31 Αυγούστου 2011

Βιβλία στην ακρογιαλιά...


Μπορεί να έκανα διακοπές, μα τα βιβλιαράκια μου δε θα μπορούσα ποτέ να τα αποχωριστώ! Αυτές τις μέρες λοιπόν που παραθέριζα, είχα παρέα μου στην ξαπλώστρα μερικά από αυτά για να μου κρατάνε συντροφιά.


Πρώτα απ’όλα διάβασα το βιβλίο του Φώτη Κατσιμπούρη «Ο΄Όρκος» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ωκεανός. Το βιβλίο αυτό αποτελεί την απόπειρα να γίνει μυθιστόρημα μία από τις πιο γνωστές λαϊκές παραλογές, αυτή «Του Νεκρού Αδερφού». Η συγκεκριμένη παραλογή είναι η αγαπημένη μου και δε θα μπορούσα με τίποτα να της αντισταθώ! Μα δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και το γεγονός πως όλη η ιστορία διαδραματίζεται τη σκοτεινή εποχή του Μεσαίωνα, χρόνια τα οποία λατρεύω για το μυστήριο που κουβαλούν πάνω τους. Ο συγγραφέας πλέκει με έναν θαυμάσιο τρόπο την συγκλονιστική ιστορία της προσπάθειας και της επιμονής του νεαρού Κωνσταντή να τηρήσει τον όρκο του, τον όρκο που έδωσε στη μάνα του και που τον βαραίνει ακόμα περισσότερο. Οι περιγραφές του είναι μαγευτικές όπως αρμόζει σε μια ιστορία της εν λόγω εποχής. Έμοιαζε με παραμύθι. Ένα παραμύθι για μεγάλα παιδιά. Μου άρεσε τόσο πολύ που διάβαζα μόνο ένα κεφάλαιο την ημέρα για να καθυστερήσω να το τελειώσω. Συν το γεγονός ότι ήδη γνώριζα το τέλος με γέμιζε με άγχος και αγωνία για τη συνέχεια.
Ήταν εξαιρετικό!


«Η Αρετή και ο Κωσταντής, ονειρεύονται να χτίσουν τους δικούς τους κόσμους πάνω στη γοητευτική ομίχλη των παραμυθιών της γιαγιάς τους. Η περίοδος όμως της αθωότητας τελειώνει. Η Αρετή θα ερωτευθεί έναν ξένο, και ο μόνος από την οικογένεια που θα υποστηρίξει τον έρωτά της, θα είναι ο αδερφός της, ο Κωσταντής. Εκείνη θα ακολουθήσει τον αγαπημένο της στην πατρίδα του και θα ζήσει μαζί του την απόλυτη ευτυχία, ενώ ο Κωσταντής θα δώσει όρκο στη μητέρα τους ότι αν ποτέ τη χρειαστεί, θα πάει να τη φέρει από τα ξένα...


Στους δίσεκτους καιρούς που θα ακολουθήσουν, ο Κωσταντής θα κληθεί να εκπληρώσει την υπόσχεση που έδωσε στη μητέρα τους.... Κι έτσι θα ξεκινήσει ένα ταξίδι για τον παγωμένο βορρά...» 

Συνέχισα με το νέο μυθιστόρημα του Γιάννη Καλπούζου, το «Άγιοι και δαίμονες εις ταν Πόλιν» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Πέρυσι είχα διαβάσει το «Ιμαρέτ» και δε μπορούσα παρά να βυθιστώ ακόμη μια φορά στη μαγεία που σου προκαλεί η αφήγηση του συγκεκριμένου συγγραφέα. Για μένα, αν θέλετε τη γνώμη μου αυτός ο άνθρωπος είναι Λογοτέχνης. Ναι αυτός γράφει πράγματι Λογοτεχνία. Διδάσκει και σε κάνει κομμάτι της Ιστορίας. Αυτή τη φορά το μυθιστόρημά του ,μας πάει πίσω στην Πόλη και μας εξιστορεί τα γεγονότα που σημάδεψαν μια εποχή από το 1808 έως το 1831. Για άλλη μια φορά μαγεύτηκα. Κύριε Ιωάννη σας ευχαριστώ ιδιαιτέρως γι’αυτό το ταξίδι.

