31 Ιανουαρίου 2010

Το δίλημμα -5 (μια ιστορία σε συνέχειες)

Ανέβηκε γρήγορα στο γραφείο της. Η Σοφία και η Ελένη δεν είχαν γυρίσει ακόμα. Αφού έβγαλε το κινητό της από την τσάντα, σχημάτισε τον αριθμό του Στέφανου ενώ ταυτόχρονα κατευθύνθηκε προς το παράθυρο για να κοιτάξει την ελάχιστη θέα που μπορούσε να έχει κανείς από το παράθυρο ενός κτιρίου στο κέντρο της πόλης. Αυτοκίνητα διέσχιζαν βιαστικά το δρόμο, ενώ κόσμος μπαινόβγαινε στα γύρω μαγαζιά. Πάντα αναρωτιόταν πως μπορεί να ψωνίζει ο κόσμος μες το μεσημέρι και με τόση ζέστη. Η ίδια προτιμούσε να κάνει τις αγορές τις, τις απογευματινές ώρες και μάλιστα όχι σε τόσο κεντρικά σημεία. Απέναντι της, έβγαινε την ώρα εκείνη από το εστιατόριο ο Δημήτρης. Τα μαύρα του μάτια, κρύβονταν τώρα πίσω από ένα ζευγάρι γυαλιά ενώ τα μαλλιά του φαίνονταν κατάξανθα καθώς έπεφτε πάνω τους ο ήλιος . Τις σκέψεις τις διέκοψε η φωνή του Στέφανου στην άλλη άκρη του τηλεφώνου. Είχε ξεχάσει πως τον είχε καλέσει και ακούγοντας τον αποτραβήχτηκε απότομα από το παράθυρο.
«Αγάπη μου;» άκουσε τη φωνή του.
«Στέφανε; Τι κάνεις; Συγνώμη που δε σου μίλησα νωρίτερα αλλά είχα μια σοβαρή συζήτηση με έναν συνεργάτη»
«Δεν πειράζει μωρό μου! Σε πήρα μήπως ήθελες το βράδυ να βγούμε έξω για φαγητό. Τι λες;» τη ρώτησε εκείνος.
«Ξέρεις δεν είμαι και πολύ καλά απόψε! Θέλεις καλύτερα να το κανονίσουμε για αύριο; Νιώθω ήδη πολύ κουρασμένη και θα προτιμούσα να κάτσω σπίτι να ξεκουραστώ. Αν θες έλα κι εσύ να μου κάνεις παρέα.»
«Πολύ καλά! Θα έρθω εγώ το βράδυ να δω πως θα είσαι κιόλας! Ελπίζω να βρεις την όρεξή σου γιατί μου λείπεις πολύ! Σ’έχω επιθυμήσει…» της απάντησε πονηρά.
«Θα δούμε…» του είπε χωρίς να ανταποκριθεί στο πείραγμα του.
«Γειά σου μωρό μου.»
«Γειά σου Στέφανε.»
Έκλεισε το τηλέφωνο και το ακούμπησε στο γραφείο της.
Την ώρα εκείνη έβλεπε τον Δημήτρη να περνάει από το διάδρομο και να κατευθύνεται προς το γραφείο του. Γύρισε να την κοιτάξει και έμεινε κάμποσο χωρίς να πει τίποτα. Ένα ελαφρύ χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του μα γρήγορα χάθηκε. Εκείνη απλώς του ανταπέδωσε το βλέμμα της χωρίς να πει κουβέντα και έπειτα έσκυψε το κεφάλι. Όταν το σήκωσε εκείνος είχε ήδη χαθεί.
Μα τι είχε πάθει; Τι της συνέβαινε; Δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της αυτόν τον άντρα που μόλις σήμερα είχε γνωρίσει. Τον σκεφτόταν συνεχώς από το πρωί. Και δεν της άρεσε καθόλου αυτό. Της ήταν τόσο άγνωστο αυτό το συναίσθημα. Το θεωρούσε τόσο απρεπές.
Αυτός ο άντρας ήταν τόσο γοητευτικός και τόσο μυστήριος που την προκαλούσε. Κι εκείνη ένιωθε ανίκανη να αντιδράσει. Το ήθελε τόσο μα δεν μπορούσε…
Πόσο θα ήθελε να ξεφύγει απ’αυτό…
Ακόμα όμως δεν ήξερε πως αυτό θα ήταν τόσο δύσκολο!

Δε θα ξεχάσω...



Μα πώς να ξεχάσω το αστέρι
που ένα φεγγαρόλουστο βράδυ κάρφωσες στα μαλλιά μου;
Που με το φως του πλημμύρισε την καρδιά μου;
που το άσπρο της λάμψης του
καθάρισε τα σκοτεινά μονοπάτια της ψυχής μου
Και μου έδωσε ελπίδα
Να ονειρεύομαι…

Μα πώς να ξεχάσω τον ήλιο
που εκείνο το ζεστό μεσημέρι άφησες στα δάχτυλά μου;
Να τον κρατώ σφιχτά μου ζήτησες
και να φωτίζω τα βήματά μου…

Μα πώς να ξεχάσω τα μάτια σου;
Δυο ήλιοι…
Δυο αστέρια…
Τον ουρανό μου χάρισες…
Μα πώς να το ξεχάσω;

29 Ιανουαρίου 2010

Το ταξίδι


Μίλα μου λίγο ακόμα…
Τώρα που φεύγω…
Τώρα που σβήνω…
Να έχω να θυμάμαι τη φωνή σου!
Ένα τραγούδι πες μου!
Πες μου εκείνο που λέγαμε μαζί τα βράδια που ξαπλώναμε στη άμμο
και μου ‘δειχνες τ’αστέρια…

Άσε με να δω τα μάτια σου
Και μην τα κρύβεις…
Μη τα γεμίζεις δάκρυα
Μην μου πονάς…
Σήκωσε το βλέμμα σου και κοίτα με
Δες μεσ’την ψυχή μου!

Κράτα με!
Σφίξε μου το χέρι να μου το ζεστάνεις
Χάιδεψε τα μαλλιά μου…

Φίλα με!
Φίλα με σου λέω…
Και να ‘ναι η γεύση των χειλιών σου στερνή μου ανάμνηση
που παίρνω μαζί μου
σε τούτο το ταξίδι που πηγαίνω…
Φίλησε το τελευταίο δάκρυ μου
Που αργοκυλάει στο πρόσωπο μου…
Πιες το και κράτησε πάντοτινα τη θύμηση μου!

27 Ιανουαρίου 2010

Τρεις ευχές


Κάποτε μου άρπαξες απ’τη ζωή το φως
Με καταδίκασες να ζω στο μαύρο σκοτάδι
Μ’άφησες τυφλή να βαδίζω στα άφεγγα μονοπάτια ενός λαβύρινθου
Και μου έκλεψες τη δύναμη να συνεχίζω να ελπίζω…

Μα εγώ νίκησα το μίσος
Συνέτριψα το φθόνο μου για σένα…

Και τρεις ευχές θα κάνω
Να συνεχίσεις να κοιτάζεις τον ήλιο…
Να συνεχίσεις να βλέπεις το φεγγάρι…
Να συνεχίσεις να αντικρίζεις τη ζωή!

Ζήσε αυτά που εγώ ποτέ μου δε θα ζήσω!

