Ρώμη
Ο ηλικιωμένος άντρας ανέβηκε βιαστικά τα εξωτερικά σκαλιά του ψηλού κτιρίου στην λεωφόρο Gregorio VII και πέρασε την είσοδο. Κατευθύνθηκε προς το ασανσέρ με το βλέμμα καρφωμένο στο πάτωμα αδιαφορώντας για όσους υπήρχαν γύρω του. Βγαίνοντας, άνοιξε την ξύλινη πόρτα ακριβώς μπροστά του και πέρασε στο μεγάλο δωμάτιο. Ήταν ένα ευρύχωρο γραφείο με δυο μεγάλα παράθυρα στη δεξιά και στην αριστερή πλευρά του. Οι κόκκινες βελούδινες κουρτίνες ήταν κλειστές και ο χώρος ήταν σκοτεινός. Το λιγοστό φως που υπήρχε στο δωμάτιο ήταν αυτό μιας μικρής λάμπας που βρισκόταν πάνω στο γραφείο.
Ο άντρας κρέμασε το μαύρο σακάκι του και έβαλε να πιει ένα ποτό. Πλησίασε στο παράθυρο και τράβηξε την βαριά κουρτίνα για να κοιτάξει απ’έξω. Έβλεπε να απλώνεται μπροστά του η πόλη του Βατικανού ενώ ο πελώριος τρούλος του Αγίου Πέτρου υψωνόταν επιβλητικά ακριβώς απέναντι του . Είχε αρχίσει να νυχτώνει και τα φώτα είχαν ανάψει παντού γεμάτα άρνηση να επιτρέψουν στην αιώνια πόλη να κοιμηθεί. Έκλεισε πάλι την κουρτίνα και προχώρησε με αργά βήματα προς το γραφείο του. Ένιωθε εξαντλημένος και τράβηξε την καρέκλα για να καθίσει. Δεν ήθελε να σκέφτεται τίποτα. Του ήταν όμως τόσο δύσκολο. Τα μάτια του έμειναν να κοιτάζουν τη συσκευή τηλεφώνου που βρισκόταν μπροστά του. Έκανε να σηκώσει το ακουστικό αλλά το μετάνιωσε... Προσπάθησε για άλλη μια φορά και με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα το έφερε στο αυτί του.
Η φανερά εκνευρισμένη φωνή ενός νεαρού άντρα του απάντησε αμέσως : « Νόμιζα πως είχαμε συμφωνήσει ότι από εδώ και στο εξής θα τα λέμε μόνο από κοντά και όχι από το τηλέφωνο…Είναι επικίνδυνο…δεν το καταλαβαίνεις; Τι θέλεις;»
« Δεν χρειάζεται να ανησυχείς… Θα είμαι προσεκτικός σε ότι θα πω. Ήθελα μόνο να ξέρω πότε φεύγεις… Πρέπει να κινηθείς γρήγορα…Δεν θέλω να καθυστερούμε άλλο…» του απάντησε ο ηλικιωμένος άντρας.
« Είναι όλα έτοιμα.. Φεύγω την Τρίτη το πρωί. Ως τότε θέλω να κανονίσω κάποιες λεπτομέρειες που έχουν απομείνει αλλά μην σε απασχολεί…είναι όλα υπό έλεγχο.» τον διαβεβαίωσε εκείνος.
« Να είσαι προσεχτικός και να κάνεις ότι συμφωνήσαμε…Πρέπει να είσαι συνεχώς κοντά της…να ξέρεις την κάθε της κίνηση ανά πάσα ώρα και στιγμή και να μην την αφήσεις δευτερόλεπτο από τα μάτια σου. Κάνε την να σε εμπιστευτεί …όσο καιρό κι αν χρειαστεί να πάρει αυτό…Προσπάθησε να μάθεις όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα…Μόνο πρόσεχε να μην καταλάβει το ποιος πραγματικά είσαι…το τι πραγματικά θες από αυτήν…Κι όταν τα καταφέρεις όλα αυτά...τότε κάν’το! Κάν’το γιατί πρέπει να τελειώνουμε γρήγορα, το κατάλαβες;» του είπε και του τόνισε ότι όλα έπρεπε να γίνουν όπως του τα είχε υποδείξει.
« Ξέρω ήδη που εργάζεται… Θα βρω κάποιον τρόπο να την πλησιάσω και όλα θα γίνουν όπως πρέπει…» του απάντησε εκείνος.
Ο ηλικιωμένος άντρας άναψε το τσιγάρο που κρατούσε αρκετή ώρα στο χέρι του και φύσηξε τον καπνό μακριά κοιτώντας τον φάκελο που είχε βγάλει από τον δερμάτινο χαρτοφύλακα του.
Τότε πρόσθεσε : « Μόλις φτάσεις κοίταξε να μου στείλεις την διεύθυνση στην οποία θα μένεις… Θέλω να σου στείλω κάποια έγγραφα …πρόκειται για πολύ σημαντικές πληροφορίες τις οποίες καλό θα ήταν να συμβουλευτείς πριν κάνεις οποιαδήποτε κίνηση.»
«Θα στη στείλω το συντομότερο δυνατόν…Καλό θα ήταν να σε αφήσω τώρα…Θα έχεις νέα μου σύντομα… Καληνύχτα!»
« Καληνύχτα…» απάντησε και εκείνος με τη σειρά του, ενώ είχε ήδη βολέψει το ακουστικό στη θέση του.
Ήξερε ότι η νύχτα θα ήταν μεγάλη για εκείνον, αφού δεν θα έπαυε να σκέφτεται τις συνέπειες των όσων είχε σχεδιάσει να κάνει….
