάψει το κερί σας!

25 Μαρτίου 2010

Χρόνια μου πολλά!!!





Γιατί εκτός από Αναστασία( εξού και το Νατάσσα), με λένε και Ευαγγελία! Έχω δυο ονοματάκια!
Αυτή την μεγάλη μέρα λοιπόν γιορτάζω κ εγώ μαζί!

Σας στέλνω την αγάπη μου και τα φιλιά μου!
Και σας ευχαριστώ ιδιαίτερα που κάθε φορά με επισκέπτεστε για να αφήσετε τις σκέψεις σας! 
Ειδικά εσείς που το κάνετε κάθε φορά που γράφω!
(Ξέρετε εσείς ποιοί είστε)
Σας ευχαριστώ πολύ πολύ πολύ!
Η παρουσία σας εδώ είναι το πιο όμορφο δώρο!


Φιλάκια!

24 Μαρτίου 2010

Ανδρομέδα




Ποιός άδικος θεός;
Ποιός άγριος άνθρωπος
όρισε τη μοίρα τη δικιά μου;

Δεμένη να βρίσκομαι
πάνω στης γης τον κοφτερό 
και παγωμένο βράχο...

Τον θάνατο να περιμένω να φανεί
μέσα απ'της θάλασσας το κύμα...
Φοβάμαι 
Λυγίζω
Δεν αντέχω το σίγουρο τέλος


Που είσαι Περσέα μου;
Γιατί αργείς να φανείς;

18 Μαρτίου 2010

Το δίλημμα -12 (μια ιστορία σε συνέχειες)

Η Σοφία κοίταξε τον Δημήτρη και έπειτα έσκυψε το κεφάλι της. Χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στην Ελπίδα, πέρασε δίπλα της και βγήκε από το γραφείο κλείνοντας την πόρτα. Τώρα είχαν μείνει μόνοι τους. Αυτός ακουμπισμένος ακόμα στο γραφείο του και εκείνη δίπλα στην πόρτα. Στέκονταν να κοιτούν ο ένας τον άλλο χωρίς να λένε τίποτα. Μόνο ο ρυθμικός ήχος του ρολογιού ακουγόταν καθώς τα δευτερόλεπτα περνούσαν γρήγορα το ένα μετά το άλλο. Ο Δημήτρης πήρε την πρωτοβουλία και έκανε μερικά βήματα πλησιάζοντας την Ελπίδα που συνέχιζε να μένει ακόμα ακίνητη δίπλα στην πόρτα. Ήρθε και στάθηκε τόσο κοντά της που όταν άνοιξε το στόμα του για να της μιλήσει, ένιωσε την ανάσα του να της χαϊδεύει το πρόσωπο. Δεν αποτραβήχτηκε. Της άρεσε η αίσθηση αυτή. Έμεινε απλώς να κοιτάζει επίμονα το σκοτεινό του βλέμμα. Εκείνο το βλέμμα που το χθεσινό βράδυ είχε στοιχειώσει τα όνειρα της και δεν την είχε αφήσει λεπτό να κοιμηθεί ήρεμα. Ξαφνιάστηκε όταν συνειδητοποίησε πόσο πολύ έμοιαζαν τα μάτια που είχε δει στο όνειρό της με τα μάτια που αντίκριζε τώρα μπροστά της. Ήταν ίδια. Άθελα της, στο υποσυνείδητό της, είχε προλάβει να καταγράψει την ένταση που ήταν ικανά να εκπέμπουν κάθε φορά που σε κοιτούσαν. Υπήρχε κάτι σε αυτά που σου έκοβε την ανάσα, που σε έκανε να τα χάνεις και να μη μπορείς να σκεφτείς τίποτα. Ξαφνικά ξέχασε που βρισκόταν και για ποιο λόγο…


Απλώς τον κοίταζε…

-Λοιπόν; Τι ήθελες να μου πεις; τη ρώτησε και η φωνή του την επανέφερε στην πραγματικότητα.

Δεν απάντησε αμέσως. Συνέχισε να τον παρατηρεί για λίγο. Η σύγχυση του έμοιαζε να έχει εξαφανιστεί. Το πρόσωπο του είχε γίνει τώρα πιο σοβαρό, πιο αυστηρό θα έλεγε κανείς. Το χαμόγελο που είχε νωρίτερα είχε σβηστεί από τα χείλη του και έμοιαζε σαν να τον απασχολεί κάτι πολύ σημαντικό.

-Ήθελα…., να ήθελα να μιλήσουμε γι’αυτό που έγινε το πρωί… ξέρεις εγώ… εγώ δεν συνηθίζω να σχολιάζω ανθρώπους, απάντησε η Ελπίδα προσπαθώντας να βρει τα σωστά λόγια για να δικαιολογηθεί.

-Το ξέρω Ελπίδα… της είπε εκείνος σχεδόν αδιάφορα χωρίς να την κοιτάζει.

-Το ξέρεις; Πώς το ξέρεις;

-Σας άκουσα. Όχι μόνο εσένα. Όλα τα άκουσα…. Και κυρίως αυτά που έλεγε η Σοφία. Γιατί νομίζεις ότι ήταν εδώ; Μιας και έμαθα τι μεγάλη συμπάθεια έχει για μένα, μπήκα στον πειρασμό να το εκμεταλλευτώ… Απλόχερα προσφέρεται πάντως… Έτσι μου έδειξε τουλάχιστον τη λίγη ώρα που μείναμε μόνοι μας. Ίσως να μου έδειχνε πολλά περισσότερα βέβαια αν δεν είχες μπει εσύ. Ποτέ δε θα μάθω…

-Θες να μου πεις δηλαδή ότι σας διέκοψα κιόλας; τον ρώτησε εκείνη ενοχλημένη ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να επεξεργαστεί τις πληροφορίες που της είχε δώσει. Τι σόι άνθρωπος ήταν τέλος πάντων αυτός ο άντρας; Αναρωτιόταν την ώρα που περίμενε την απάντηση του.

-Φυσικά και όχι. Δεν σκόπευα να κάνω κάτι εδώ μέσα. Είπαμε… απάντησε εκείνος γελώντας. Αστειεύομαι, έτσι; Ελπίζω να το έχεις καταλάβει… Την πλάκα μου έκανα Ελπίδα. Σκότωνα την ώρα μου. Άλλωστε η Σοφία δεν είναι το στυλ μου. Κι όχι μόνο η Σοφία… Οποιαδήποτε γράφει στο μέτωπο «θέλω sex». Εμένα η γυναίκα μου αρέσει να είναι δύσκολη. Όχι να το παίζει… να είναι πραγματικά δύσκολη. Τις βαρέθηκα όλες αυτές που τρέχουν από πίσω μου μόνο και μόνο επειδή είμαι ωραίος. Τι να τις κάνω όταν ξέρω πως ότι κι αν θελήσω θα μου το δώσουν αμέσως; Και μόλις διαπίστωσα και από κοντά ότι η Σοφία είναι μια από αυτές. Μεταξύ μας πάντως… αυτή δεν πρέπει να έχει αφήσει αρσενικό για αρσενικό.

-Γιατί μου τα λες όλα αυτά; Τον ρώτησε απλώς η Ελπίδα όταν είχε τελειώσει αυτά που είχε να πει. Δεν ήξερε τι άλλο να τον ρωτήσει. Δεν είναι ότι δεν τον πίστευε απλά ένιωθε μέσα της ένα κενό. Δεν ήξερε αν ήθελε να ακούσει κάτι άλλο ή όχι… Δεν ήξερε τίποτα…

-Κουβέντα κάνουμε… Τέλος πάντων δεν μπορώ κάποια στιγμή να σου πω κάτι χωρίς να παρεξηγηθείς; Σαν φίλος… Δε νομίζω να είπα κάτι που σε πρόσβαλλε αυτή τη φορά. Μόνο για μένα μίλησα… Και τη Σοφία… Πάντως δεν αναφέρθηκα σε ‘σένα και γι’αυτό είμαι σίγουρος.

-Δημήτρη… εγώ ήρθα απλώς γιατί νόμιζα ότι είχες θυμώσει μαζί μου. Τώρα αν είναι η Σοφία το στυλ σου ή όχι κι αν σκοπεύεις να πας μαζί της ή όχι, εμένα αυτό δε με απασχολεί. Ούτε πως σου αρέσουν οι γυναίκες με απασχολεί. Είναι προσωπικό σου θέμα κι όπως σου είπα προηγουμένως προτιμώ να μην ασχολούμαι με τα προσωπικά του καθενός. Και φυσικά όλα αυτά δε στα λέω ενοχλημένη. Απλώς θέλω να ξέρω ότι δεν υπάρχει κάποια παρεξήγηση μεταξύ μας… Ας είμαστε καλά στη δουλεία μας κι ας μη δημιουργούνται θέματα με το παραμικρό. Είναι κρίμα…, του απάντησε αμέσως εκείνη ενώ από μέσα της ήταν έτοιμη να σκάσει.