26 Ιανουαρίου 2010

Αντίο




Πόσο πόνο μπορεί ν’αντέξει μια ανθρώπινη ψυχή;
Πόσα να υποφέρει;
Έφυγες και το αντίο σου με σκότωσε.
Με κομμάτιασε…
Τι άλλο πια να περιμένω;

Καθώς σε βλέπω να ξεμακραίνεις
Μια απέραντη θλίψη μαχαιρώνει την καρδιά μου
Πνίγομαι …
Τρέμω…
Πώς θα ζήσω χωρίς εσένα;

Στερνό φιλί στέλνω στον άνεμο να σου το δώσει...
Γύρισε λίγο να με κοιτάξεις…
Εδώ είμαι…
Εδώ θα είμαι…
Αντίο αγαπημένε μου…

23 Ιανουαρίου 2010

Το δίλημμα -4 ( μια ιστορία σε συνέχειες)

Έδωσε στο μεταξύ στη βοηθό της μια λίστα πελατών με τα τηλεφωνά τους ώστε να επικοινωνήσει εκείνη μαζί τους προκειμένου να κλείσει το καθιερωμένο ραντεβού για την είσπραξη χρημάτων στο τέλος του κάθε μήνα.
« Ελένη μου ,σε παρακαλώ προσπάθησε να βρεις ώρα, να καλέσεις όσο το δυνατόν περισσότερους από αυτούς, για να έχουμε τελειώσει ως την ερχομένη εβδομάδα που αναχωρεί ο διευθυντής για Θεσσαλονίκη. Θέλω να είναι όλα έτοιμα πριν μπει ο καινούριος μήνας. Αν δεν προλαβαίνεις εσύ, δώσε και στη Σοφία να καλέσει τους μίσους για να τελειώνετε και πιο γρήγορα.»
« Μην ανησυχείς καθόλου Ελπίδα! Θα είναι όλα έτοιμα στην ώρα τους. Εξάλλου κάθε φορά είναι… Δεν καταλαβαίνω ποιός είναι ο λόγος που αγχώνεσαι τόσο πολύ κάθε φορά;» της υποσχέθηκε εκείνη περιμένοντας ταυτόχρονα μια απάντηση στο ερώτημα της.
« Θέλω να είμαι εντάξει απέναντι στον κύριο Καρρά. Με έχει εμπιστευτεί τόσες πολλές φορές και δεν θέλω να τον απογοητεύσω. Ευτυχώς που έχω και εσάς βεβαία…Με βοηθάτε τόσο πολύ και δεν ξέρω πώς να σας ευχαριστήσω…» της απάντησε, και κοίταξε ακόμα μια φορά το ρολόι στον τοίχο. Έπρεπε να βιαστεί για να έχει τελειώσει ως τις τρεις και έτσι σηκώθηκε για να πάρει από τα ράφια τους φακέλους που χρειαζόταν.
« Να είσαι σίγουρη πως ο διευθυντής σε εκτιμά ιδιαιτέρως και ξέρει πολύ καλά την ποιότητα της δουλειάς σου. Σε καμιά περίπτωση δε θα τον απογοήτευες…» της είπε η Ελένη για να την καθησυχάσει.
« Μακάρι…» ευχήθηκε η Ελπίδα κάνοντας μια προσπάθεια να διώξει από το μυαλό της την παρατήρηση που της είχε κάνει ο διευθυντής εκείνο το πρωί στη σύσκεψη. Ύστερα συγκεντρώθηκε και πάλι στους φακέλους.



Η ώρα κόντευε τρεις. Ο Δημήτρης βγήκε από το γραφείο του , πέρασε τον διάδρομο και κάλεσε το ασανσέρ για να κατέβει. Κοίταξε στο γραφείο της Ελπίδας αλλά εκείνη δεν ήταν εκεί. Σκέφτηκε ότι θα είχε ήδη κατέβει και βιάστηκε να μπει όταν οι πόρτες άνοιξαν. Το εστιατόριο βρισκόταν ακριβώς απέναντι από την εταιρεία και οι περισσότεροι από τους υπαλλήλους συνήθιζαν να περνούν εκεί τα διαλλείματα τους. Αφού πέρασε την είσοδο, κοίταξε γύρω του μήπως και την έβλεπε σε κάποιο τραπέζι. Όλα ήταν γεμάτα. Δεν ήταν εκεί…Γύρισε και κατευθύνθηκε προς το μπαρ αλλά καθώς έφτανε την είδε.
Καθόταν πλάτη σε αυτόν, πάνω σε ένα ψηλό κόκκινο σκαμπό που ερχόταν σε αντίθεση με το ασπρόμαυρο, μοντέρνα σχεδιασμένο, ντεκορ της αίθουσας. Στα χέρια της κρατούσε κάποιο περιοδικό μόδας και το ξεφύλλιζε δείχνοντας ταυτόχρονα την αδιαφορία της για το περιεχόμενο του. Τα καστανόξανθα μαλλιά της έφταναν στο ύψος της τέλειας μέσης της, η οποία διαγραφόταν πεντακάθαρα μέσα στο κίτρινο εφαρμοστό μπλουζάκι που φορούσε. Η μαύρη φούστα της, άφηνε ακάλυπτες τις λεπτές τις γάμπες που κατέληγαν σε ένα ζευγάρι ψηλοτάκουνες γόβες. Ποτέ δεν θυμόταν να είχε προσέξει τόσο πολύ την εμφάνιση μιας γυναίκας.
Στάθηκε για μια στιγμή να την χαζεύει από μακριά και ύστερα την πλησίασε.
« Τι ασυγχώρητο από μέρους μου να σας αφήσω να περιμένετε…συγνώμη που καθυστέρησα.» της είπε βυθίζοντας το βλέμμα του στα καταπράσινα ματιά της.
«Δεν είναι ακόμα τρεις…εγώ ήρθα νωρίτερα. Πρόλαβα και τελείωσα τις δουλειές μου και ανυπομονούσα να πάρω λίγο αέρα. Έτσι κατέβηκα πιο γρήγορα από εσένα. Δεν υπάρχει λόγος λοιπόν να μου ζητάς συγνώμη.» του είπε και πήρε τα μάτια της από πάνω του για να αποφύγει το έντονο βλέμμα του.
« Τώρα νιώθω καλύτερα μπορώ να ομολογήσω...»
« Εγώ πάλι όχι και τόσο…η αλήθεια είναι πως νιώθω φοβερά αμήχανα που θα πρέπει να πείσω κάποιον για το ποια πραγματικά είμαι…» του είπε ενώ σήκωσε ένα ποτήρι γεμάτο νερό που ήταν μπροστά της για να το φέρει στα χείλη της.
« Αν θέλεις μπορείς να μην το κάνεις…δε θέλω να σε πιέσω. Θα κάτσουμε απλώς να πιούμε τον καφέ μας και μετά θα γυρίσει ο καθένας στη δουλειά του. Εσύ στο γραφείο σου για να συνεχίσεις με ότι έχεις αφήσει, και εγώ στο δικό μου για να συνεχίσω να αναρωτιέμαι για τον τρόπο με τον οποίο μου μίλησες σήμερα το πρωί. Νομίζω πως δεν το άξιζα…κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον. Εσύ βέβαια μπορεί να έχεις αντίθετη άποψη. Για αυτό και ήρθα…για να την ακούσω.» της είπε με έναν τρόπο κάπως ειρωνικό.
« Νομίζω πως τώρα μου μιλάς εσύ επιθετικά Δημήτρη…Δεν ήρθα για να τσακωθούμε…ήρθα για να λύσουμε την παρεξήγηση. Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω να σου πω γιατί σου μίλησα απότομα. Απλώς μου βγήκε. Είμαι πολύ ειλικρινής μαζί σου και θα σου ζητούσα να με πιστέψεις. Δεν υπάρχει κάποιος άλλος λόγος. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει κάποιος άλλος λόγος, αφού σε ξέρω μόλις μισή μέρα.» του απάντησε και άφησε πάλι το ποτήρι στη θέση του.
« Μάλιστα...σε πιστεύω! Ελπίζω πάντως να μην σου ξαναδώσω αφορμή να θυμώσεις με κάτι που θα πω. Θα είμαι πιο προσεκτικός. Νόμιζα πως ήσουν θυμωμένη για όλα όσα σου είπα με το που σε είδα. Είναι λογικό να παραξενεύτηκες, αλλά πίστεψε με …απλώς μου βγήκε.» της είπε χρησιμοποιώντας ακριβώς την ιδία δικαιολογία με εκείνη.
« Λοιπόν…τι θα πάρεις;» τη ρώτησε δίνοντας της τον κατάλογο.
Αφού παρήγγειλαν συζήτησαν για διάφορα θέματα δουλειάς. Η ατμόσφαιρα δεν ήταν πια ηλεκτρισμένη ενώ και οι δυο τους κάθε τόσο χαμογελούσαν . Τη συζήτηση τους διέκοψε ο ήχος του κινητού τηλεφώνου της Ελπίδας.
« Με συγχωρείς λίγο…» του είπε και απάντησε.
« Έλα Στέφανε…κάνω διάλλειμα. Θα σε πάρω μόλις ανεβώ στο γραφείο μου εντάξει;…ναι…δεν μπορώ να μιλήσω τώρα…κι εγώ…φιλιά!»
Έκλεισε το κινητό και το ξανάβαλε στην τσάντα της. Κοίταξε τον Δημήτρη απέναντι της. Είχε σκύψει το κεφάλι του και το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο φλυτζάνι με τον καφέ που κρατούσε με τα δυο του χέρια. Σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε τα δικά της. Ήταν κατάμαυρα και φαίνονταν θλιμμένα.
« Δεν ήθελα να ενοχλήσω…» της είπε και κοίταξε έξω στο δρόμο.
« Μα τι είναι αυτά που λες; Δεν ενόχλησες καθόλου…σε παρακαλώ!» του απάντησε κοιτάζοντας πάλι τα μαύρα μάτια του μέχρι που ένιωσε να ζαλίζετε.
« Πρέπει να πηγαίνω…Έχω αργήσει και έχω αρκετή δουλειά…ευχαριστώ πολύ για τον καφέ!» του είπε και βιάστηκε να σηκωθεί από τη θέση της.
Έκανε να σηκωθεί για να φύγουν μαζί αλλά εκείνη είχε ήδη φτάσει στην πόρτα . Για άλλη μια φορά έμεινε να την κοιτάζει ενώ απομακρυνόταν προσπαθώντας να καταλάβει την συμπεριφορά της. Γιατί είχε φύγει τόσο ξαφνικά; Τι είχε πάθει; Από το μυαλό του πέρασαν πολλά ερωτήματα καθώς την έβλεπε να μπαίνει στο κτίριο της εταιρείας. Εκείνη την ώρα όμως, σε ένα ζητούσε απεγνωσμένα μια απάντηση...
Ποιός ήταν ο Στέφανος;