Ίσως να καταστρεφόταν για πάντα…
Ο ηλικιωμένος άντρας ανέβηκε βιαστικά τα εξωτερικά σκαλιά του ψηλού κτιρίου στην λεωφόρο Gregorio VII και πέρασε την είσοδο. Κατευθύνθηκε προς το ασανσέρ με το βλέμμα καρφωμένο στο πάτωμα αδιαφορώντας για όσους υπήρχαν γύρω του. Βγαίνοντας, άνοιξε την ξύλινη πόρτα ακριβώς μπροστά του και πέρασε στο μεγάλο δωμάτιο. Ήταν ένα ευρύχωρο γραφείο με δυο μεγάλα παράθυρα στη δεξιά και στην αριστερή πλευρά του. Οι κόκκινες βελούδινες κουρτίνες ήταν κλειστές και ο χώρος ήταν σκοτεινός. Το λιγοστό φως που υπήρχε στο δωμάτιο ήταν αυτό μιας μικρής λάμπας που βρισκόταν πάνω στο γραφείο.
Ο άντρας κρέμασε το μαύρο σακάκι του και έβαλε να πιει ένα ποτό. Πλησίασε στο παράθυρο και τράβηξε την βαριά κουρτίνα για να κοιτάξει απ’έξω. Έβλεπε να απλώνεται μπροστά του η πόλη του Βατικανού ενώ ο πελώριος τρούλος του Αγίου Πέτρου υψωνόταν επιβλητικά ακριβώς απέναντι του . Είχε αρχίσει να νυχτώνει και τα φώτα είχαν ανάψει παντού γεμάτα άρνηση να επιτρέψουν στην αιώνια πόλη να κοιμηθεί. Έκλεισε πάλι την κουρτίνα και προχώρησε με αργά βήματα προς το γραφείο του. Ένιωθε εξαντλημένος και τράβηξε την καρέκλα για να καθίσει. Δεν ήθελε να σκέφτεται τίποτα. Του ήταν όμως τόσο δύσκολο. Τα μάτια του έμειναν να κοιτάζουν τη συσκευή τηλεφώνου που βρισκόταν μπροστά του. Έκανε να σηκώσει το ακουστικό αλλά το μετάνιωσε... Προσπάθησε για άλλη μια φορά και με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα το έφερε στο αυτί του.
Η φανερά εκνευρισμένη φωνή ενός νεαρού άντρα του απάντησε αμέσως : « Νόμιζα πως είχαμε συμφωνήσει ότι από εδώ και στο εξής θα τα λέμε μόνο από κοντά και όχι από το τηλέφωνο…Είναι επικίνδυνο…δεν το καταλαβαίνεις; Τι θέλεις;»
« Δεν χρειάζεται να ανησυχείς… Θα είμαι προσεκτικός σε ότι θα πω. Ήθελα μόνο να ξέρω πότε φεύγεις… Πρέπει να κινηθείς γρήγορα…Δεν θέλω να καθυστερούμε άλλο…» του απάντησε ο ηλικιωμένος άντρας.
« Είναι όλα έτοιμα.. Φεύγω την Τρίτη το πρωί. Ως τότε θέλω να κανονίσω κάποιες λεπτομέρειες που έχουν απομείνει αλλά μην σε απασχολεί…είναι όλα υπό έλεγχο.» τον διαβεβαίωσε εκείνος.
« Να είσαι προσεχτικός και να κάνεις ότι συμφωνήσαμε…Πρέπει να είσαι συνεχώς κοντά της…να ξέρεις την κάθε της κίνηση ανά πάσα ώρα και στιγμή και να μην την αφήσεις δευτερόλεπτο από τα μάτια σου. Κάνε την να σε εμπιστευτεί …όσο καιρό κι αν χρειαστεί να πάρει αυτό…Προσπάθησε να μάθεις όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα…Μόνο πρόσεχε να μην καταλάβει το ποιος πραγματικά είσαι…το τι πραγματικά θες από αυτήν…Κι όταν τα καταφέρεις όλα αυτά...τότε κάν’το! Κάν’το γιατί πρέπει να τελειώνουμε γρήγορα, το κατάλαβες;» του είπε και του τόνισε ότι όλα έπρεπε να γίνουν όπως του τα είχε υποδείξει.
« Ξέρω ήδη που εργάζεται… Θα βρω κάποιον τρόπο να την πλησιάσω και όλα θα γίνουν όπως πρέπει…» του απάντησε εκείνος.
Ο ηλικιωμένος άντρας άναψε το τσιγάρο που κρατούσε αρκετή ώρα στο χέρι του και φύσηξε τον καπνό μακριά κοιτώντας τον φάκελο που είχε βγάλει από τον δερμάτινο χαρτοφύλακα του.
Τότε πρόσθεσε : « Μόλις φτάσεις κοίταξε να μου στείλεις την διεύθυνση στην οποία θα μένεις… Θέλω να σου στείλω κάποια έγγραφα …πρόκειται για πολύ σημαντικές πληροφορίες τις οποίες καλό θα ήταν να συμβουλευτείς πριν κάνεις οποιαδήποτε κίνηση.»
«Θα στη στείλω το συντομότερο δυνατόν…Καλό θα ήταν να σε αφήσω τώρα…Θα έχεις νέα μου σύντομα… Καληνύχτα!»
« Καληνύχτα…» απάντησε και εκείνος με τη σειρά του, ενώ είχε ήδη βολέψει το ακουστικό στη θέση του.
Ήξερε ότι η νύχτα θα ήταν μεγάλη για εκείνον, αφού δεν θα έπαυε να σκέφτεται τις συνέπειες των όσων είχε σχεδιάσει να κάνει….
Ίσως να καταστρεφόταν για πάντα…