-Μην ανησυχείς Ελπίδα. Δεν έχω τίποτα μαζί σου. Στο είπα και πριν… άκουσα τη συζήτηση και άκουσα επίσης ότι προσπαθούσες να σταματήσεις τις όποιες αναφορές στο όνομά μου. Απλά αυτό το «θεός» θα μπορούσες και να μην το είχες πει… Ήταν ειρωνικό, και δεν μπορείς να μου το αρνηθείς, έκανε ο Δημήτρης περιμένοντας να ακούσει τι είχε να του πει πάνω στο συγκεκριμένο θέμα.

-Ειρωνικά το είπα Δημήτρη, δεν το αρνούμαι. Ειρωνικά όμως για τη Σοφία και όχι για ‘σένα. Εσένα γιατί να σε ειρωνευτώ; Ακόμα δεν μου έχεις δώσει το δικαίωμα να πιστεύω πως νομίζεις ότι είσαι «θεός». Που και να το κάνεις βέβαια, εμένα πάλι δεν είναι δικό μου θέμα. Τα είπαμε αυτά. Μην τα ξαναλέμε… απάντησε γεμάτη ειλικρίνεια και έκανε στροφή για να βγει από το γραφείο.

-Ελπίδα…, η φωνή του την σταμάτησε και έστριψε πάλι προς το μέρος του. Φίλοι; Την ρώτησε καθώς σήκωνε το χέρι του απλώνοντάς το μπροστά της.

Εκείνη πλησίασε προς το μέρος του και άπλωσε το δικό της.

-Φίλοι Δημήτρη. Και βέβαια φίλοι.

Την ώρα που τα χέρια τους χωρίζονταν ένιωσε τα δάχτυλά του να χαϊδεύουν την παλάμη της και βιάστηκε να την τραβήξει. Έπειτα γύρισε και πάλι για να βγει από το γραφείο.

Ο Δημήτρης πλησίασε και ακούμπησε πάλι στο γραφείο του. Έμεινε να σκέφτεται τα τελευταία λόγια της Ελπίδας…

«Φίλοι»…. επανέλαβε από μέσα του.

Όχι όμως για πολύ ακόμα, απάντησε στον εαυτό του ενώ κατευθύνθηκε και αυτός προς την έξοδο.

15 Μαρτίου 2010

Το δίλημμα -11 (μια ιστορία σε συνέχειες)

Προσπάθησε να συγκεντρωθεί γυρίζοντας πάλι στα έγγραφα που είχε αραδιασμένα πάνω στο γραφείο της αλλά της ήταν πολύ δύσκολο. Μα πώς τα είχε καταφέρει έτσι; σκέφτηκε γεμάτη απογοήτευση κουνώντας το κεφάλι της. Γνωρίζονταν μόλις δυο μέρες, μα ήταν σίγουρη πως εκείνος είχε προλάβει ήδη να την μισήσει. Πρώτα τα χθεσινά, τώρα αυτό… Με το δίκιο του ο άνθρωπος. Όλα στραβά της είχαν πάει. Και να πει κανείς ότι έφταιγε… Η Σοφία ήταν αυτή που τον σχολίαζε και η Ελπίδα την είχε παρακαλέσει να σταματήσει. Αν δεν ήταν αυτή δε θα είχε συμβεί τίποτα. Στο τέλος όμως, η ίδια είχε βρει τον μπελά της. Τι αδικία…, είπε από μέσα της ρίχνοντας ένα λοξό βλέμμα στη Σοφία την ώρα που εκείνη αρχειοθετούσε μερικά τιμολόγια. Έμοιαζε αμέριμνη να συνεχίζει τη δουλειά της. Ούτε καν είχε ρωτήσει αν της είπε τίποτα ο Δημήτρης. Αλλά έπρεπε να το περιμένει. Έτσι ήταν η Σοφία, άναβε φωτιές και έφευγε. Άφηνε τους άλλους πίσω να ψάχνουν να βρουν τον ένοχο και εκείνη εξαφανιζόταν από τον τόπο του εγκλήματος. Έτσι είχε κάνει και τώρα. Είχε βάλει τη φωτιά της και είχε αφήσει την Ελπίδα να καίγεται αβοήθητη. Την είχε καταλάβει καλά όσα χρόνια δούλευαν μαζί, όχι μόνο αυτή αλλά και οι περισσότεροι συνάδελφοι της και η αλήθεια είναι ότι δεν διατηρούσαν ιδιαίτερες σχέσεις μαζί της. Το ίδιο έκανε και αυτή. Κρατούσε τυπικές σχέσεις μαζί της και οι συζητήσεις τους αφορούσαν κυρίως εργασιακά θέματα. Όποτε εκείνη της εξιστορούσε της περιπέτειες της με τα κάθε λογής αρσενικά η Ελπίδα έμενε αμέτοχη και άφηνε κυρίως την Ελένη να μιλάει μαζί της. Προτιμούσε να μη σχολιάζει μιας και τις περισσότερες φορές ήθελε να τη βρίσει με αυτά που άκουγε. Είχαν τελείως διαφορετικές απόψεις. Δεν ταίριαζαν καθόλου σαν χαρακτήρες. Ήταν οφθαλμοφανές.


Σταμάτα, διέταξε τον εαυτό της από μέσα της προσπαθώντας να διώξει από το μυαλό της όλες αυτές τις αρνητικές σκέψεις και κοιτάζοντας το ρολόι. Η ώρα είχε περάσει. Έβαλε όσα έγγραφα χρειαζόταν στον χαρτοφύλακά της και ετοιμάστηκε να φύγει για την τράπεζα. Μόλις θα γύριζε θα μιλούσε με τον Δημήτρη για να του εξηγήσει πως είχε η κατάσταση. Σίγουρα δεν θα εξέθετε την Σοφία αλλά ούτε και θα τον άφηνε να πιστεύει πως κάθεται και τον σχολιάζει πίσω από την πλάτη του. Αυτά όμως αργότερα. Τώρα προείχε η δουλειά.

-Λοιπόν κορίτσια, εγώ φεύγω. Έχω αργήσει και ο διευθυντής της τράπεζας θα με περιμένει. Για ό,τι χρειαστείτε καλέστε με στο κινητό μου, τους είπε την ώρα που έβγαινε από το γραφείο.

Τα κεντρικά της τράπεζας δεν ήταν πολύ μακριά και έτσι λίγα λεπτά αργότερα περνούσε την είσοδο τους κατευθυνόμενη προς το γραφείο του διευθυντή. Εκείνος την καλοδέχτηκε και άρχισαν αμέσως τις συζητήσεις για τα οικονομικά θέματα που τους απασχολούσαν. Μία ώρα μετά τον αποχαιρετούσε ευχαριστημένη αφού είχε καταφέρει να κλείσει την πολυπόθητη συμφωνία που θα επέφερε μεγάλα προνόμια στις μεταξύ τους συναλλαγές. Τουλάχιστον είχε για κάτι να χαίρεται εκείνη την ώρα. Φαίνεται πως η κακοτυχία της δεν είχε επηρεάσει τη δουλειά. Ακόμη τουλάχιστον…

Όταν επέστρεψε στην εταιρεία οι περισσότεροι υπάλληλοι έκαναν το διάλλειμα τους και έτσι τα πιο πολλά γραφεία ήταν άδεια. Ανέβηκε στο δικό της από το οποίο έλειπαν επίσης η Ελένη με τη Σοφία και άφησε τα πράγματά της στη θέση τους. Σκέφτηκε να πάει να τις βρει απέναντι στο εστιατόριο μα στην ιδέα μόνο και μόνο ότι θα έπρεπε να μιλήσει στην Σοφία το μετάνιωσε. Όχι ότι δε θα της μίλαγε ποτέ αλλά τώρα δεν είχε καθόλου τη διάθεση.

