Κατά έναν παράξενο τρόπο, τα πάντα είναι σκοτεινά σε τούτο το μέρος. Είναι λες και σκεπάζονται όλο τον χρόνο από ένα σύννεφο ομίχλης που τα εμποδίζει να φανερωθούν και να αναδείξουν τα χρώματά τους. Όλα μοιάζουν να είναι στοιχειωμένα, σαν σκηνικό από κάποιο παραμύθι τρόμου. Στα δεκαπέντε μου χρόνια, δε θυμάμαι να είδα ποτέ μου τον ήλιο, παρά μόνο τις λιγοστές αχτίνες του, να προσπαθούν να δραπετεύσουν ανάμεσα από τα πυκνά γκρίζα σύννεφα που κοσμούν διαρκώς τον ουρανό που βρίσκεται από πάνω μας. Μάταια όμως, δεν κατάφεραν ποτέ να φτάσουν εδώ κάτω και να ζεστάνουν τούτη την κρύα γη. Μήτε και τους ανθρώπους της…
Εδώ βρέχει σχεδόν κάθε μέρα. Κι όταν δεν βρέχει, είναι γιατί χιονίζει. Δεν με ενοχλεί η βροχή, αντιθέτως την αγαπώ. Ή τέλος πάντων, έμαθα να την αγαπώ μην έχοντας κάποιον άλλον για συντροφιά. Ο ήχος που αφήνουν οι σταγόνες της πάνω στις ξύλινες στέγες των σπιτιών, είναι το μόνο πράγμα που με κάνει να πιστεύω πως σε τούτο το μέρος υπάρχει ζωή. Οι χωμάτινοι δρόμοι γίνονται λάσπη, τα κάρα και τα άλογα μοχθούν να τους διαβούν και οι οδηγοί τους αρχίζουν τις φωνές πλημμυρίζοντας την ατμόσφαιρα με ανθρώπινους ήχους. Ακόμα ένα σπάνιο δείγμα ζωής που με κάνει να χαίρομαι. Τελικά μάλλον για αυτό δεν συμπαθώ το χιόνι. Βλέπεις, είναι αθόρυβο.
Αθόρυβοι είναι και οι άνθρωποι εδώ. Κανείς δεν μιλάει σε κανέναν. Κανείς δεν έχει φίλους κι ούτε προσπάθησε να κάνει ποτέ. Ο κόσμος πηγαίνει και έρχεται από τις δουλειές του στα χωράφια με σκυφτό το κεφάλι, μην τύχει και συναντήσει κάποιον και αναγκαστεί να του μιλήσει. Πριν ακόμα νυχτώσει, όλοι τους κλειδώνονται στα σπίτια και το χωριό ερημώνει. Στο μόνο μέρος που μπορείς να δεις πολλούς ανθρώπους μαζί, είναι τις Κυριακές στην εκκλησία. Μα κι εκεί, μόλις η λειτουργία φτάνει στο τέλος της, όλοι τρέχουν να κρυφτούν για να μη μιλήσουν σε κανέναν. Ούτε καν το σχολείο δε λειτουργεί. Τα περισσότερα παιδιά που βρίσκονται εδώ, μόλις που ξέρουνε να διαβάζουνε κ να γράφουνε μερικές λέξεις. Εγώ στάθηκα τυχερή σε αυτό το θέμα. Ο πατέρας μου είναι από τους πλουσιότερους κτηματίες της περιοχής κι έτσι είχα την πολυτέλεια να μεγαλώσω με γκουβερνάντα. Η μαντάμ Λουντβίν, μου έμαθε όχι μόνο να διαβάζω και να γράφω, μα ακόμα να μιλάω γαλλικά, να μετράω και να κάνω πράξεις, να παίζω πιάνο, να ζωγραφίζω και να πλέκω. Θυμάμαι ήμουν μικρό κοριτσάκι όταν ο πατέρας μου την έφερε στην ιδιοκτησία μας, ερχόμενος από το Παρίσι, για να αναλάβει την ανατροφή μου. Φορούσε ένα μεγάλο ολοστρόγγυλο καπέλο στο χρώμα της ώχρας, διακοσμημένο με δυο μεγάλα λευκά φτερά. Ήταν τόσο ταιριαστό με τις κατάξανθες μπούκλες της που πλαισίωναν το γοητευτικό πρόσωπό της, και θυμάμαι δύσκολα μπορούσε να πάρει κάποιος τα μάτια του από πάνω της. Το κοίταζα με ζήλο παρά το νεαρό της ηλικίας μου και ήθελα τόσο να το κάνω δικό μου. Μερικά χρόνια μετά, όταν της εκμυστηρεύτηκα τις σκέψεις μου για αυτό το καπέλο προσφέρθηκε να μου το χαρίσει. Η μαντάμ Λουντβίν υπήρξε για μένα η μητέρα που δε γνώρισα