22 Ιανουαρίου 2010

Δάκρυα στον άνεμο


Τα δάκρυα μου σκορπώ στον άνεμο
να μη με δουν που κλαίω...

Βροχή να γίνουν
και να ποτίσουν
τούτη τη ξεραμένη γη που περπατώ...

Μήπως κι ανθίσει
και ζωντανέψει...

Μήπως μαζί της
γεννηθώ κι εγώ...

Φτερά από μετάξι - Πασχαλία Τραυλού

Πριν σχολιάσω το μυθιστόρημα αυτό, θα ήθελα να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ σε δυο ανθρώπους. Αρχικά στην κα Μαρία Τζιρίτα η οποία προώθησε το ιστιολόγιο μου στις εκδόσεις Ψυχογιός και δεύτερον στην κα Κλειώ Ζαχαριάδη, Marketing Manager του εκδοτικού οίκου, η οποία μου χάρισε εκ μέρους των εκδόσεων τους αυτό το εξαιρετικό βιβλίο. Θα ήθελα αρχικά να αναφερθώ στην γραφή της κας Τραυλού. Το είχα κάνει και σε προηγούμενη ανάρτηση που αφορούσε βιβλίο της αλλά πιστέψτε με, μου είναι αδύνατον να μην σχολιάσω το μοναδικό της ταλέντο να χειρίζεται τόσο επιδέξεια τον γραπτό λόγο. Δεν έχω διαβάσει ποτέ μου –παρά μόνο στα βιβλία της κας Τραυλού- σελίδες και λέξεις που με μιας να γίνονται πραγματικότητα, να νομίζεις πως βρίσκεσαι δίπλα στον ήρωα και πως από στιγμή σε στιγμή εκείνος θα σε κοιτάξει, θα σου μιλήσει… Οι περιγραφές της είναι τέτοιες που νομίζεις πως διαβάζεις ποίηση και όχι πεζογραφία. Έχουν τέτοιο συναίσθημα που είναι αδύνατον να μην αιχμαλωτίσουν την καρδιά του αναγνώστη, να μην νιώσουν τη χαρά, τη λύπη, το φόβο, την απογοήτευση και οτιδήποτε θα νιώσει ο ήρωας του μυθιστορήματος. Γιατί το μυθιστόρημα της κας Τραυλού παύει να είναι μύθος και με μιας μοιάζει να είναι η πραγματικότητα. Ας περάσω όμως στην κύρια ιστορία του βιβλίου της. Όλα θ’αρχίσουν όταν η Ευτέρπη θα βρει τον αγαπημένο της στην αγκαλιά της δίδυμης αδερφής της. Το πλήγμα που δέχεται είναι τόσο μεγάλο που αδυνατεί να τους συγχωρήσει και να τους ξαναδεί. Αυτή της η άρνηση λοιπόν θα οδηγήσει το ζευγάρι σ’ένα δυστυχισμένο γάμο και στη γέννηση ενός παιδιού .Το παιδί αυτό, η μικρή Ευδοξία, μεγαλώνει σ’ένα σπίτι με γονείς που μαλώνουν και ψιθυρίζουν τα ένοχα μυστικά τους και με μια γιαγιά που κάνει τα πάντα για να τη μισήσει. Πώς να τα’αντέξει όλα αυτά η ψυχή ενός μικρού παιδιού; Στο μυαλό της φτιάχνει έναν άγγελο με φτερά από μετάξι για να του μιλάει, για να ελπίζει… Μα ξαφνικά, ένα δυστύχημα της παίρνει τους γονείς της ενώ αφήνει την ίδια παράλυτη. Και τότε η Ευτέρπη καλείται να ξεχάσει το παρελθόν που τόσο την πόνεσε, να αποδιώξει το μίσος και να αναλάβει το παιδί της μεγάλης της αγάπης, το παιδί που δεν μπόρεσε ποτέ να έχει αυτή από ‘κείνον. Κι η μικρή Ευδοξία καλείται ν’αρχίσει έναν διαρκή αγώνα επιβιώσης.Τι θα έκανε τώρα; Πώς θα ζούσε; Πώς θ’αγαπούσε; Ποιός θα την ερωτευόταν; Δε θα γνώριζε ποτέ τον πραγματικό έρωτα; Ποτέ; Φυσικά δε θα σας αποκαλύψω τη συνέχεια… Μια σειρά γεγονότων θα αναδείξουν το χαρακτήρα της μικρής καθώς μεγαλώνει. Στην αρχή απαισιόδοξη στη συνέχεια όμως αγωνίστρια. Μάχεται ν’αποδείξει ότι είναι το ίδιο δυνατή με τους άλλους, οτί δε μειονεκτεί πουθενά. Θα πονέσει… Θα απογοητευτεί… Θα νιώσει τη λύπηση και την εκμετάλλευση κάποιων ανθρώπων…. Όμως όλα αυτά θα την κάνουν πιο δυνατή. Νομίζω πως αυτό το βιβλίο εξυμνεί το πείσμα και τη θέληση του ανθρώπου να καταφέρει πράγματα στη ζωή του. Γιατί όταν θέλεις …όλα τα μπορείς! Αξίζει λοιπόν να διαβάσετε αυτό το μοναδικό μυθιστόρημα της κας Τραυλού αφού στο τέλος θα θυμάστε πως η θέληση και η αισιοδοξία ενός ανθρώπου νικάει κάθε εχθρό και καταρρίπτει κάθε εμπόδιο.
Απόσπασμα του βιβλίου θα βρείτε εδώ