Ήξερε τι θα έκανε. Θα πήγαινε να μιλήσει στον Δημήτρη. Ίσως να ήταν στο γραφείο του και να μην είχε φύγει ακόμα. Πήγε να βγει στο διάδρομο μα σταμάτησε. Ωραία θα πήγαινε, αλλά τι θα του έλεγε; στάθηκε για λίγο να αναλογιστεί. Έψαξε να βρει μια καλή δικαιολογία για να μπορέσει να αιτιολογήσει αυτά που είχε πει αλλά το μυαλό της είχε κολλήσει. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα. Ότι και να του έλεγε ίσως αυτός να μην την πίστευε ποτέ. Ωστόσο θα έπρεπε να προσπαθήσει. Δεν της άρεσε να πιστεύουν γι’αυτή πράγματα τα οποία δεν ήταν. Και σίγουρα δεν ήταν κουτσομπόλα. Αντιθέτως προτιμούσε να μην ασχολείται με τις προσωπικές υποθέσεις του καθενός παρά μόνο όταν οι ίδιοι ήθελαν κάτι να της εκμυστηρευτούν. Και τότε ακόμα προσπαθούσε να είναι όσο το δυνατόν απόμακρη δίνοντας απλώς μια συμβουλή, κάτι που θα έκανε και αυτή αν ήταν στη θέση τους. Δεν ήθελε να μπλέκει γιατί ήξερε καλά πως πάντα μετά υπάρχουν παρεξηγήσεις.

Βγήκε και περπάτησε στον διάδρομο προς το γραφείο του Δημήτρη. Θα πήγαινε και ό,τι έβγαινε. Θα έβλεπε εκείνη την ώρα τι θα του έλεγε. Το πολύ πολύ να τσακώνονταν και να μη ξαναμιλούσαν. Τι είχε να χάσει; Δεν ήταν και φίλοι…

Άκουσε τον Δημήτρη να μιλάει, και πέρασε στο γραφείο του χωρίς να χτυπήσει αφού η πόρτα είχε μείνει ανοιχτή. Ο Δημήτρης καθόταν ακουμπισμένος στο γραφείο του και πάνω του είχε γύρει προκλητικά η Σοφία ψιθυρίζοντας του κάτι στο αυτί. Φαινόταν να θέλει να τον αγγίξει, να τον αγκαλιάσει αν ήταν δυνατόν μα έμοιαζε να φοβάται να το τολμήσει. Ωστόσο ο Δημήτρης δεν φαινόταν να αισθάνεται άσχημα. Αντιθέτως την κοιτούσε με νόημα και της γελούσε καθώς εκείνη είχε επικαλεστεί όλη της την γοητεία για να τον ξελογιάσει. Κάθε τόσο το βλέμμα του χανόταν στο βαθύ ντεκολτέ της το οποίο η ίδια δεν έχανε ευκαιρία να το τονίζει για να του τραβήξει το ενδιαφέρον. Πόσο να αντισταθεί και εκείνος στην τόση περίοπτη θέα του; Άντρας ήταν, δεν ήθελε και πολύ. Προσπάθησε όμως να μη το δείξει και συνέχισε να της χαμογελάει κοιτάζοντας την στα μάτια αυτή τη φορά. Έμοιαζαν να διασκεδάζουν ο ένας με την παρέα του άλλου χωρίς να νοιάζονται αν τους έπαιρνε είδηση κάποιος συνάδελφος. Θα έπρεπε να προσέχουν περισσότερο αφού η στάση τους σε έπειθε πως αυτοί οι δύο δεν είχαν μόνο επαγγελματικές σχέσεις μεταξύ τους αλλά και κάτι περισσότερο.

Η Ελπίδα –την οποία τόση ώρα δεν είχαν αντιληφθεί- προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία της στη θέα των δυο τους. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα βρήκε τη δύναμη να μιλήσει.

-Με συγχωρείτε, απευθύνθηκε και στους δυο ξεροβήχοντας, Δημήτρη θα μπορούσα να σου μιλήσω για λίγο;

Στο άκουσμα της φωνής της, η Σοφία απομακρύνθηκε απότομα από τον Δημήτρη και κοίταξε την Ελπίδα που στεκόταν δίπλα στην πόρτα. Το ίδιο έκανε και ο Δημήτρης ενώ στο πρόσωπό του μπορούσε να διαβάσει κανείς την σύγχυση που ένιωθε.

Τα είχε καταστρέψει όλα πριν καν αρχίσει…

11 Μαρτίου 2010

Μόνο έτσι θα έρθω κοντά σου...


Παρουσιάσεις



Το Βιβλιοκαφέ ΕΝΑΣΤΡΟΝ και οι Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ σας προσκαλούν στην παρουσίαση του νέου βιβλίου της Νοέλ Μπάξερ.Για το νέο βιβλίο της συγγραφέως θα μιλήσουν η Αγγελική Κώττη, δημοσιογράφος, ο Γιάννης Ρούσσιας, συντονιστής της Λέσχης Ανάγνωσης "Ο Κήπος των Μυστικών", η Ελένη Κ. Τσαμαδού, συγγραφέας, και η φιλόλογος Γεωργία Χαριτίδου, Γενική Γραμματέας της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών. Αποσπάσματα θα διαβάσει η ηθοποιός Ζαχαρούλα Οικονόμου. Η Νοέλ Μπάξερ θα συνομιλήσει με τους αναγνώστες και θα υπογράψει αντίτυπα των βιβλίων της.


Κυριακή 21 Μαρτίου 2010
7:30pm - 9:00pm
Βιβλιοκαφέ ΕΝΑΣΤΡΟΝ
Σόλωνος 101
Αθήνα












Ο συγγραφέας Γιάννος Λαμπής σας προσκαλεί στη παρουσίαση τουβιβλίου ‘ΙΟΚΑΣΤΗ’που κυκλοφορεί από τις βιβλιοεκδόσεις Αναζητήσεις.Το έργο θα προλογίσει η διευθύντρια των Αναζητήσεων κυρία Μαρία Στυλιανού και ανάλυση θα κάνει ο συγγραφέας Γιάννης Μελέσιος.Δευτέρα, 15 Μαρτίου 2010 και ώρα 7.00 μ.μ στην αίθουσα ‘ΗΛΕΚΤΡΟΝ’ στο ισόγειο του κτηρίου της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου
στη Λευκωσία.
Τηλ. 25561963, 99692639

10 Μαρτίου 2010

Οι άντρες περνούν...



Τελικά… πέρασες κι εσύ…


Κι έλεγα πως ήσουν διαφορετικός


Μα έκανα λάθος…


Ήρθες να προστεθείς στους τόσους


Που μ’άφησαν κι έφυγαν…


Χωρίς να πουν μια λέξη


Χωρίς να πουν αντίο


Ήρθες να μου δώσεις


Κι ύστερα να τα πάρεις όλα πίσω…


Σαν να ‘ταν όνειρο


Σαν αυταπάτη



Τελικά… έφυγες κι εσύ…


Τα ξέχασες όλα και προσπέρασες…

9 Μαρτίου 2010

Το δίλημμα -10 (μια ιστορία σε συνέχειες)

Έμεινε αποσβολωμένη για μερικά δευτερόλεπτα να τον κοιτάζει ενώ εκείνος περίμενε να πάρει μια απάντηση στην ερώτηση που τους είχε κάνει. Τα μάτια του την στόχευαν γεμάτα πρόκληση, αρνούμενα να φύγουν από πάνω της. Ένιωθε το βλέμμα του να έχει φυλακίσει το δικό της ενώ μια φωνή από μέσα της τη διέταζε να συνεχίσει να κοιτάζει μόνο αυτόν. Όσο άβολα και αν ένιωθε, τον κοίταζε και η εκείνη με την ίδια ακριβώς ένταση. Αυτή, πρέπει να ήταν και η πρώτη φορά που τον παρατηρούσε τόσο προσεχτικά. Ούτε καν εχθές, στο διάλλειμα που πέρασαν μαζί δεν είχε καταφέρει να τον παρατηρήσει τόσο καλά, μάλλον εξαιτίας του άγχους ή του θυμού που είχε . Πριν από τη χθεσινή σύσκεψη δεν τον είχε προσέξει καθόλου. Είχε ακούσει πως λίγο καιρό πριν είχε έρθει ένας νέος υπάλληλος αλλά δεν είχε τύχει να συναντηθούν. Η αλήθεια είναι πως τα τμήματα στα οποία εργάζονταν ο καθένας τους, δεν είχαν άμεση συνεργασία μεταξύ τους και έτσι ήταν επόμενο να μην έχουν γνωριστεί νωρίτερα. Και όμως, ο Δημήτρης δεν ήταν από τους άντρες που περνούσαν απαρατήρητοι. Αντιθέτως θα έλεγε κανείς.