ποτέ. Η πραγματική μου μητέρα χάθηκε πριν δεκαπέντε χρόνια, την ίδια νύχτα που με έφερε στον κόσμο. Η γέννα ήταν πολύ δύσκολη κι έχασε τόσο αίμα, που στάθηκε αδύνατον να κρατηθεί ζωντανή. Μετά βίας σώθηκα κι εγώ. Ο πατέρας μου αρνήθηκε να αποδεχτεί το χαμό της και την επομένη έφυγε κατευθείαν για το εξωτερικό. Έλειψε για δυο ολόκληρα χρόνια, αφού του ήταν αδύνατον να επιστρέψει στο σπίτι του και να μην τον περιμένει η γυναίκα του. Τον καιρό εκείνο, ταξίδεψε ανά τον κόσμο και ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη δουλειά του, προσπαθώντας να ξεχάσει το τραγικό συμβάν. Επέστρεψε όταν ήδη περπατούσα μα ακόμα δεν είχα μάθει να μιλάω. Κι άργησα πολύ να μιλήσω. Υποσυνείδητα κρατούσα θυμό στον πατέρα μου για εκείνη την απουσία του, μα ήμουν τόσο μικρή που κανένας δε θα μπορούσε να το εξηγήσει λογικά. Περισσότερο έμοιαζε με ένστικτο. Κάτι μέσα μου, μου έλεγε να μην εμπιστεύομαι αυτό τον άγνωστο άνθρωπο –γιατί άγνωστος ήταν για μένα- και φοβόμουν να μιλήσω. Ο πατέρας μου μετάνιωσε πολύ για εκείνη την απουσία του κι από τη στιγμή που επέστρεψε άργησε πολύ να ξαναφύγει. Τα τελευταία δυο χρόνια ξεκίνησε να ταξιδεύει πάλι. Κι αυτή τη φορά, εξαιτίας ενός χαμού έφυγε. Ήταν η σειρά της μαντάμ Λουντβίν να μας αφήσει. Πριν δυο χειμώνες, αρρώστησε βαριά από πνευμονία και μέσα σε δέκα μέρες πέθανε. Από εκείνη την ημέρα, νιώθω πιο μόνη από ποτέ. Έχασα τον μοναδικό άνθρωπο που ένιωθα τόσο κοντά μου.
Και τώρα μονάχη μου είμαι. Ο πατέρας έφυγε αρχές φθινοπώρου και θα επιστρέψει σε δυο μήνες, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, για να περάσουμε μαζί τις γιορτές. Κάθομαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου. Έχω κλείσει τα μάτια μου κι ακούω μονάχα τις σταγόνες της βροχής να χτυπάνε το τζάμι στο παράθυρο μου.
Τουλάχιστον έχω αυτές να μου κρατάνε συντροφιά…
Συνεχίζεται...
Πανεμορφο....οι εικονες που με εκανες να δημιουργω στο μυαλο μου κ τα συναισθηματα που μου μετεδωσες ειναι τρομερα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠραγματικα μ'αρεσει πολυ ο τροπος γραφης σου...!
Όμορφο ατμοσφαιρικό ξεκίνημα. Μου θυμίζει αγγλικό στυλ. Περιμένω την συνέχεια με μεγάλο ενδιαφέρον.
ΑπάντησηΔιαγραφή@Artemis καλή μου,
ΑπάντησηΔιαγραφήχαίρομαι πολύ που σου αρέσει ο τρόπος που γράφω!
Μακάρι κ η συνέχεια να σε κάνει να νιώσεις τόσα συναισθήματα!
Καλο βραδάκι κοπέλα μου!
@Χριστόφορε μου,
ΑπάντησηΔιαγραφήκι εμένα αγγλικό στυλ μου θυμίζει! Μάλλον θα φταίει η γκουβερνάντα! Πάντως πρέπι να παραδεχτώ πως έχω διαβάσει και "Τζέιν Έηρ" και "Ανεμοδαρμένα Ύψη" και "Περηφάνια και προκατάληψη" κτλ.
Καλό βράδυ φίλε μου!
Ωραία γνωρίσαμε λίγο την ηρωίδα μας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίμαι περίεργος να δω τι συμβαίνει στον περίγυρώ της, φαίνεται λίγο μυστήριο το μέρος.
@Νυχτερινή Πένα
ΑπάντησηΔιαγραφήσιγά σιγά θα τα μάθεις όλα! Όλα θα αρχίσουν να ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια σου καθώς θα έρχονται οι συνέχειες!
Καλό βραδάκι!
;-)