Συνέχεια από το προηγούμενο : Από αυτό το σημείο, μπορούσε να αναγνωρίσει πως ήταν η μία από τα δύο κορίτσια που είχαν βγει από το κλαμπ και τον κορόιδευαν. Τα λιγοστά της ρούχα κάλυπταν μετά βίας τα απαραίτητα, ενώ ο τρόπος που κουνιόταν καθώς περπατούσε, κάθε άλλο παρά σεμνός ήταν. «Κι ύστερα λέτε γιατί σας πειράζουν οι άντρες τσουλάκια…» είπε σχεδόν από μέσα του την ώρα που περνούσε από μπροστά του.
Εκείνη έστρεψε το βλέμμα της προς το μέρος του σαν να τον άκουσε, αλλά γρήγορα έσκυψε το κεφάλι και συνέχισε το δρόμο της. Με θολωμένο το νου του, σηκώθηκε από τη θέση του κι άρχισε να την ακολουθεί. Μόνο την οργή του σκεφτόταν…
----------------------------------
Επιτάχυνε το βήμα του και γρήγορα έφτασε ακριβώς από πίσω της. Από τόσο κοντά, μπορούσε να θαυμάσει ανενόχλητος τα ζουμερά οπίσθιά της που διαγράφονταν πεντακάθαρα κάτω από την υποτυπώδη φούστα που φορούσε. Σε κάθε της βήμα λικνίζονταν ρυθμικά και προκλητικά, κάνοντας τον να ιδρώνει και να ερεθίζεται. Κοιτάζοντας τα με λαιμαργία, ένιωσε το πουκάμισο του να τον πνίγει στο λαιμό και ξεκούμπωσε λίγα κουμπιά για να μπορέσει να αναπνεύσει καλύτερα. Έχοντας το βλέμμα του διαρκώς καρφωμένο στο πίσω μέρος του κορμιού της, συνέχισε να την ακολουθεί, ενώ το μυαλό του γέμιζε συνεχώς με ένα σωρό πρόστυχες σκέψεις που τον άναβαν όλο και περισσότερο. Το τολμηρό της ντύσιμο άλλωστε, άφηνε πολύ λίγα ελεύθερα στη φαντασία των ανδρών. Τα γυμνά της πόδια, οι πλούσιοι γλουτοί της και η λεπτή της μέση σε συνδυασμό με το προκλητικό της περπάτημα, τον έκαναν να χάνει το μυαλό του. Μέσα στη ζάλη του δεν υπολόγιζε τίποτα. Δεν τον ένοιαζε τι θα κάνει, πώς θα το κάνει και γιατί. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να κάνει απόψε αυτή τη γυναίκα δική του. Την ήθελε απεγνωσμένα και την ήθελε αυτή τη στιγμή.
Η κοπέλα δεν άργησε να αντιληφθεί την κίνηση πίσω της. Έστρεψε διακριτικά στο πλάι το κεφάλι της και με την άκρη του ματιού της πρόλαβε να δει τον άντρα που την παρακολουθούσε.
«Αυτός είναι!» συλλογίστηκε έντρομη από μέσα της και έφερε στο μυαλό της την εικόνα του τρελού άντρα που είχε δει με την παρέα της την ώρα που έβγαιναν από το κλαμπ. Ασυναίσθητα άρχισε να περπατάει πιο γρήγορα. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά. Τόσο δυνατά που ήταν σίγουρη πως ακόμα κι εκείνος μπορούσε να την ακούσει και να αισθανθεί τον φόβο που της είχε προκαλέσει. Ο βηματισμός της ήταν τόσο γρήγορος τώρα, που σχεδόν έτρεχε.
«Ψιτ…Κοπελιά! Να… να σου πω κάατι;» ρώτησε ξαφνικά εκείνος, ενώ μόνο που τον άκουγες μπορούσες να καταλάβεις πως αυτός ο άνθρωπος είχε μεθύσει για τα καλά. Η νεαρή κοπέλα ακούγοντας την τρεμάμενη και βραχνή φωνή του πάγωσε. Για ένα λεπτό μαρμάρωσε στη θέση της μα γρήγορα συνήλθε και άρχισε να τρέχει ακόμα πιο γρήγορα. Δεν είχε άλλα περιθώρια. Έπρεπε να φύγει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα από αυτό το απόμερο μέρος. Έπρεπε να σωθεί. Αυτός ο άνθρωπος ήταν σίγουρα επικίνδυνος. Είχε προλάβει να διαβάσει καλά τα μάτια του την ώρα που την κοίταξε γεμάτος μίσος έξω από το νυχτερινό μαγαζί.