Ήταν από αυτούς που δεν άφηναν καμία γυναίκα ασυγκίνητη. Η ομορφιά του ήταν τέτοια που φάνταζε επικίνδυνος, σαν απαγορευμένος καρπός. Αργά ή γρήγορα θα του παραδινόσουν, θα υπέκυπτες άνευ όρων, ανίκανη να κρατήσεις αντιστάσεις στη γοητεία του. Θα ερχόταν η ώρα που τα κάστρα θα έπεφταν και τότε η πόλη θα γινόταν δική του. Και ο Δημήτρης το ήξερε αυτό, το γνώριζε πολύ καλά. Έβλεπε πώς του φέρονταν οι γυναίκες, τον τρόπο με τον οποίο τον πλησίαζαν τάχα για να τον ρωτήσουν κάτι σχετικό με τη δουλειά, τα πονηρά και γεμάτα υποσχέσεις βλέμματα που του έριχναν κάθε φορά που το δικό του διασταυρωνόταν με κάποιο γυναικείο. Είχε αποκτήσει τέτοια αυτοπεποίθηση και τέτοιο θάρρος που έμοιαζε παντοδύναμος.

Και τώρα που τον παρατηρούσε για πρώτη φορά, η Ελπίδα συνειδητοποιούσε πως θα μπορούσε εύκολα να γίνει το επόμενο θύμα του. Ήταν πράγματι σαν θεός. Από μέσα της τουλάχιστον μπορούσε να παραδεχτεί την κυριολεχτική σημασία – όσο κυριολεχτική θα μπορούσε να είναι αυτή- που έπαιρνε τώρα ο ειρωνικός χαρακτηρισμός με τον οποίο τον είχε αποκαλέσει νωρίτερα στην τελευταία της φράση. Διάβαζε μέσα στο σκούρο βλέμμα του, όλα εκείνα που ήταν ικανός να της κάνει αν αυτή αφηνόταν ελεύθερη στη θέληση του. Μπορούσε να μιλήσει μόνο με τα μάτια του –αυτά τα κατάμαυρα μάτια- σε κάθε γυναίκα που βρισκόταν απέναντι του και να της πει αυτά που εκείνος ήξερε πως θα την τρελάνουν και θα την κάνουν να τον σκέφτεται διαρκώς. Τέτοια δύναμη είχε. Θεϊκή.

-Καλά δε θα μου πείτε; Τι έχετε πάθει και δε μιλάτε; ρώτησε ο Δημήτρης βλέποντας πως καμία δεν έπαιρνε την πρωτοβουλία να απαντήσει. Η φωνή του έβγαλε την Ελπίδα από τις σκέψεις της και μόνο τότε πήρε τα μάτια της από πάνω του κοιτάζοντας τα κορίτσια. Το ίδιο έκανε και εκείνος. Βλέποντας πως η Ελπίδα δεν υπήρχε περίπτωση να του απαντήσει στράφηκε προς τη Σοφία και την Ελένη.

-Η Ελπίδα, μας έλεγε για το ταξίδι που θα κάνει στη Θεσσαλονίκη μαζί σου Δημήτρη. Γι’αυτό άκουσες και το όνομά σου. Μαζί δε θα πάτε; αποκρίθηκε η Σοφία γεμάτη νάζι και με τέτοια φυσικότητα που δεν άφηνε σε κανέναν περιθώρια για αμφισβήτηση. Όχι όμως και στον Δημήτρη που είχε ακούσει καλά την τελευταία φράση της Ελπίδας. Ποιός ο λόγος να τον αποκαλεί «θεό»; Και τόσο ειρωνικά μάλιστα. Πρώτη του φορά είχε ακούσει από γυναίκα να μιλά έτσι γι’αυτόν και του προξενούσε μεγάλη απορία. Ωστόσο δεν θέλησε να το δείξει και έκανε πως πίστεψε τη Σοφία

-Α ναι. Μαζί θα πάμε την άλλη εβδομάδα. Δουλειές…

Δεν είπε τίποτα άλλο και προχώρησε προς το γραφείο της Ελπίδας η οποία είχε ήδη καθίσει και τακτοποιούσε τα χαρτιά της για να φύγει. Τα κορίτσια έκατσαν και εκείνα στη θέση τους την ώρα που τον είδαν να βολεύεται σε μια καρέκλα μπροστά από το γραφείο της Ελπίδας.

-Δουλειές… επανέλαβε ο Δημήτρης γεγονός που την έκανε να σηκώσει το κεφάλι της και να τον κοιτάξει.

-Δεν θες να πας στη Θεσσαλονίκη, έτσι; η ερώτηση του ξάφνιασε την Ελπίδα.

-Γιατί να μη θέλω; Του απάντησε όλο απορία.

-Ίσως και να θες… πάντως σίγουρα δε θέλεις εμένα μαζί σου… της είπε περιμένοντας την αντίδρασή της.

-Τι λες Δημήτρη; Γιατί να μη θέλω; Μου έκανες τίποτα; Που και να μου είχες κάνει δηλαδή αφού πρόκειται για επαγγελματικό σκοπό και πάλι θα δεχόμουν να κάνω αυτό το ταξίδι.

-Αυτό λέω και εγώ… Πως ότι και να συμβαίνει εδώ μέσα είμαστε συνάδελφοι και πρέπει να έχουμε καλές σχέσεις. Πως είτε το θέλεις είτε όχι εγώ το επόμενο Σαββατοκύριακο θα είμαι στη Θεσσαλονίκη μαζί σου. Για δουλειές… τόνισε την τελευταία λέξη του.

-Σε παρακαλώ, θα μπορούσες να μιλάς λίγο πιο ήρεμα; Έκανε η Ελπίδα μην μπορώντας να ερμηνεύσει αυτή του τη συμπεριφορά. Επιτέλους δεν μπορώ να καταλάβω, τι έπαθες ξαφνικά;

-Δε μου αρέσει να με κοροϊδεύουνε πίσω από την πλάτη μου. Αυτό έπαθα… απάντησε εκείνος ψιθυριστά. Εχθές μου είπες ότι δεν έχεις τίποτα μαζί μου και πως απλώς έτσι σου βγήκε και μου μίλησες επιθετικά… Και σήμερα έτσι σου βγήκε πάλι και με σχολίαζες; Μα τι έκανε, αναρωτήθηκε από μέσα του. Γιατί μιλούσε έτσι; Τι τον ένοιαζε; Σάμπως δεν ήξερε ότι πάντα οι γυναίκες λένε γι’αυτόν;

Αυτή τη φορά όμως ήταν διαφορετικά. Δεν είχε ακούσει ποτέ καμία γυναίκα να αναφέρεται ειρωνικά στο πρόσωπό του. Αντιθέτως τα σχόλια ήταν πάντα ευνοϊκά. Ίσως κάτι πολύ περισσότερο από ευνοϊκά. Και ο εγωισμός του αυτό δεν το επέτρεπε. Δεν το γνώριζε καν…

-Δημήτρη συνεχίζω να μη σε καταλαβαίνω… Λυπάμαι… του απάντησε εκείνη και στράφηκε πάλι στα έγγραφά της ελπίζοντας πως θα την άφηνε και θα έφευγε.

-Να ξέρεις πάντως γλυκιά μου, πως οι «θεοί», είπε ενώ σηκωνόταν από τη θέση του γεμάτος νόημα, έχουν αυτιά και ακούνε! Ακούνε και βλέπουν τα πάντα! Κατάλαβες τώρα; συνέχισε και μην αφήνοντας την να απαντήσει κατευθύνθηκε προς την έξοδο του γραφείου.

Η Ελπίδα σήκωσε το κεφάλι της και τον είδε ενώ απομακρυνόταν.
Και βέβαια καταλάβαινε… Τα είχε ακούσει όλα!

8 Μαρτίου 2010

Οι εραστές της Σιένα - Αν Φόρτιε



Η Anne Fortier και οι εκδόσεις Ψυχογιός παρουσιάζουν το μυθιστόρημα « Οι Εραστές της Σιένα». Όπως μαρτυρά και ο τίτλος του, πρόκειται για ένα ερωτικό μυθιστόρημα η πλοκή του οποίου διαδραματίζεται στην ομώνυμη ιταλική πόλη.

Η Τζούλι, κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος, μετά το θάνατο της αγαπημένης της θείας – η οποία την μεγάλωσε μαζί με τη δίδυμη αδερφή της Τζάνις επειδή έμειναν ορφανές- ανακαλύπτει πως το πραγματικό της όνομα είναι Ιουλιέτα Τολομέι και ταξιδεύει στη Σιένα αποφασισμένη να μάθει την αλήθεια για την καταγωγή της οικογένειας της. Στην τραπεζική θυρίδα της μητέρας της θα βρει ένα κουτί με το ημερολόγιο ενός Ιταλού ζωγράφου από την εποχή του 1340, ένα παλιό αντίτυπο του σαιξπηρικού έργου Ρωμαίος και Ιουλιέτα κι ένα σωρό παραλλαγές του θρυλικού έργου των αιώνιων εραστών της λογοτεχνίας. Όλα αυτά θα την οδηγήσουν στην εύρεση ενός μεγάλου θησαυρού που δεν είναι άλλος από τον αληθινό τάφο των δύο αγαπημένων. Και ενώ ξεκινάει η περιπέτεια της αναζήτησης αυτού του θησαυρού αντιλαμβάνεται πως μια κατάρα που προέρχεται από εκείνα τα χρόνια συνεχίζει να ισχύει μέχρι σήμερα κάνοντας την τον επόμενο στόχο. Ο μόνος που μπορεί να την βοηθήσει είναι ο Ρωμαίος… αλλά που είναι;

Ένας μυστηριώδης άντρας ονόματι Αλεσάντρο Σαντίνι και μια ηλικιωμένη γυναίκα, η Εύα-Μαρία Σαλιμπένι, εμφανίζονται στη ζωή της συμβάλλοντας χαρακτηριστικά στην εξέλιξη της πλοκής του μυθιστορήματος. Και οι δυο τους έχουν μυστικά που σχετίζονται άμεσα με την Τζούλι.