http://www.psichogios.gr/datafiles/parts/3334.pdf


Ελπίδα ζωής




Πόσες ώρες να είχαν περάσει; Πόσες μέρες;
Σίγουρα μέρες…
Είχε πάψει να υπολογίζει πια. Ούτε μπορούσε, ούτε το ήθελε. Τι νόημα είχε άλλωστε; Σε λίγο θα χανόταν για πάντα θαμμένος κάτω από τα συντρίμμια του ίδιου του σπιτιού. Τι τραγική ειρωνεία.
Εδώ είχε γεννηθεί…
Εδώ είχε μεγαλώσει…
Και τώρα ,αυτό το σπίτι τον πλάκωνε και του ‘παιρνε τη ζωή.
Δεν μπορεί να ήταν τόσο άδικη η ζωή σκέφτηκε. Τί είχε κάνει; Ποιόν είχε βλάψει; Δώδεκα χρονών αγόρι ήταν μόνο. Δεν είχε προλάβει να ζήσει τίποτα. Δεν έπρεπε να πεθάνει.
Δεν ήθελε να πεθάνει.
Πόσο ξαφνικά μπορεί ν’αλλάξει η ζωή ενός ανθρώπου…
Πόσο γρήγορα μπορεί να σε βρει το κακό…
Τη μια στιγμή, καθισμένος στο κρεβάτι του διάβαζε αμέριμνος το αγαπημένο του βιβλίο.
Και την άλλη…
Πλακωμένος από πέτρες και σίδερα.
Τι ήθελε και σκεφτόταν τώρα;
Μα έτσι δεν γίνεται όμως ;
Την ώρα που σβήνεις και χάνεις τη ζωή, αυτή δεν περνάει μπροστά απ’τα μάτια σου σαν ταινία;
Προσπάθησε να μη σκέφτεται. Θυμήθηκε πως πονούσε μα δεν μπορούσε να κουνηθεί ούτε σπιθαμή.
Διψούσε…
Ένιωσε το λαιμό του ξερό να καίει…

Και ύστερα ησυχία…

Ξαφνικά ένιωσε έναν θόρυβο από πάνω του…
Κι άλλον ένα … κι άλλον…
Δεν μπορεί να είναι αλήθεια, σκέφτηκε.
Δεν μπορεί να είναι δυνατόν…
Τρεις διαδοχικοί ήχοι
Κενό
Ξανά τρεις…
Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει δυνατά. Να ήταν γι’αυτόν;
ΕΛΠΙΔΑ…
Προσπάθησε να βγάλει μια φωνή μα ούτε ο ίδιος δεν κατάφερε να την ακούσει…
Τρεις ήχοι
Κενό
Ξανά τρεις
Και ξαφνικά κάποιος φώναξε
-Ακούει κανείς;Μ’ακούει κανείς;
Προσπάθησε να ξαναφωνάξει. Έβαλε όλη του τη δύναμη για ν’ακουστεί και μια κραυγή ξέφυγε απ’τα στήθια του…
-Εδώωω
- Μας ακούς; Άκουσε να του φωνάζουν.
- Ναι… εδώ…
απάντησε , σίγουρος ότι αυτά θα ήταν τα τελευταία λόγια που θα κατάφερνε να πει.
-Είμαστε εδώ. Σε λίγο θα σε βγάλουμε. Λίγο ακόμα και θα σε βγάλουμε. Υπομονή. Συνέχισε να μιλάς.
Τώρα άκουγε ακόμα μεγαλύτερο θόρυβο. Φωνές πολλών ανθρώπων.
Ανάμεσα τους κάποιοι φώναζαν τ’όνομά του.
Δάκρυα κύλησαν απ’τα μάτια του και έκαψαν τα μάγουλά του. Έπρεπε να κάνει μια ακόμα προσπάθεια για να φανεί δυνατός.
-Εδώωω… προσπάθησε να φωνάξει.
Τα λεπτά φάνταζαν με ώρες…
Μια μικρή χαραμάδα δίπλα του πλημμύρησε φως. Κι ύστερα πιο δίπλα… Κι άλλο φως…
ΦΩΣ
Και ξαφνικά μερικοί άντρες βρέθηκαν από πάνω του
-Μπράβο αγόρι μου. Είσαι σπουδαίος άντρας. Τα κατάφερες… του είπε ο ένας και τον τύλιξε σε μία κουβέρτα.
Τον κοίταξε στα μάτια προσπαθώντας να πει ένα ευχαριστώ μα δεν μπορούσε να βγάλει μιλιά. Με τα μάτια του μόνο του είπε αυτά που τόσο ήθελε. Με το βλέμμα του μόνο προσπάθησε να του δείξει την απέραντη ευγνωμοσύνη που ένιωθε γι’αυτούς που τον έσωσαν.
Ήταν ζωντανός…
Τα είχε καταφέρει…
ΗΤΑΝ ΖΩΝΤΑΝΟΣ

21 Ιανουαρίου 2010

Το δίλημμα -3 ( μια ιστορία σε συνέχειες)