Βλέποντας την αντίδρασή της, άρχισε να τρέχει κι αυτός. Δεν άργησε να τη φτάσει, μιας που τα ψηλά της τακούνια δεν της επέτρεπαν να τρέξει με άνεση. Με μια απότομη κίνηση την άρπαξε από το χέρι της και την κόλλησε πάνω του συνεχίζοντας να την έχει πλάτη. Ταυτόχρονα έκλεισε με την ιδρωμένη του παλάμη το στόμα της για να μην φωνάξει. Η κοπέλα ίσα που πρόβαλε να βγάλει μια πνιχτή κραυγή και στη συνέχεια άρχισε να κουνάει τα χέρια και τα πόδια της προσπαθώντας να ξεφύγει από τα χέρια του. Την κρατούσε τόσο σφιχτά που της ήταν αδύνατον να δραπετεύσει.
«Έλα τώρα που το παίζεις δύσκολη…» της ψιθύρισε στο αυτί της και με τη γλώσσα του έγλειψε αργά από την μια άκρη στην άλλη, το λαιμό της. Εκείνη αηδιασμένη, συνέχισε να προσπαθεί με όλη της τη δύναμη να ξεφύγει από τη σφιχτή αγκαλιά του, μα ήδη φαινόταν να έχει κουραστεί. Η απελπισία την είχε ήδη καταβάλλει και σιγά σιγά συνειδητοποιούσε τι επρόκειτο να της συμβεί. Με μιας, τα μάτια της γέμισαν δάκρυα κι άρχισαν να τρέχουν στα μάγουλά της βρέχοντας το χέρι του που κρατούσε τα χείλη της ερμητικά κλειστά. Ένα βουβό παρακαλητό ηχούσε από μέσα της εκλιπαρώντας τον να τη λυπηθεί.
«Φοβάσαι κούκλα μου;… Πες μου… Πες μου… Φοβάσαι;» τη ρώτησε και η φωνή του έτρεμε από τον πόθο να την κάνει δικιά του. Το κορίτσι μη μπορώντας να βγάλει μιλιά, έγνεψε πολλές φορές καταφατικά το κεφάλι του ενώ τα μάτια του συνέχιζαν να είναι πλημμυρισμένα με δάκρυα.
«Το ξέρεις… πως με φτιάχνεις πολύ που… φοβάσαι; Με έχεις…με έχεις καυλώσει τρελά… το ξέρεις;» συνέχισε να τη ρωτάει ενώ ήταν σίγουρος πως δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο. «Το νιώθεις;» πρόσθεσε κολλώντας το σκληρό μόριο του με όλη του τη δύναμη πάνω της. «Σε ρωτώ…το νιώθεις;» συνέχισε κι άρχισε να τρίβεται με αργούς ρυθμούς πάνω της ενώ με το μυαλό του φανταζόταν ήδη πως έκανε πραγματικά έρωτα μαζί της. Δεν περίμενε να ακούσει τίποτα. Το ήξερε πως η κοπέλα είχε παραδοθεί στη μοίρα της τώρα πια. Την τράβηξε με γρήγορες κινήσεις ανάμεσα σε μερικές δάφνες και την ξάπλωσε στο γρασίδι κρατώντας πάντα το στόμα της κλειστό. Με όσες δυνάμεις της είχαν απομείνει η νεαρή κοπέλα προσπαθούσε να τον διώξει από πάνω της χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα και τα χέρια και τα πόδια της, δίνοντάς του μπουνιές και κλοτσιές. Την είχε μπροστά του να κλαίει και να ζητάει το έλεος του, μα καρφί δεν του καιγόταν.
« Σκάσε μωρή… που θέλετε να σας λυπηθούμε κιόλας…Βούλωσέ το!» της είπε αγριεμένος ενώ είχε ανέβει από πάνω της και με το ένα του χέρι προσπαθούσε να ανεβάσει τη φούστα της. «Θα δεις… Θα σου αρέσει… πολύ! Δε θα σε πονέσω καθόλου!... Τι μου μυξοκλαίς; Μήπως μου είσαι καμιά… παρθένα;» της είπε γεμάτος ειρωνεία και άρχισε να γελάει ενώ ταυτόχρονα συνέχισε να της βγάζει τα ρούχα. Άφησε για ένα λεπτό ελεύθερο το στόμα της για να σκίσει τη μπλούζα της κι εκείνη άρχισε αμέσως να ουρλιάζει βοήθεια!