Γρήγορο, έξυπνο, ρομαντικό, γεμάτο σασπένς και περιπέτεια. Αυτό είναι το νέο μυθιστόρημα της Anne Fortier. Μια ιστορία που με μαγικό τρόπο συνδέει το παρόν με το παρελθόν αφού γίνεται μια παράλληλη αφήγηση του σήμερα και των χρόνων του 1340 παραθέτοντας τόσο την προσπάθεια της Τζούλι να ανακαλύψει όλη την αλήθεια αλλά και τα πραγματικά γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή της Ιουλιέτα Τολομέι, του Ρωμαίο Μαρεσκότι και του κομαντάτε Σαλιμπένι (ο οποίος υπήρξε το μοιραίο εμπόδιο στον έρωτα των δυο νέων).

Δε θα σας αποκαλύψω τα όσα ανακαλύπτει η ηρωίδα αφού έτσι θα χαθεί η όλη μαγεία που πλαισιώνει την ιστορία. Αξίζει να το διαβάσετε και να το ανακαλύψετε μόνοι σας.

Θα ήθελα σε αυτό το σημείο να παραθέσω ένα μικρό τμήμα ενός διαλόγου που έχουν οι δύο κεντρικοί ήρωες ανάμεσα τους. Δεν είναι που μου αρέσει από αισθητικής άποψης όσο από πλευράς νοήματος. Ούτε ο συγκεκριμένος διάλογος έχει να κάνει άμεσα με την εξέλιξη της ιστορίας. Είναι περισσότερο γενικού περιεχομένου. Μου αρέσει γιατί μέσα σε αυτές τις λίγες γραμμές ίσως να κρύβεται μια αλήθεια που πολλοί αρνούνται να δουν ή που τη βλέπουν αλλά δεν κάνουν τίποτα γι’αυτό. Σκεφτείτε απλώς να ακούτε αυτά τα λόγια σαν κάποιοι να διαλογίζονται μπροστά σας…

Ο νεαρός άντρας απευθύνεται στην κεντρική ηρωίδα. Η ηρωίδα αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο.

“ -«Ξέρεις, κάποτε ήμουν σαν εσένα», είπε, καθώς προχωρούσαμε μαζί στα σκοτεινά. «Πίστευα πως έπρεπε να παλέψει κανείς για την ειρήνη, και πως ανάμεσα σ’εμένα και σ’έναν τέλειο κόσμο υπήρχε πάντα η θυσία. Αλλά τώρα ξέρω καλύτερα». Μου έριξε μια λοξή ματιά. «Άσε τον κόσμο στην ησυχία του».


Πολλές φορές με την παρέα μου κάνουμε συζητήσεις για διάφορα θέματα και ξέρετε τι μου λένε;
-Καλά ρε Νατάσσα που ζεις;
Που ζω ρε παιδιά; Που ζω; Εδώ ζω! Μαζί σας. Απλά θέλω να είμαι διαφορετική. Όχι για να το παίξω κάποια αλλά γιατί έτσι θέλω να είμαι. Έτσι είμαι! Εγώ θα αγωνίζομαι πάντα για ένα καλύτερο αύριο, για έναν καλύτερο κόσμο. Και όλοι νομίζω πως αξίζει να αγωνιζόμαστε. Με οποιονδήποτε τρόπο. Δε κοιτάτε που πάμε; Δε κοιτάτε που οδεύουμε; Προς την καταστροφή. Γι’αυτό συμβαίνουν όλα αυτά γύρω μας… γιατί μένουμε αμέτοχοι και δεν κάνουμε τίποτα προκειμένου να δούμε κάτι καλύτερο τα επόμενα χρόνια…
Έτσι θέλετε να ζούμε;

Αυτές οι σκέψεις δεν έχουν φυσικά καμία σχέση με το βιβλίο. Απλώς ο συγκεκριμένος διάλογος με παρακίνησε να πω δυο λόγια για αυτό το ζήτημα που κατά τη γνώμη μου είναι πολύ σημαντικό.

Όσον αφορά το βιβλίο, μια ακόμα πληροφορία θέλει το μυθιστόρημα να γίνεται ταινία. Τα δικαιώματα έχει πάρει η Universal και η προβολή της αναμένεται το 2011.

Απόσπασμα του βιβλίου θα βρείτε εδώ

Εγώ πάντως προσπαθώ να είμαι με την άλλη μεριά. Να μην τα παρατάω. Να γίνομαι καλύτερη και μαζί με εμένα και οι γύρω μου.
Πόσες φορές έχουμε βρεθεί μπροστά σε αυτό το δίλημμα; Συνέχεια; Ποτέ; Εγώ πάντως πολλές φορές. Πρέπει ή όχι να προσπαθούμε να κάνουμε τον κόσμο καλύτερο; Αξίζει ή είναι μάταιος κόσμος; Υπάρχουν στιγμές που η συμπεριφορά των γύρω μου με κάνει να ασπάζομαι την άποψή του. Να πάψω δηλαδή να αγωνίζομαι να κάνω τους ανθρώπους καλύτερους-όχι ότι εγώ είμαι η τέλεια- αλλά τέλος πάντων να προσπαθεί ο ένας για τον άλλο. Έχουμε φτάσει να ζούμε σε μια κοινωνία που ο καθένας ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του. Δεν το βλέπετε;

-«Να μην προσπαθούμε να τον κάνουμε καλύτερο;»

-«Μην αναγκάζεις τους ανθρώπους να γίνουν τέλειοι. Θα πεθάνεις προσπαθώντας». “

6 Μαρτίου 2010

Το δίλημμα -9 (μια ιστορία σε συνέχειες)

Όταν μπήκε στο γραφείο της προσπάθησε να μη δείξει στα κορίτσια τον εκνευρισμό της. Ήταν αφοσιωμένες η καθεμία στη δουλειά της κι έτσι δε χρειάστηκε να προσπαθήσει και πολύ. Πέρασε γρήγορα στη θέση της και βιάστηκε να καταπιαστεί με όσα είχε αφήσει νωρίτερα στη μέση.

-Λοιπόν, τι σας ήθελε ο Καρράς; την ρώτησε η Ελένη λίγες στιγμές αργότερα χωρίς να σηκώσει το κεφάλι της από τα έγγραφα που είχε μπροστά της.

-Το επόμενο Σαββατοκύριακο θα πρέπει να ανέβω με τον Φωτιάδη στη Θεσσαλονίκη για το εθνικό συνέδριο, απάντησε η Ελπίδα.

-Δε θα πάει ο Καρράς; πετάχτηκε η Σοφία ακούγοντας τον διάλογο τους.

-Όχι. Θα πρέπει να πάει στη Γερμανία για μια σύσκεψη κι έτσι μου ζήτησε να πάω εγώ κι ο Δημήτρης. Να του δείξω λέει τα πράγματα αφού είναι νέος στο χώρο και δε γνωρίζει και πολλά. Και φυσικά δεν μπορούσα να αρνηθώ…

Η Σοφία γούρλωσε τα μάτια της και σηκώθηκε όρθια.

-Να αρνηθείς; Τρελή είσαι κοπέλα μου; Θα έχεις τον κούκλο δυο μέρες δίπλα σου και θα αρνηθείς; πρόσθεσε καθώς πλησίασε προς το μέρος της.