Έκανε όλες τις δουλειές που είχαν μείνει πίσω λόγω της σύσκεψης και όταν τελείωσε, μετά από αρκετή ώρα, χαλάρωσε ακουμπώντας στην πλάτη του στο πίσω μέρος της καρέκλας για να ξεκουραστεί. Προσπάθησε όλη εκείνη την ώρα να ξεχάσει τη συμπεριφορά της Ελπίδας όμως γρήγορα πάλι γύρισε στη σκέψη του. Άρπαξε το ακουστικό του τηλεφώνου και κάλεσε το τηλεφωνικό κέντρο.
«Παρακαλώ κύριε Φωτιάδη, σε τι θα μπορούσα να σας φανώ χρήσιμη;» άκουσε από μέσα τη φωνή της τηλεφωνήτριας.
« Θα μπορούσατε παρακαλώ να με συνδέσετε με το γραφείο της κυρίας Στέργιου;»
« Μάλιστα , σας συνδέω αμέσως…»
Το τηλέφωνο είχε χτυπήσει ήδη τρεις φορές όταν τελικά άκουσε από μέσα να απαντά η Ελπίδα.
«Παρακαλώ;» ρώτησε εκείνη προσπαθώντας να τακτοποιήσει ταυτόχρονα κάποια έγγραφα που έπιαναν χώρο πάνω στο γραφείο της.
« Κανονικά εγώ θα έπρεπε να σε παρακαλέσω…Να σε παρακαλέσω να με συγχωρέσεις αν σε έφερα σε δύσκολη θέση… Θέλω να είσαι βέβαιη πως δεν ήταν καθόλου στις προθέσεις μου κάτι τέτοιο… Αντιθέτως, το μονό που ήθελα ήταν να σε βγάλω από τη δύσκολη θέση εξαιτίας της παρατήρησης που σου έγινε.» Σταμάτησε απότομα τη φράση του καταλαβαίνοντας ότι είχε πει πολλά πριν ακόμα εκείνη καταλάβει με ποιον μιλούσε.
« Δημήτρη εσύ;» του απάντησε εκείνη προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο για να επεξεργαστεί τα όσα τις είχε πει πριν από μισό λεπτό.
« Ναι Ελπίδα, δεν με κατάλαβες;» τη ρώτησε εκείνος.
«Σε κατάλαβα… απλώς δεν περίμενα να μου τηλεφωνήσεις και παραξενεύτηκα… Ειλικρινά δεν χρειάζεται να νιώθεις άσχημα. Εγώ πρέπει να ζητήσω συγνώμη που σου φέρθηκα λίγο απότομα νωρίτερα χωρίς καλά καλά να σε γνωρίζω κιόλας. Φαντάζομαι τι ιδέα θα σχημάτισες για μένα…» απάντησε νιώθοντας καλυτέρα που του είχε ζητήσει συγνώμη, αφού και η ιδία είχε καταλάβει από εκείνη ακριβώς τη στιγμή, πως ο τρόπος με τον οποίο του μιλούσε δεν ήταν καθόλου ευγενικός.
« Ξέρεις...Αν θέλεις, μπορείς να με κανείς να αλλάξω την γνώμη που σχημάτισα για σένα. Είναι στο χέρι σου! Τι θα έλεγες να πίναμε έναν καφέ μαζί ή να τρώγαμε κάτι την ώρα των διαλλειμάτων κάτω στο εστιατόριο;»
«Οπότε… είναι πολύ κακή η γνώμη σου… Για να θες να στην αλλάξω…»του είπε εκείνη φανερά ενοχλημένη ακούγοντας την αλήθεια.
« Κοίτα…μην απογοητεύεσαι και τόσο…δεν είναι δα και τόσο κακή…το βέβαιο πάντως είναι ότι μπορεί να γίνει καλύτερη!» της απάντησε ελπίζοντας να δεχτεί την πρόταση του.
«Η αλήθεια είναι Δημήτρη πως ακόμα δεν έχω τελειώσει με τις δουλειές που έχω να κάνω και φοβάμαι πως δε θα προλάβω… Καλυτέρα να πας με κάποιον άλλον για να μη σε δεσμεύω κιόλας…δεν ξερώ καθόλου τι ώρα θα έχω τελειώσει και δεν θέλω να τα αφήσω στη μέση…» ούτε και η ιδία ήξερε το γιατί, αλλά από μέσα της ευχόταν να ξαναπροσπαθήσει να της αλλάξει γνώμη.
« Μην σε απασχολεί αυτό Ελπίδα…εξάλλου έχουμε μιάμιση ώρα μέχρι τις τρεις. Φαντάζομαι ως τότε θα έχεις τελειώσει αυτό με το οποίο ασχολείσαι, δε νομίζεις;»
«Υποθέτω πως ναι…δεν είχα δει την ώρα…» του απάντησε γεμάτη ευχαρίστηση που η ευχή της είχε πραγματοποιηθεί.
«Πολύ καλά λοιπόν , θα τα πούμε στις τρεις στο εστιατόριο… να βάλετε τα δυνατά σας να με πείσετε ότι δεν είστε πράγματι κακός άνθρωπος κυρία Σέργιου…Ξέρετε πείθομαι λίγο δύσκολα και θα χρειαστούν βάσιμα επιχειρήματα για να μου αλλάξετε τη γνώμη.»της είπε με έναν αστειευόμενο τόνο στη φωνή του.
«Μάλιστα κύριε Φωτιάδη… θα κάνω ότι μπορώ. Άλλωστε πρόκειται για την υπεράσπιση του ιδίου μου του εαυτού, και σε καμιά περίπτωση δεν θα επιτρέψω να προβάλετε προς τα έξω μια λανθασμένη εικόνα για μένα. Θα τα πούμε στις τρεις λοιπόν.»
«Θα περιμένω…γεια σου!»
«Γεια σου…!»
Άφησε το ακουστικό στη θέση του και κοίταξε για άλλη μια φορά το ρολόι απέναντι στον τοίχο που έδειχνε δυο παρά είκοσι. Είχε αρκετή ώρα μέχρι τις τρεις για να τελειώσει ότι εκκρεμότητες είχαν απομείνει από τη δουλειά που είχε αναλάβει νωρίτερα …

Μαζί σου...


Θέλω μόνη μου να τον περάσω τούτο τον πόνο…
Να τον νιώσω απ’άκρη σ’άκρη στην ψυχή μου
Να τη δω να σκίζεται
να κομματιάζεται
να πνίγεται μέσ’το σκοτάδι της μοναξιάς
να πεθαίνει …

Έφυγες… και να σε δω ξανά δε θα μπορέσω…
Ή μήπως τελικά μπορώ;
Λένε πως ο θάνατος είναι γλυκός όταν εκεί θα βρείς αυτόν που αναζητάς
Μαζί σου λοιπόν θα έρθω
Στον θάνατο

Όπου εσύ… Εκεί κι εγώ…

20 Ιανουαρίου 2010

Το δίλημμα -2 ( μια ιστορία σε συνέχειες)