«Βοήθεια! Σε… παρακαλώ… Σε παρα…καλώ… Μη μου κάνεις…μη μου κάνεις κακό! Λυπήσου με!». Η κοπέλα του μιλούσε με δυσκολία αφού μέσα στα αναφιλητά της ίσα που μπορούσε να καταλάβει τι του έλεγε. Τον εκλιπαρούσε να της δείξει έλεος και να την αφήσει, μα εκείνος φαινόταν να είναι ανένδοτος. Σήκωσε το χέρι του και της έδωσε ένα δυνατό χαστούκι στο πρόσωπο. Τόσο δυνατό που η μύτη της άνοιξε και το αίμα άρχισε να βρέχει κι αυτό μαζί με τα δάκρυα το πρόσωπό της.
«Σου είπα να το βουλώσεις μωρή! Δεν ακούς…» της είπε, ενώ με ένα κομμάτι από την σκισμένη της μπλούζα έδενε τώρα το στόμα της για να μη μπορέσει να ξαναμιλήσει. «Εμένα ποιος με λυπήθηκε μου λες; Ποιος; » τη ρώτησε φέρνοντας στο νου του τα προηγούμενα λόγια της. «Κανένας δε με λυπήθηκε εμένα! Ούτε μια φορά! Κανένας! Με ακούς;» της φώναξε αγανακτισμένος έχοντας κολλήσει το κεφάλι του πάνω στο δικό της και περνώντας τα χέρια του γύρω από το λαιμό της. Στο μυαλό του ήρθε ξανά εκείνη η μοιραία σκηνή της γυναίκας του και του άγνωστου άντρα να κάνουν έρωτα μεθυσμένοι από το πάθος και την ηδονή πάνω στο διπλό τους κρεβάτι. Τα μάτια του γούρλωσαν και τώρα πετούσαν σπίθες. Η φωνή του έτρεμε από θυμό και τα χέρια του την έσφιγγαν τόσο δυνατά που σε λίγο θα την έπνιγε. Είχε χάσει τελείως την ψυχραιμία του και δεν ήξερε τι έκανε.
Άξαφνα όμως, χαλάρωσε. Άφησε τα χέρια του ελεύθερα να κρεμαστούν στο πλάι του κορμιού του και τη ματιά του να χαθεί κάπου στο μαύρο σκοτάδι. Δεν έβλεπε, δεν άκουγε, δεν αισθανόταν τίποτα. Εντελώς τίποτα. Έσκυψε και κοίταξε το κορίτσι που βρισκόταν από κάτω του. Είχε μείνει λιπόθυμο και δεν κουνιόταν καθόλου.
«Τι έκανες;… Τι κάνεις; Τι;» ρωτούσε τον εαυτό του τρέμοντας και προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει σε τι σημείο είχε φτάσει. «Πώς κατάντησες έτσι;» συνέχισε κοιτάζοντας τα δυο του χέρια που είχαν βραχεί με το αίμα και τα δάκρυα της κοπέλας. Δεν μπορούσε ούτε ο ίδιος να καταλάβει πως είχε αφήσει τον εαυτό του να φτάσει τόσο χαμηλά, σε αυτή την παρακμή, κάνοντας τέτοιες αθλιότητες. Σηκώθηκε γρήγορα από το λιπόθυμο σώμα του νεαρού κοριτσιού κι άρχισε να τρέχει έντρομος. Έπρεπε να φύγει γρήγορα από αυτό το μέρος. Δεν άργησε να βρει την κατηφόρα που είχε δει νωρίτερα. Άρχισε να κατεβαίνει με γρήγορο βήμα το δρόμο, ενώ μπροστά του τα φώτα της πόλης τον ζάλιζαν.
Θα έβρισκε ένα ταξί και θα γύριζε αμέσως σπίτι να ηρεμήσει.
Ξημέρωνε μια νέα μέρα…
Και μια καινούργια ζωή ήλπιζε…