Η αλήθεια είναι ότι δεν περίμενε να ακούσει και τίποτα άλλο από την Σοφία. Ήταν είκοσι οχτώ χρονών και είχε καταλάβει εδώ και καιρό το νόημα της ζωής. Τουλάχιστον έτσι διαλαλούσε σε όλο τον κόσμο. Θα ζούσε για πάντα τη ζωή της ελεύθερη χωρίς καμία δέσμευση, γάμους και παιδιά. Θα περνούσε καλά με όποιον άντρα ήθελε και όταν θα βαριόταν θα έφευγε στην αναζήτηση νέων περιπετειών. Δε θα έδινε λογαριασμό σε κανέναν. Θα ήταν η ίδια κυρία του εαυτού της χωρίς προβλήματα και υποχρεώσεις. Αυτό έκανε πάντως από την ώρα που την γνώρισε η Ελπίδα. Και ποιος ξέρει πόσα χρόνια πριν… Είχε ακούσει πλήθος αντρικών ονομάτων να βγαίνουν από το στόμα της. Πότε με θαυμασμό και πότε με μίσος. Όπως και να είχε πάντως δεν την είχε δει ποτέ να στενοχωριέται. Τελικά ίσως και να είχε εν μέρει ένα δίκιο, σκέφτηκε τώρα από μέσα της καθώς ετοιμαζόταν να της απαντήσει.

-Σοφία τι είναι αυτά που λες; Τι δουλειά έχω εγώ με αυτόν τον άνθρωπο; Συνεργάτης μου είναι και θα πάμε να κάνουμε τη δουλειά μας. Δεν πάμε για διασκέδαση… σε συνέδριο πάμε, απάντησε φανερά ενοχλημένη.

-Καλά ντε… πώς κάνεις έτσι; της είπε εκείνη. Εγώ πάντως στη θέση σου θα το διασκέδαζα και λίγο… και πολύ μη σου πω την αλήθεια. Όχι θα τον είχα δίπλα μου να του μιλάω για οικονομικές θεωρίες και κουραφέξαλα. Για άλλα πράγματα θα του μιλούσα… και είμαι σίγουρη πως θα τα έβρισκε πολύ πιο ενδιαφέροντα. Φαίνεται το παιδί κοπέλα μου. Τον έχω καταλάβει εγώ…

-Σοφία αρχίζω να εκνευρίζομαι. Μπορείς σε παρακαλώ να σταματήσεις να λες κουταμάρες; Δε με νοιάζει τι θα έκανες εσύ! Και αν δε θυμάσαι καλά να σου υπενθυμίσω ότι είμαι αρραβωνιασμένη και σκοπεύω να παντρευτώ σύντομα... Δε σε πιστεύω πάντως… Τα κάνεις όλα να φαίνονται τόσο ασήμαντα…

-Ελπίδα μην τρελαίνεσαι. Άκου με κι εμένα. Κάτι ξέρω και εγώ. Γιατί νομίζεις ότι σκέφτομαι έτσι; Η ζωή με έκανε… Τι νομίζεις ότι θα κάνεις που θα παντρευτείς; Στην αρχή όλα ωραία θα είναι. Θα κάνετε τα παιδάκια σας και όλα μέλι γάλα. Μετά όμως έρχονται τα δύσκολα… Μετά σε θέλω. Θα κουραστείς, θα βαρεθείς, θα συνηθίσεις και δε θα μπορείς να φύγεις… Φυλακή είναι ο γάμος. Ενώ σκέψου τη ζωή σου ελεύθερη. Δε θα βαρεθείς ποτέ σου. Κάθε φορά και κάτι καινούργιο. Σήμερα αυτό αύριο εκείνο. Σήμερα εδώ αύριο εκεί. Αυτό είναι ευτυχία. Να μπορείς διαρκώς να επιλέγεις εσύ την επόμενη κίνηση σου και όχι να στην ορίζουν οι υποχρεώσεις σου και τα πρέπει, απάντησε υπερασπιζόμενη τη θέση της.

-Κορίτσια να μιλήσω και εγώ; ακούστηκε η Ελένη αστειευόμενη ενώ προσπάθησε να μπει στη συζήτηση. Παντρεμένη είμαι και εγώ δεκαπέντε χρόνια και έχω και δυο άντρες ίσα με εκεί πάνω. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία από τα παιδιά. Και αυτός είναι και ο σκοπός του γάμου. Σοφία πάψε να τα κάνεις όλα να φαίνονται τόσο δραματικά. Ναι, μπορεί να έρχονται στιγμές που κουράζεσαι, που σκας… μα σαν κοιτάς μέσα στα μάτια τους όλα ξεχνιούνται. Γι’αυτό έχουμε γίνει έτσι όπως είμαστε μου φαίνεται. Τα έχουμε ισοπεδώσει όλα. Ποιά πιστεύω και ποιά ιδανικά μου λες εσύ…

-Τι είπα η χριστιανή και κάνετε έτσι καλέ; Ότι είναι ωραίος άντρας είπα και πως αν εγώ πήγαινα μαζί του θα έκανα τα πάντα για να του αφήσω αξέχαστο αυτό το Σαββατοκύριακο. Τόσο κακό είναι; Συγνώμη αλλά εγώ έχω άλλες απόψεις από εσάς και δε θα συμφωνήσω μαζί σας… Πάντως Ελπίδα παραδέξου το. Αποκλείεται να μην έχεις παρατηρήσει το πόσο γοητευτικός είναι. Κι αυτό το βλέμμα… σε πάει στην κόλαση! συνέχισε η Σοφία γελώντας και πειράζοντας την Ελπίδα που έμοιαζε να βγάζει καπνούς από τα νεύρα της.

-Λοιπόν δε θέλω να ακούσω τίποτα άλλο. Τελείωσε η κουβέντα. Ας δουλέψουμε και λίγο. Πρέπει να ετοιμάσω τα χαρτιά γιατί σε μια ώρα έχω ραντεβού με τον διευθυντή της τράπεζας και δε θα προλάβω να τα έχω έτοιμα. Αρκετά με τον «θεό» Φωτιάδη… είπε και στις δυο η Ελπίδα κάνοντας τους νόημα να γυρίσουν στις θέσεις τους.

-Άκουσα το όνομα μου; ακούστηκε μια αντρική φωνή. Ο Δημήτρης στεκόταν στη είσοδο του γραφείου με τα χέρια του σταυρωμένα και τον ώμο του να γέρνει προς την πόρτα.

Οι τρεις τους γύρισαν να τον κοιτάξουν μη βγάζοντας ούτε λέξη. Η Ελπίδα τα έχασε. Όχι… δε μπορεί να είχε ακούσει τα όσα έλεγαν λίγο πριν. Τώρα ήρθε. Αποκλείεται να είχε προλάβει να ακούσει… Ας μην είχε ακούσει, προσευχόταν τώρα από μέσα της ενώ μετάνιωνε για εκείνο το «θεό» που είχε ξεστομίσει στην τελευταία της φράση.

-Λοιπόν; Δε θα μου πείτε; συνέχισε να τις ρωτά εκείνος χωρίς να μετακινηθεί από τη θέση του. Τα μάτια του στράφηκαν προς την Ελπίδα και καρφώθηκαν πάνω της. Εκείνη έμεινε ακίνητη να τον κοιτάζει χωρίς να του απαντήσει. Μόνο μια σκέψη περνούσε τώρα από το μυαλό της χωρίς να το θέλει.

Το βλέμμα του όντως σε πήγαινε στην κόλαση. Τι δίκιο που είχε η Σοφία…

5 Μαρτίου 2010

Ο ήλιος του απογεύματος

Κι ενώ βγήκα στο μπαλκόνι μου αργά το απόγευμα την ώρα που ο ήλιος έγερνε πίσω από το βουνό... αντίκρισα έναν θεικό ουρανό. Έτρεξα να πιάσω τη φωτογραφική μηχανή για να αποθανατήσω το θαύμα !
Και ιδού!
Σας παραδίδω τις φωτογραφίες που έβγαλα από τη βεράντα μου.
Μαζί είπα να παραθέσω το ποιήμα " Ο ήλιος του απογεύματος " του Καβάφη (Τα Ποιήματα - 1919)
Ο ήλιος του απογεύματος




Την κάμαρην αυτή, πόσο καλά την ξέρω.


Τώρα νοικιάζονται κι αυτή κ' η πλαγινή


για εμπορικά γραφεία. Όλο το σπίτι έγινε


γραφεία μεσιτών, κ' εμπόρων, κ' Εταιρείες.


Ά η κάμαρη αυτή, τι γνώριμη που είναι.








Κοντά στην πόρτα εδώ ήταν ο καναπές,

κ' εμπρός του ένα τούρκικο χαλί·

σιμά το ράφι με δυο βάζα κίτρινα.

Δεξιά· όχι, αντικρύ, ένα ντολάπι με καθρέφτη.

Στη μέση το τραπέζι όπου έγραφε·

κ' οι τρεις μεγάλες ψάθινες καρέγλες.

Πλάϊ στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι

που αγαπηθήκαμε τόσες φορές.







Θα βρίσκονται ακόμη τα καϋμένα πουθενά.

Πλάϊ στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι·

ο ήλιος του απογεύματος τώφθανε ως τα μισά.