Αθήνα



«Έχεις το πιο απίστευτο σώμα που έχω δει ποτέ μου…» της είπε και προχώρησε στην άκρη της τετράγωνης αίθουσας η οποία λειτουργούσε ως χώρος συσκέψεων στο τέλος κάθε εβδομάδας.
«Με κάνεις και ντρέπομαι…» του απάντησε εκείνη, αφού βολεύτηκε στο δερμάτινο κάθισμα ακριβώς δίπλα του.
«Λέω απλώς αυτό που βλέπω…» της είπε χαμογελώντας.
Οι υπόλοιποι συνάδελφοι κάθισαν και αυτοί στις θέσεις τους γύρω από το μεγάλο τραπέζι περιμένοντας τον Γενικό Διευθυντή της εταιρείας για να αρχίσει η σύσκεψη.
«Αλήθεια, πως σε λένε;» τη ρώτησε κοιτάζοντας την στα μάτια.
« Ελπίδα, εσένα;»
«Εμένα με λένε Δημήτρη.»
Εκείνη, οικονομική διευθύντρια της εταιρίας τα τελευταία τρεία χρόνια, είχε μια θέση που την καθιστούσε ιδιαίτερα υπεύθυνη για όλες τις ενέργειες και τη στρατηγική της εταιρείας.
Εκείνος, έχοντας τελειώσει πολιτικός μηχανικός στο Λονδίνο τον είχαν προσλάβει στο ανάλογο τμήμα για να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Το τμήμα αυτό παλιότερα βρισκόταν στον πρώτο όροφο και μόλις πριν από δυο εβδομάδες είχε συσταθεί και αυτό στον τρίτο, αφού τον πρώτο τον προόριζαν για χώρο εκθέσεων. Έτσι λοιπόν η Ελπίδα δεν γνώριζε και πολλά πράγματα για τον γοητευτικό άνδρα που καθόταν δίπλα της.
Ο Δημήτρης ξαναπήρε το λόγο και της είπε «Ειδικά εχθές, δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω σου! Δε σε φέρνω σε δύσκολη θέση, έτσι; »
«Η αλήθεια είναι πως είμαι λίγο ντροπαλή, αλλά θα το ξεπεράσω…» του απάντησε χωρίς να τον κοιτάζει . Τα είχε χάσει.
Τι ήταν όλα αυτά; Πρώτη φορά την φλέρταραν τόσο έντονα. Κανένας άνδρας δεν της είχε μιλήσει ποτέ τόσο ανοιχτά από την πρώτη κιόλας στιγμή της γνωριμίας τους. Η Ελπίδα ήταν είκοσι έξι χρονών και είχε μια σχέση εδώ και δύο χρόνια. Τον αγαπούσε τον Στέφανο, τον αρραβωνιαστικό της. Ναι, είχαν αρραβωνιαστεί πριν ένα χρόνο και τώρα ετοιμάζονταν να βάλουν μπρος για το γάμο τους. Ωστόσο εκείνη την ώρα, το μόνο που δεν σκεφτόταν ήταν ο Στέφανος.
Ο Γενικός Διευθυντής πέρασε στην αίθουσα και κάθισε στη θέση του. Είχαν περάσει αρκετά λεπτά όταν τελικά η Ελπίδα συνειδητοποίησε ότι είχε αρχίσει η σύσκεψη…
« Εσείς τι πιστεύετε δεσποινίς Στεργίου? Πρέπει ή όχι να προβούμε σε αυτή την ενέργεια? Από οικονομικής πλευράς εννοώ…»
« Εεε…Με συγχωρείτε εεε, δε σας άκουσα κύριε Διευθυντά… Τι ρωτήσατε;»
« Που έχετε το μυαλό σας δεσποινίς Ελπίδα? Τόση ώρα αναλύω το θέμα… Τέλος πάντων, καλύτερα να ρωτήσω κάποιον που ήταν πιο συγκεντρωμένος» είπε ο Γενικός με αυστηρό ύφος.
« Με συγχωρείτε κύριε Καρρά, απλώς με βασανίζει ένας αφόρητος πονοκέφαλος. Ειλικρινά με συχωρείτε πολύ, δε θα επαναληφθεί…»
Θεέ μου τι ντροπή σκεφτόταν από μέσα της… Μα τι είχε πάθει? Τόσο πολύ την είχαν επηρεάσει τα λόγια του Δημήτρη? Ποτέ δεν της είχαν κάνει παρατήρηση εδώ και δυόμιση χρόνια και τώρα εξαιτίας αυτού του άνδρα είχε προσβληθεί μπροστά σε όλους τους συναδέλφους της.
« Αλήθεια λέει κύριε Διευθυντά… Μου το έλεγε και μένα πριν αρχίσει η σύσκεψη…»πετάχτηκε ο Δημήτρης.
« Και τι σας βάλαμε εσάς κύριε Φωτιάδη? Δικηγόρο της δεσποινίδος Ελπίδας? Σας παρακαλώ πολύ… Ας έρθουμε στα θέμα μας γιατί πολύ χρόνο χάσαμε με όλα αυτά…» του απάντησε φανερά εκνευρισμένος ο Διευθυντής, κοιτώντας το ρολόι του και συνειδητοποιώντας ότι όντως είχε χαθεί αρκετός χρόνος χωρίς να του έχει δοθεί μια απάντηση σε αυτό που είχε ρωτήσει αρχικά.
Η ώρα κύλησε βασανιστικά για την Ελπίδα και δεν ντράπηκε να χαμογελάσει την ώρα που ο Διευθυντής τους χαιρέτησε και αποχώρησε.
Βγήκε από την αίθουσα και κατευθύνθηκε προς το ασανσέρ για να ανέβει στο γραφείο της. Ο Δημήτρης της ζήτησε να περιμένει για να ανέβει και αυτός στον τρίτο.
« Ξέρεις δεν χρειαζόταν να με υπερασπιστείς….. Τα κατάφερνα μια χαρά και μόνη μου! Τώρα δε ξέρω και εγώ τι θα λένε , όχι μόνο ο Διευθυντής αλλά και όλοι όσοι ήταν στην αίθουσα…»
« Σαν τι δηλαδή μπορεί να λένε?» την ρώτησε ο Δημήτρης την ώρα που άνοιγαν οι πόρτες του ασανσέρ.
« Κουτσομπολιά Δημήτρη…κουτσομπολιά… Γεια σου τώρα και καλό υπόλοιπο!»
«Περίμενε λίγο Ελπίδα….αλήθεια είπες ότι είχες πονοκέφαλο?»
«Τι εννοείς?» του απάντησε εκείνη φανερά αναστατωμένη.
«Εννοώ…να…είπα μήπως σκεφτόσουν αυτά που σου είπα και….και για αυτό δεν πρόσεχες….» της είπε γεμάτος ειλικρίνεια.
«Πολύ μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου…μου την έχουν πέσει και άλλες φορές ξέρεις….εξάλλου όλα όσα μου είπες δεν είναι δα και τόσο πρωτότυπα…τα έχουμε ακούσει πολλές φορές εμείς οι γυναίκες…. Τα λόγια σου λοιπόν δεν ήταν λόγος για να είμαι αφηρημένη την ώρα που μας μιλάει ο Διευθυντής. Υπάρχουν και πιο σημαντικά πράγματα που μπορεί να με κάνουν να αφαιρέσω την προσοχή μου από κάτι…» απάντησε, μη μπορώντας να καταλάβει ούτε η ίδια πως μπόρεσε να πει όλα αυτά τα ψέματα για να δικαιολογηθεί , αφού την αλήθεια την είχε πει ήδη εκείνος … Ναι, τα λόγια του ήταν εκείνα που την είχαν αναγκάσει να βυθιστεί σε σκέψεις…τα λόγια του ήταν εκείνα που την είχαν κάνει να χάσει το μυαλό της, κι ας ήταν τα πιο κοινά λόγια που είχε ακούσει ποτέ. Φυσικά αυτό δεν μπορούσε να του το παραδεχτεί.
Ο Δημήτρης στάθηκε να την κοιτάζει απορημένος γι’αυτή την ανεξήγητη επιθετική της συμπεριφορά καθώς εκείνη απομακρυνόταν προς το γραφείο της. Γιατί του είχε μιλήσει έτσι? Στο κάτω κάτω θα μπορούσε να τις τα έλεγε όλα αυτά αστειευόμενος. Δεν υπήρχε λόγος να του φερθεί τόσο απότομα. Ύστερα πέρασε στο διάδρομο για να πάει και εκείνος στο δικό του γραφείο.

Γλυκό μεθύσι


Ζαλίζομαι…

Θολώνει το μυαλό μου…

Κλείνω τα μάτια μου κι όλα γυρίζουν!

Τι έχω πάθει;

Χαίρομαι!

Είμαι ευτυχισμένη!

Γελάω!

Τι έχω πάθει;

Ήπια κόκκινο κρασί…

Το χρώμα του έρωτα με ζάλισε!

Ερωτεύτηκα!

Αγάπησα!

Όλο τον κόσμο αγαπώ!

Τι έχω πάθει;

Ζω το απόλυτο! Την ευτυχία!

Κι είμαι περήφανη!

Μα γιατί να συμβαίνει μόνο όταν πίνω κόκκινο κρασί;

19 Ιανουαρίου 2010

Το μυστικό

Σσσσς!
Σώπασε!
Πάψε να μιλάς!
Άσε το βλέμμα σου να πει αυτό που κρύβεις στην καρδιά σου…
Το μυστικό...
Είναι φορές που οι λέξεις δεν έχουν τη δύναμη να πουν αυτό που νιώθεις…
Όσο κι αν προσπαθείς να βρεις κάτι να πεις , τα χάνεις…
Άσε τα μάτια σου να μου μιλήσουν…
Να μου πουν το μυστικό…
Άσε με να νιώσω πως γεννιέμαι ξανά
Καθώς τα χέρια σου θα ταξιδεύουν στο κορμί μου
Καθώς τα χείλη σου θα ρουφούν το φιλί μου
Καθώς θα γίνομαι δική σου …
‘Κείνη την ώρα τα μυστικά θα αποκαλυφθούν
Τίποτα δε θα ‘ναι πια κρυφό…
΄Ελα λοιπόν …
Το μυστικό να μάθω…

Η ΠΟΙΝΗ - Έλση Τσουκαράκη






Το βιβλίο αυτό αποτελεί το πρώτο μυθιστόρημα της κας Έλσης Τσουκαράκη. Είναι ένα μυθιστόρημα το οποίο όπως επισημαίνει και η συγγραφέας του στο εισαγωγικό σημείωμα, προσπαθεί να δώσει απαντήσεις στο μεγάλο ερώτημα που αφορά την"Τύχη" του ανθρώπου. Υπάρχει κάτι ανώτερο από εμάς, μια υπέρτατη δύναμη που ορίζει το πεπρωμένο μας ή εμείς είμαστε αυτοί που διαγράφουμε τη μοίρα μας, μοναδικοί υπεύθυνοι των πράξεών μας;
Πρωταγωνιστής αυτής της ιστορίας είναι ένας άνδρας που από μικρό παιδί γνώρισε μόνο την άσχημη πλευρά της ζωής. Η μάνα του τον εγκατέλειψε, ο πατέρας του τον έδερνε και τον κακομεταχειριζόταν. Έτσι, μικρό παιδί ακόμα, μην αντέχοντας αυτή την κατάσταση αποφάσισε να το σκάσει και να φτιάξει τη ζωή του μακριά από το χωριό του.