«Μυθοπλασία και πραγματικότητα συνυφαίνονται στο υφαντό της Πόλης από το 1808 ως το 1831. Καθημερινή ζωή, έρωτες, δυνατές φιλίες, πλούτη, φτώχεια, οραματιστές, συμμορίες των δρόμων, χασικλήδες, δερβίσηδες, γενίτσαροι· αρνησίθρησκοι, κρυπτοχριστιανοί, δεισιδαιμονίες, ερωτικά ξόρκια, χαμένα όνειρα, οι γυναίκες στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού· πυρκαγιές, παζάρια, βεγγέρες, καπηλειά των 1000 τ.μ., η τρομερή φυλακή του Μπάνιον, το μπουντρούμι και η αστυνομία του Πατριαρχείου· κοινά σχολεία, η Μεγάλη του Γένους Σχολή, ερωμένες Πατριαρχών, λεσβίες, αρώματα, λάσπες, βασανιστήρια, πανούκλα· προεπαναστατική περίοδος, Φαναριώτες, συνωμοσίες, μυστικές εταιρείες, προδότες, μισαλλοδοξία, οι σφαγές στην Πόλη το 1821· Ρωμιοί, Οθωμανοί, Αρμένιοι, Φράγκοι, Εβραίοι. Κι ακόμα Πόντος, Χίος, Δραγατσάνι, Μανιάκι, Αλεξάνδρεια.
Πόθος, φόβος, όχλος, άγιοι και δαίμονες.
Ένα επικό μυθιστόρημα που καθηλώνει τον αναγνώστη με την περιπετειώδη ζωή των ηρώων του, την ατμόσφαιρά του, τη χειμαρρώδη γλώσσα του, το συναίσθημα, τον στοχασμό, τις αστείες καταστάσεις και την ολοζώντανη αναπαράσταση της εποχής εκείνης.»



Τέλος σειρά είχε το «Αγγέλικα η μαντενούτα» της Ελένης Κεκροπούλου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ωκεανός». Πρόκειται για τη μυθιστορηματική βιογραφία της μητέρας του Διονυσίου Σολωμού, Αγγελικής Νίκλη. Καταρχήν μου έκανε μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι η συγγραφέας χρησιμοποιεί με πολύ επιδέξιο τρόπο την επτανησιακή γλώσσα σε τέτοιο βαθμό που με έκανε να πιστεύω πως κατάγεται από εκεί. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν επαληθεύεται στη βιογραφία της. ΄Έπειτα έμαθα τόσα πράγματα για τη ζωή του Εθνικού μας Ποιητή τα οποία δε γνώριζα καθόλου. Επίσης ένα πολύ καλογραμμένο βιβλίο το οποίο με συγκίνησε πολύ.


« Το όνομά της Αγγέλικα Νίκλη. Όμορφη σαν την ίδια την αναδυομένη Αφροδίτη...

Ο πατέρας της, ένας κατατρεγμένος Μανιάτης, θύμα της φτώχιας και της ανάγκης, την πούλησε στον βαθύπλουτο "Ταμπακιέρη", τον Ζακυνθινό κόντε Σαλαμόν. Αυτός θα απαρνηθεί τη γυναίκα του και τα παιδιά του, και θα απειλήσει με αποκλήρωση τον νόμιμο γυιό του Ροβέρτο, επειδή συντάχθηκε με τους Δημοκρατικούς που αγωνίζονταν για την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα... Από την ανίερη ένωση του ηλικιωμένου κόντε με την μικρή ερωμένη του, θα γεννηθούν τρεις γυιοί. Ο πρώτος θα γίνει ένας σπουδαίος ποιητής. Ο δεύτερος σημαντική πολιτική προσωπικότητα των Επτανήσων. Και ο τρίτος, γυιός μεταθανάτιος του κόντε, θα χάσει όλα του τα προνόμια... Μετά από χρόνια, θα αγωνιστεί για να κερδίσει το όνομα και την περιουσία που του στέρησαν τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια του. Θα αγωνιστεί και για την χαμένη τιμή της μάνας του, σε μια δίκη που θα αφήσει εποχή στα Επτάνησα. Την Δίκη των αδελφών Σολομών.»




30 Αυγούστου 2011

Σκοτάδι...




Στεκόταν σκυφτός πάνω στο μαύρο του άλογο…
Σκοτεινή φιγούρα βουτηγμένη στο μαύρο έρεβος  που απλωνόταν τριγύρω του…
Ίσα που να μπορείς να τον διακρίνεις…
Κι εκείνο το φεγγάρι…
Αχ εκείνο το φεγγάρι…
Έπαιζε παιχνίδια γαντζωμένο πάνω στον άδειο από αστέρια ουρανό. Κρυβόταν ανάμεσα σε εκείνα τα σύννεφα ομίχλης. Κρυβόταν από τον σκοτεινό καβαλάρη…
Μην τύχει τάχα και το δει…

Μα εκείνος αδιάφορος συνέχιζε σκυφτός…

Που πήγαινε; Ποιος άραγε να ήταν ο προορισμός του; Τα ξωτικά του σκοτεινού δάσους άρχισαν να διερωτώνται αναμεταξύ τους καθώς εκείνος περνούσε τα πρώτα δέντρα.