... Απόγευμα η ώρα τέσσερες, είχαμε χωρισθεί

για μια εβδομάδα μόνο... Αλλοίμονον,

η εβδομάς εκείνη έγινε παντοτινή.










Κόκκινα σημάδια


Αίμα στάζουν οι λέξεις μου
καθώς τις αφήνω να χύνονται πάνω στο λευκό τους τάφο
Θαμμένες για πάντα θα μείνουν εδώ
να θυμίζουν την οδύνη μιας καρδιάς...
Της δικιάς μου
Κόκκινα στίγματα πάνω σε άσπρο φόντο
σαν σφαίρες τρυπούν την σάρκα μου
Πληγές πάνω στην αμίαντη καρδιά μου...
Γιατί θέλω τον πόνο ενθύμιο να κρατήσω;
Γιατί να συνέχισω θέλω να πονώ;

3 Μαρτίου 2010

Το δίλημμα -8 (μια ιστορία σε συνέχειες)

'Αργησα λίγο αλλά τα κατάφερα. Ορίστε η συνέχεια...
Όταν ξύπνησε, ο Στέφανος δεν ήταν δίπλα της. Είχε σηκωθεί πολύ νωρίς για να πάει κι εκείνος στην εταιρεία του, τα γραφεία της οποίας βρίσκονταν πολύ έξω από την πόλη. Πάνω στο μαξιλάρι, της είχε αφήσει ένα σημείωμα. Το πήρε στα χέρια της και χαμογέλασε καθώς διάβασε το σύντομο μήνυμα του «Πέρασα πανέμορφα εχθές! Σ’αγαπώ!». Την έκανε να ξεχάσει για λίγο τον εκνευρισμό που τις είχαν προκαλέσει εκείνα τα όνειρα που είχε δει. Το άφησε στο τραπεζάκι και σηκώθηκε να ετοιμαστεί και εκείνη με τη σειρά της για το γραφείο. Ντύθηκε γρήγορα και πήρε το αυτοκίνητο για να φτάσει νωρίς.
Εκείνο το πρωινό ήταν πολύ ζεστό. Ο Ιούνιος έφτανε στο τέλος του. Από τις οχτώ το πρωί η ζέστη έμοιαζε να είναι αφόρητη. Τι θα γινόταν το μεσημέρι; σκέφτηκε η Ελπίδα καθώς οδηγούσε προς το κέντρο της Αθήνας. Έφτασε στο γραφείο νωρίτερα απ’όλους. Δεν ακουγόταν κανείς. Οι διάδρομοι ήταν άδειοι και μόλις πριν λίγο είχε τελειώσει και το συνεργείο καθαρισμού. Μπήκε στο γραφείο της, έφτιαξε έναν καφέ και κάθισε να ετοιμάσει το πρόγραμμα της ημέρας. Είχε να κάνει αρκετά πράγματα και σήμερα ενώ θα έπρεπε επίσης να περάσει από την τράπεζα για να κλείσει μια συμφωνία με τον διευθυντή της.
Σιγά σιγά κατέφθαναν και οι υπόλοιποι συνάδελφοι και λίγο νωρίτερα από τις εννέα όλοι βρίσκονταν στις θέσεις τους.
-Καλημέρα Ελπίδα, την χαιρέτησε η Σοφία καθώς μπήκε στο γραφείο, όλα καλά;
-Μια χαρά Σοφία μου, εσύ; Η Ελένη δεν ήρθε; Την ρώτησε εκείνη.
-Πίσω μου ερχόταν αλλά την σταμάτησε ο Φωτιάδης. Δεν ξέρω τι την ήθελε. Τους άφησα μόνους.
-Ο Δημήτρης; Έκανε η Ελπίδα γεμάτη περιέργεια. Τι μπορεί να ήθελε αυτός την Ελένη αναρωτήθηκε από μέσα της μα προσπάθησε να μη το δείξει.
-Ναι αυτός. Θα έρθει σε λίγο να μας πει τι της έλεγε…
Η Ελπίδα δεν απάντησε και συνέχισε τάχα να ασχολείται με τα χαρτιά που είχε αραδιάσει πάνω στο γραφείο της. Αποδείξεις, τιμολόγια, επιταγές, συμφωνητικά… όλα όσα θα έπαιρνε μαζί της στην τράπεζα. Πετάχτηκε κατευθείαν με το που μπήκε η Ελένη στο γραφείο μετά από λίγο.
-Ελπίδα μου καλημέρα. Ο διευθυντής σε θέλει στο γραφείο του. Εσένα και τον Φωτιάδη. Αυτός πηγαίνει ήδη. Ερχόταν να καλέσει κι εσένα αλλά αφού με είδε είπε να το πει σε μένα και να σε ενημερώσω για να μην καθυστερείτε. Πήγαινε γρήγορα! της είπε η Ελένη καθώς περνούσε να βολευτεί στη καρέκλα της.
-Καλά δεν μπορούσε να μας καλέσει τηλεφωνικά; Τι συνέβη; ρώτησε εκείνη προσπαθώντας να μαντέψει τι μπορεί να είχε συμβεί και ο διευθυντής ήθελε τους δυο τους στο γραφείο του. Πάω να δω, πρόσθεσε και βγήκε από το γραφείο.
Πέρασε στον διάδρομο και μπήκε στο ασανσέρ για να ανέβει στον τελευταίο όροφο όπου βρισκόταν το γραφείο του διευθυντή. Χτύπησε την πόρτα και πέρασε στη μεγάλη αίθουσα. Ο κύριος Καρράς καθόταν πίσω από το αυστηρό του γραφείο ενώ ο Δημήτρης σε μια πολυθρόνα μπροστά από αυτό.
-Καλημέρα σας κύριε Καρρά… κύριε Φωτιάδη, είπε χαιρετώντας τους δύο άντρες.
-Καλημέρα, της είπαν και οι δύο ταυτόχρονα.
-Καθίστε κυρία Στεργίου, της είπε ο διευθυντής δείχνοντας την πολυθρόνα που βρισκόταν δίπλα στον Δημήτρη.
Προσπάθησε να μην τον κοιτάξει καθόλου. Κάθισε στην πολυθρόνα και τα μάτια της στράφηκαν κατευθείαν προς το μέρος του κ. Καρρά περιμένοντας να ακούσει τι τους ήθελε. Ούτε ο Δημήτρης την κοίταξε. Φαινόταν περίεργος και αυτός να μάθει τι ήταν αυτό που ήθελε να τους πει και αφορούσε μόνο αυτούς τους δυο.
-Όπως γνωρίζετε, η φωνή του διευθυντή διέλυσε τις σκέψεις και των δυο, στο τέλος της επόμενης εβδομάδας θα πρέπει να ανέβω στη Θεσσαλονίκη για το εθνικό συνέδριο. Τυχαίνει όμως μια διεθνής σύσκεψη που γίνεται το ίδιο Σαββατοκύριακο να λαμβάνει χώρα στη Γερμανία και θα πρέπει οπωσδήποτε να την παρακολουθήσω. Θα πρέπει λοιπόν την επόμενη εβδομάδα να πάω στη Γερμανία. Κι έτσι θα ήθελα εσείς κα Στεργίου να με αντικαταστήσετε στη Θεσσαλονίκη. Ούτως ή άλλως το συνέδριο έχει να κάνει με τα οικονομικά. Θα ήθελα όμως να σας συνοδεύσει και ο κ. Φωτιάδης. Είναι νέος στην εταιρεία μας και θα ήθελα να συμμετάσχει στο συνέδριο προκειμένου να πάρει μια γεύση της πολιτικής όλων των εταιρειών που σχετίζονται με το δικό μας αντικείμενο. Νομίζω πως θα του κάνει πολύ καλό. Λοιπόν δεν έχετε αντίρρηση έτσι;
Ο Δημήτρης και η Ελπίδα γύρισαν να κοιτάξουν ο ένας τον άλλο αντιλαμβανόμενοι πως δε θα μπορούσαν να αρνηθούν την πρόταση που τους είχε κάνει ο κ. Καρράς.
-Βεβαίως κ. Καρρά, όπως θέλετε, απάντησε πρώτος ο Δημήτρης. Έχετε δίκιο. Νομίζω πως το συνέδριο θα με βοηθήσει πολύ να καταλάβω πως κινούνται τα πράγματα στην αγορά μιας και είμαι νέος στο χώρο. Άλλωστε νομίζω πως και η κα Στεργίου θα με βοηθήσει στο έπακρον να κατανοήσω τα όσα θα λεχθούν εκεί.
-Ναι κ. Καρρά, συνέχισε η Ελπίδα προσπαθώντας να κρύψει τη σύγχυση της, δε θα υπάρξει κανένα πρόβλημα. Θα ανέβουμε εμείς για το συνέδριο. Θα σας παρακαλούσα όμως να με ενημερώσετε για τυχόν θέματα που θα θέλατε να θίξουμε σαν εταιρεία. Έχω κάποια υπόψιν μου αλλά ίσως να θέλετε και εσείς να κάνετε κάποιες παρατηρήσεις.
-Θα σας καλέσω εντός της ημέρας κα Στεργίου για να σας ενημερώσω, της απάντησε ο διευθυντής. Μπορείτε να πηγαίνετε τώρα. Τις διαδικασίες του ταξιδιού θα τις κανονίσει η γραμματέας μου. Θα αναχωρήσετε την επόμενη Παρασκευή μετά τη δουλειά εντάξει; συνέχισε μην περιμένοντας απάντηση.
-Μάλιστα, απάντησαν οι δυο τους και κατευθύνθηκαν προς την έξοδο του γραφείου.
Μπήκαν μαζί στο ασανσέρ για να κατέβουν στα γραφεία τους χωρίς να πουν ούτε λέξη. Μόνο την ώρα που χωρίζονταν για να πάει ο καθένας στο δικό του ο Δημήτρης τράβηξε το χέρι της Ελπίδας και την έφερε κοντά του.
-Θα τα πούμε στη Θεσσαλονίκη λοιπόν… οι δυο μας, της ψιθύρισε στο αυτί και την απομάκρυνε γρήγορα μην περιμένοντας να δει την αντίδραση της.
Γύρισε την πλάτη του και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του. Η Ελπίδα έμεινε να τον κοιτάζει καθώς χανόταν στο διάδρομο. Μέσα της έβραζε από θυμό. Δε μπορεί να της συνέβαινε αυτό. Δεν το ήθελε… Μόνη της με τον Δημήτρη μακριά από όλους. Όχι σίγουρα δεν το ήθελε. Τον φοβόταν. Φοβόταν τα όσα ήταν ικανός να κάνει αυτός ο άντρας. Φοβόταν την επίδραση που είχε πάνω της.
Ίσως κατά βάθος να φοβόταν και τον ίδιο της τον εαυτό.