Γινόμαστε μάρτυρες της ζωής αυτού του άνδρα από τη στιγμή που πήρε τη ζωή στα χέρια του . Καθώς μεγαλώνει βυθίζεται ολοένα και πιο βαθιά στην παρανομία.
Στην αρχή κλέφτης, απατεώνας, διαρρήκτης…
Στη συνέχεια βιαστής…
Για να καταλήξει δολοφόνος…
Και τέλος να μπει στη φυλακή.
Κι ενώ αποκαλύπτονται όλες αυτές οι αποκρουστικές λεπτομέρειες της ζωής αυτού του ανθρώπου, ενώ γίνονται γνωστές οι σκοτεινές πτυχές του χαρακτήρα του η συγγραφέας παραμένει αποστασιοποιημένη από την κρίση της γι’αυτό τον άνθρωπο. Δεν είναι εκεί για να τον καταδικάσει, δεν είναι εκεί για να τον αποτελειώσει. Είναι εκεί μόνο για να εκθέσει τα γεγονότα αλλά και για να δούμε και την «άλλη πλευρά». Να δούμε πως νιωθεί αυτός ο άνθρωπος, πως αισθάνεται για το κακό που έχει προκαλέσει…
Κάποια στιγμή, και ενώ βρίσκεται στη φυλακή αποφασίζεται να γίνει η μεταφορά τους σε άλλες φυλακές. Προκειμένου να φθάσουν εκεί θα πρέπει να πάρουν καίκι. Μια φοβερή καταιγίδα όμως έχει ως αποτέλεσμα να βυθιστεί το πλοίο με μοναδικούς επιζόντες εκείνον και ένα βρέφος μιας χήρας η οποία κι εκείνη πνίγηκε. Ο άντρας και το μωρό θα ξεβραστούν σε ένα ερημονήσι οπού οι λιγοστοί κάτοικοί του θα τους βοηθήσουν να συνέρθουν.
Μη γνωρίζοντας τίποτα για τους επιζώντες, πόσο μάλλον για το ποιόν του άνδρα ένας γεράκος θα αναλάβει να τους προσέχει στο σπίτι του. Οι μήνες περνούν μα ο άντρας φοβάται να αποκαλύψει την πραγματική του ταυτότητα. Μάλιστα το γεγονός ότι οι άλλοι πιστεύουν πως το παιδί είναι γιος του διευκολύνει την κατάσταση. Έτσι αποφασίζει να συνεχίσει να προσποιείται πως το παιδί είναι δικό του.
Μα γρήγορα αρχίζει να αγαπά αυτό το παιδί. Το βλέπει σαν τον πραγματικό του γιο και εκείνος σαν τον πραγματικό του πατέρα. Του δίνει την αγάπη που ποτέ δεν του χάρισε ο δικός του πατέρας και παίρνει από τον μικρό την αγάπη που δεν του πρόσφεραν ποτέ.
Μήπως τελικά ο Θεός υπάρχει; Αναρωτιέται.
Μήπως τελικά είναι εκεί για να του δώσει μια δεύτερη ευκαιρία;
Την συνέχεια αφήνω να την ανακαλύψετε μόνοι σας διαβάζοντας αυτό το καταπληκτικό βιβλίο.
Πρόκειται για ένα ευκολοδιάβαστο ανάγνωσμα γεμάτο δράση και αγωνία. Η συνεχής εναλλαγή του παρόντος με το παρελθόν καθώς και εκείνη ανάμεσα σε αφήγηση 1ου και 3ου προσώπου κάνει την ανάγνωση πιο ζωντανή και πιο άμεση. Δε θα το αφήσετε δευτερόλεπτο από τα χέρια σας.
Καλή ανάγνωση!

Απόσπασμα του μυθιστορήματος θα βρείτε εδώ http://www.psichogios.gr/datafiles/parts/6246.pdf

Το δίλημμα -1 (μια ιστορία σε συνέχειες)





















Ρώμη

Ο ηλικιωμένος άντρας ανέβηκε βιαστικά τα εξωτερικά σκαλιά του ψηλού κτιρίου στην λεωφόρο Gregorio VII και πέρασε την είσοδο. Κατευθύνθηκε προς το ασανσέρ με το βλέμμα καρφωμένο στο πάτωμα αδιαφορώντας για όσους υπήρχαν γύρω του. Βγαίνοντας, άνοιξε την ξύλινη πόρτα ακριβώς μπροστά του και πέρασε στο μεγάλο δωμάτιο. Ήταν ένα ευρύχωρο γραφείο με δυο μεγάλα παράθυρα στη δεξιά και στην αριστερή πλευρά του. Οι κόκκινες βελούδινες κουρτίνες ήταν κλειστές και ο χώρος ήταν σκοτεινός. Το λιγοστό φως που υπήρχε στο δωμάτιο ήταν αυτό μιας μικρής λάμπας που βρισκόταν πάνω στο γραφείο.
Ο άντρας κρέμασε το μαύρο σακάκι του και έβαλε να πιει ένα ποτό. Πλησίασε στο παράθυρο και τράβηξε την βαριά κουρτίνα για να κοιτάξει απ’έξω. Έβλεπε να απλώνεται μπροστά του η πόλη του Βατικανού ενώ ο πελώριος τρούλος του Αγίου Πέτρου υψωνόταν επιβλητικά ακριβώς απέναντι του . Είχε αρχίσει να νυχτώνει και τα φώτα είχαν ανάψει παντού γεμάτα άρνηση να επιτρέψουν στην αιώνια πόλη να κοιμηθεί. Έκλεισε πάλι την κουρτίνα και προχώρησε με αργά βήματα προς το γραφείο του. Ένιωθε εξαντλημένος και τράβηξε την καρέκλα για να καθίσει. Δεν ήθελε να σκέφτεται τίποτα. Του ήταν όμως τόσο δύσκολο. Τα μάτια του έμειναν να κοιτάζουν τη συσκευή τηλεφώνου που βρισκόταν μπροστά του. Έκανε να σηκώσει το ακουστικό αλλά το μετάνιωσε... Προσπάθησε για άλλη μια φορά και με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα το έφερε στο αυτί του.
Η φανερά εκνευρισμένη φωνή ενός νεαρού άντρα του απάντησε αμέσως : « Νόμιζα πως είχαμε συμφωνήσει ότι από εδώ και στο εξής θα τα λέμε μόνο από κοντά και όχι από το τηλέφωνο…Είναι επικίνδυνο…δεν το καταλαβαίνεις; Τι θέλεις;»
« Δεν χρειάζεται να ανησυχείς… Θα είμαι προσεκτικός σε ότι θα πω. Ήθελα μόνο να ξέρω πότε φεύγεις… Πρέπει να κινηθείς γρήγορα…Δεν θέλω να καθυστερούμε άλλο…» του απάντησε ο ηλικιωμένος άντρας.
« Είναι όλα έτοιμα.. Φεύγω την Τρίτη το πρωί. Ως τότε θέλω να κανονίσω κάποιες λεπτομέρειες που έχουν απομείνει αλλά μην σε απασχολεί…είναι όλα υπό έλεγχο.» τον διαβεβαίωσε εκείνος.
« Να είσαι προσεχτικός και να κάνεις ότι συμφωνήσαμε…Πρέπει να είσαι συνεχώς κοντά της…να ξέρεις την κάθε της κίνηση ανά πάσα ώρα και στιγμή και να μην την αφήσεις δευτερόλεπτο από τα μάτια σου. Κάνε την να σε εμπιστευτεί …όσο καιρό κι αν χρειαστεί να πάρει αυτό…Προσπάθησε να μάθεις όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα…Μόνο πρόσεχε να μην καταλάβει το ποιος πραγματικά είσαι…το τι πραγματικά θες από αυτήν…Κι όταν τα καταφέρεις όλα αυτά...τότε κάν’το! Κάν’το γιατί πρέπει να τελειώνουμε γρήγορα, το κατάλαβες;» του είπε και του τόνισε ότι όλα έπρεπε να γίνουν όπως του τα είχε υποδείξει.
« Ξέρω ήδη που εργάζεται… Θα βρω κάποιον τρόπο να την πλησιάσω και όλα θα γίνουν όπως πρέπει…» του απάντησε εκείνος.
Ο ηλικιωμένος άντρας άναψε το τσιγάρο που κρατούσε αρκετή ώρα στο χέρι του και φύσηξε τον καπνό μακριά κοιτώντας τον φάκελο που είχε βγάλει από τον δερμάτινο χαρτοφύλακα του.
Τότε πρόσθεσε : « Μόλις φτάσεις κοίταξε να μου στείλεις την διεύθυνση στην οποία θα μένεις… Θέλω να σου στείλω κάποια έγγραφα …πρόκειται για πολύ σημαντικές πληροφορίες τις οποίες καλό θα ήταν να συμβουλευτείς πριν κάνεις οποιαδήποτε κίνηση.»
«Θα στη στείλω το συντομότερο δυνατόν…Καλό θα ήταν να σε αφήσω τώρα…Θα έχεις νέα μου σύντομα… Καληνύχτα!»
« Καληνύχτα…» απάντησε και εκείνος με τη σειρά του, ενώ είχε ήδη βολέψει το ακουστικό στη θέση του.
Ήξερε ότι η νύχτα θα ήταν μεγάλη για εκείνον, αφού δεν θα έπαυε να σκέφτεται τις συνέπειες των όσων είχε σχεδιάσει να κάνει….
Ίσως να καταστρεφόταν για πάντα…