«Τον βλέπεις;»
«Ίσα που τον βλέπω…»
«Τον ξέρεις;»
«Πρώτη φορά στα μέρη τούτα θαρρώ πως περπατεί…»
«Που να πηγαίνει ξέρεις;»
«Πέρα από αυτόν τον κόσμο νομίζω θε να βγει…»
Κι έπειτα σώπασαν να δουν τον σκοτεινό άντρα που διέσχιζε τη γη τους…


Μαύρη πανοπλία φορούσε. Κι ο ίδιος πάνω σε μαύρο άλογο. Όλα μαύρα όπως κι η νύχτα εκείνη που τον αντίκριζαν για πρώτη φορά.
Μαύρη και η καρδιά του…

Μόνο ο ήχος από τα βαριά πέλματα του αλόγου έφταναν στα αυτιά του καθώς εκείνο βημάτιζε πάνω στο νωπό και γεμάτο βρύα και λειχήνες έδαφος. Τίποτα άλλο δεν μπορούσε να ακούσει. Βυθισμένος στις σκέψεις του δεν τον ένοιαζε διόλου ο προορισμός… Είχε αφεθεί απλώς να πηγαίνει…
Που θα πήγαινε άλλωστε; Που αλλού θα μπορούσε να πάει; Σπίτι του… Και το άλογο του τον γνώριζε καλά τούτο το δρόμο.
Πώς θα αντίκριζε τους δικούς του; Τι θα τους έλεγε; Είναι δύσκολο πολύ να είσαι μαντατοφόρος θλιβερών ειδήσεων. Χάνεις τα λόγια… Δε ξέρεις τι να πεις… Θαρρείς πως κουβαλάς το μεγαλύτερο βάρος του κόσμου. Κι είσαι εσύ αυτός που πρέπει να το σηκώσει…
Ο πόλεμος ποτέ δε δίνει κάτι, μονάχα παίρνει…Μονάχα αφαιρεί…
Σκορπίζει το φόβο, τον τρόμο, και την καταστροφή απ’όπου κι αν περάσει…
Αρπάζει ανθρώπινες ζωές και γεμίζει με πόνο τις καρδιές όσων μένουν πίσω.
Κι η δική του καρδιά πλημμυρισμένη με πόνο ήταν…

Αυτή η ήττα ήταν η χειρότερη όλων. Όχι, όχι γιατί θα έχαναν τον πόλεμο…
Σε αυτή τη μάχη έχασε τον αδερφό του…
Κι όχι μόνο…
Σε αυτή τη μάχη έχασε και τον καλύτερο του φίλο…
Θάνατος παντού…

Ίσως κι ο ίδιος να ήταν νεκρός τώρα και να μην το είχε καταλάβει. Πώς αλλιώς να ένιωθε αυτό το κενό; Πώς αλλιώς να ένιωθε τόσο άδειος; Και ποιο άγνωστο μέρος ήταν αυτό που περπατούσε; Τι περίεργοι ψίθυροι ήταν αυτοί που άκουγε; Μάλλον στον Κάτω Κόσμο έφτανε…

Για μια στιγμή ανασήκωσε το κεφάλι του και πήγε να πει κάτι, μα σώπασε…
Ύστερα χαμήλωσε πάλι το βλέμμα του στο μαύρο χώμα και χάθηκε πάλι στο λαβύρινθο των βασανιστικών σκέψεων του…

Δεν τον ένοιαζε διόλου ο προορισμός…



29 Αυγούστου 2011

Επιστροφή...




Άλλο ένα όμορφο καλοκαίρι έφτασε στο τέλος του...
Ελπίζω όλοι σας να περάσατε όμορφα! 
Να  χορτάσατε το γαλάζιο του ουρανού κ της θάλασσας...
Να γευτήκατε την αλμύρα των κυμάτων που έσκαγαν πάνω σας...
Να φτιάξατε κάστρα στην ψιλή άμμο...
Να μαζέψατε πολύχρωμα κοχύλια ως ενθύμιο του φετινού καλοκαιριού...
Να γεμίσατε με άμμο τα βιβλία που διαβάζατε στην ξαπλώστρα...
Να τρέξατε σαν μικρά παιδιά στις αμμουδερές παραλίες...
Να πήρατε χρωματάκι από τον ήλιο...
Να ονειρευτήκατε μπροστά στο μεγαλείο των χρωμάτων του ουρανού την ώρα του ηλιοβασιλέματος...
Να χαζέψατε τα άπειρα αστέρια του νυχτερινού καλοκαιρινού ουρανού κ να κάνατε πολλές ευχές κάθε φορά που ένα από αυτά έπεφτε στη γη...
Να φάγατε πολλά παγωτά κ γρανίτες...
Να ξεκουραστήκατε πλήρως...
Να είστε έτοιμοι να υποδεχθείτε ακόμη ένα φθινόπωρο...

Εύχομαι σε όλου σας να έχετε καλή αρχή σε ό,τι κι αν σκοπεύετε να κάνετε από 'δω κ πέρα. Ο Σεπτέμβριος είναι μήνας Νέας Αρχής κι ελπίζω αυτή η αρχή να μη σας βασανίσει κ να μη σας κουράσει καθόλου. 

Το ξέρω πως χάθηκα, μα ήθελα λίγο χρόνο μακριά απ'όλα όσα αφορούν το θέμα "γράφω"! 
Δεν φαντάζεστε πόσο μου έλειψε, μα είμαι πια σίγουρη πως αυτό είναι που θέλω πολύ στη ζωή μου! 
Θα τα λέμε συχνά...

Καλό φθινόπωρο φίλοι μου!