2 Μαρτίου 2010

Μα πώς να γράψω;


Δε ξέρω γιατί γράφω τα λόγια αυτά. Δε ξέρω γιατι κάνω αυτή την ανάρτηση. Θα αφήσω ελεύθερη τη σκέψη μου κι όπου με πάει...Μάλλον γράφω για να μοιραστώ μαζί σας τον πόθο μου και τους προβληματισμούς μου για τη συγγραφή. Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς ξεκίνησα να γράφω. Πάντα έγραφα μάλλον αλλά τα τελευταία χρόνια γράφω συστηματικά. Γράφω με σκοπό κάποια στιγμή να καταφέρω να δω ένα μεγάλο έργο ολοκληρωμένο. Κι έπειτα τον τελευταίο χρόνο σκέφτομαι και την έκδοση. Δεν είμαι συγγραφέας. Δεν ξέρω αν πρέπει να έχεις ταλέντο για να γράψεις. Το μόνο που ξέρω είναι οτι το θέλω πολύ. Οτι κοιμάμαι και ξυπνάω με τη σκέψη αυτή μεσ'το μυαλό μου. Θέλω πολύ να τα καταφέρω και επιμένω σε αυτό. Ίσως τελικά να αποτύχω μα αν δε δοκιμάσω δε θα το μάθω ποτέ μου. Άλλωστε όπως λέει και ο Ποιητής μας "...σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη να εύχεσαι να 'ναι μακρύς ο δρόμος". Ας είναι μακρύς και δύσκολος γεμάτος εμπόδια... Δεν με πειράζει! Εγώ θέλω να τον περπατήσω κι όπου με πάει...



Όπως είπα και νωρίτερα τα τελευταία χρόνια γράφω πιο συστηματικά και αυτός ήταν ο λόγος που έφτιαξα αυτό το ιστολόγιο. Όλα ξεκίνησαν επειδή λατρεύω να διαβάζω. Δεν υπάρχει μέρα που να μην διαβάσω κάτι. Νομίζω πως τίποτα δεν είναι ομορφότερο από αυτό. Ένα βιβλίο σε ταξιδεύει σε άγνωστους κόσμους, σε κάνει να νιώσεις, να αιθανθείς και να ζήσεις πράγματα που στην πραγματική σου ζωή ίσως ποτέ να μην βιώσεις. Στο ιστολόγιο αυτό ήθελα να καταγράφω τις σκέψεις μου για κάθε βιβλίο που διαβάζω. Αυτό έκανα μα σιγά σιγά σ'αυτές τις μικρές "κριτικές" ήρθαν να προστεθούν οι δικές μου "δημιουργίες". Με βοηθάει να γράφω εδώ... Με ελευθερώνει! 'Εχω κι όλους εσάς που με τα σχόλια σας με εμψυχώνετε. Με βοηθάτε για τη συνέχεια... Όποια κι αν είναι αυτή.



Το καλοκαίρι που μας πέρασε δεν ξέρω πως αλλά για πρώτη φορά σχηματίστηκε στο μυαλό μου μια ιδέα, μια ιστορία ολοκληρωμένη για κάτι που θα ήθελα να γράψω. Για ένα μυθιστόρημα. Η αλήθεια είναι πως είναι πολύ δύσκολο γιατί έχει να κάνει με τον ελληνικό εμφύλιο και χρειάζεται πολύ διάβασμα. Έχω αγοράσει αρκετά βιβλία και σε λίγο νομίζω πως θα είμαι ειδικός της περιόδου 1946-1949 (αν κ ο εμφύλιος ξεκίνησε νωρίτερα αυτή είναι η επίσημη περίοδος χρόνων που δίνεται από ιστορικούς).



Κια κάθομαι διαβάζω κ διαβάζω γιατί εκτός από αυτό στη μέση εμπλέκεται και η εξορία-κυρίως αυτή- αφού η ηρωίδα μου είναι μια εξόριστη. Μιλάω για τους πολιτικούς κρατούμενους που στάλθηκαν σε στρατόπεδα αναμόρφωσης για να "αποχρωματιστούν" . Όπως καταλαβένετε έπεσα κατευθείαν στα βαθιά.





Το πρόβλημα είναι πως ενώ τα έχω όλα έτοιμα στο μυαλό μου κάθε φορά που πάω να γράψω δε μου βγαίνει τίποτα. Γράφω πέντε δέκα σειρές και το αφήνω... Μα γιατί να συμβαίνει αυτό; Μήπως δεν είμαι έτοιμη; Δεν ξέρω... Απογοητεύομαι...


Θέλω να τα παρατήσω όλα! Να πάψω να διαβάζω άλλα βιβλία, να πάψω να γράφω άλλα πράγματα και να αφιερωθώ μονάχα σ'αυτό... Μα είναι η συγγραφή μοναχισμός; Πρέπει να αποξενωθείς απ'όλα για να καταφέρεις να γράψεις; Πάλι δεν ξέρω...


Να δω πότε θα μάθω... Θα μάθω κιόλας κάποτε;


Πολλές φορές διάβασα αναρτήσεις με παρόμοιο θέμα και όλοι βρέθηκαν μπροστά σ'αυτό που λέμε "απραξία". Μα κανείς δεν είχε να δώσει μια λύση στο πρόβλημα. Ίσως γιατί η λύση κρύβεται μέσα μας. Ίσως γιατί η απόφαση για το πότε θα ξεκινήσουμε είναι καλά κρυμμένη στην καρδιά μας και μας περιμένει... Περιμένει να την καλέσουμε και να ξεκινήσουμε το έργο μας. Να ξεκινήσουμε το όνειρο μας...





Σας κούρασα ε; Δε γράφω άλλα... Δε γυρίζω πίσω να δω τι έγραψα... Ας είναι το κείμενο όπως θέλει... Κι αν είναι μπερδεμένο είναι γιατί μάλλον μπερδεμένες είναι και οι σκέψεις μου όσον αφορά αυτό το θέμα...





Πείτε μου κι εσείς... το ίδιο νιώθετε;




Σαν κατάρα...



Ριγμένη στο άνυδρο χώμα

Νιώθω με ρίζα κάποιου γέρικου δέντρου

Ποιός με καταράστηκε να σέρνομαι για πάντα στη μαύρη γη;

Σε τούτη την ξέρα;

Πληγιάζεται το σώμα μου καθώς πασχίζω να σταθώ

Μα μάταιος κόπος…

Στις σκιές για πάντα θαμμένη θα μείνω

Να μυρίζω τη νεκρή γη καθώς μ’αγκαλιάζει…

Νεκρή και ‘γω θα γίνω…