18 Ιανουαρίου 2010

Αστέρινη βροχή



Μεσ’την αστέρινη βροχή ήρθες απόψε
Και μ’έλουσες με διάφανο λευκό
Φως που ξεχύθηκε από το έναστρο στερέωμα
Και έλαμψε το δρόμο που βαδίζω

-Θα αφήσεις τον παράδεισο να πέσεις στη γη να πεθάνεις; σε ρώτησα…
-Μόνο για σένα…κάνε μια ευχή… , μου είπες…
-Θέλω ξανά ψηλά να γυρίσεις
Να μείνεις για πάντα εκεί…
-Αυτό μου ζητάς;
-Μόνο αυτό…

Και χάθηκες στον ολάστερο ουρανό
Ανάμεσα στα τόσα όμοιά σου…



14 Ιανουαρίου 2010

Η στέπα - Άντον Τσέχοφ




Η νότια Ρωσία καλύπτεται από απέραντες ξερές και κρύες εκτάσεις που χαρακτηρίζονται ως «στέπα» από τη ρωσική λέξη «στέπ» που σημαίνει κοτσάνι.
Στο διήγημά του αυτό, ο Τσέχοφ αφηγείται τις περιπέτειες ενός εννίαχρονου αγοριού, του Γεγκόρουσκα, ο οποίος διασχίζει τη στέπα κάνοντας ένα ταξίδι αρκετών εβδομάδων για να φτάσει στο Κίεβο. Ο θείος του, ο Ιβάν Ιβάνοβιτς Κουσμιτσώφ και ένας οικογενειακός φίλος, ο παπά- Χριστόφορος πηγαίνουν να πουλήσουν μαλλί και αναλαμβάνουν να πάρουν μαζί τους και τον μικρό για να πάει στην πόλη να σπουδάσει.
Στο δρόμο συναντούν και άλλους πωλητές μαλλιού και ο Γεγκόρουσκα θα πάει με εκείνους προκειμένου το ταξίδι του να είναι πιο άνετο και ευχάριστο. Σ’αυτή λοιπόν την πορεία και μέσα από τη συμβίωση μαζί τους ο Γεγκόρουσκα μοιάζει να παίρνει ένα μάθημα ζωής που δεν είναι πάντα ευχάριστο. Γνωρίζει ανθρώπους που κάποτε είχαν λεφτά μα τώρα δεν έχουν τίποτα, ανθρώπους κακούς κ άπληστους που νοίαζονται μόνο για το χρήμα και το συμφέρον, μα και καλούς ανθρώπους που δεν θέλουν το κακό κανενός, που είναι φιλόξενοι και γενναιόδωροι. Μαθαίνει πως είναι να επιβιώνεις, στον κίνδυνο,στον φόβο. Μαθαίνει την αλήθεια και το ψέμα, το καλό και το κακό. Στα μάτια ενός μικρού παιδιού όλα αυτά είναι πρωτόγνωρα και ίσως να αργήσει να καταλάβει τι πραγματικά είναι η ζωή.
Μα σίγουρα αυτή του η εμπειρία τον γέμισε με συναισθήματα τα οποία θα κουβαλάει για πάντα στην ψυχή του.
Στο τέλος του ταξιδιού ο Γεγκόρουσκα θα συναντήσει ξανά τον θείο του και τον παπά-Χριστόφορο και θα τον πάνε σε μια φίλη της χήρας μητέρας του για να διαμείνει όσο καιρό θα σπουδάζει.
Θα παραθέσω ένα κομμάτι του διηγήματος που ξεχώρισα ιδιαίτερα γιατί διαβάζοντας το με έκανε να νιώσω την αλήθεια των όσων αφηγείται. Παράλληλα το βρίσκω πολύ όμορφο και ποιητικό (αν εξαιρέσουμε την τελευταία φράση που είναι λίγο μακάβρια), αφού καταφέρνει να σε ταξιδέψει στη στέππα ενός καλοκαιριάτικου βραδινού και να κοιτάξεις ψηλά τον ουρανό την ώρα που σκοτεινίαζει…

«Όταν κοιτάζεις για πολλή ώρα τον ουρανό χωρίς να στρέψεις αλλού το βλέμα σου, οι σκέψεις και η ψυχή σου για κάποιο λόγο γεμίζουν με μια αίσθηση μοναξιάς. Αρχίζεις να νιώθεις αγιάτρευτα μόνος, και όλο αυτό που θεωρούσες πριν οικείο και κοντινό γίνεται αβάσταχτα μακρινό και χάνει κάθε αξία. Αυτά τα’αστέρια που κοιτάζουν από τον ουρανό χιλιάδες χρόνια τώρα, αυτός ο ακατανόητος ουρανός και το σκοτάδι αδιαφορούν για τη σύντομη ζωή του ανθρώπου, και άμα βρεθείς μόνος απέναντί τους και προσπαθήσεις να καταλάβεις το νόημα τους, πιέζουν την ψυχή σου με την σιωπή τους. Τότε έρχεται στη σκέψη σου η μοναξιά που περιμένει τον καθέναν από εμάς στον τάφο, και το νόημα της ζωής φαίνεται απελπιστικό, τρομερό…»

Ο λόγος που παραθέτω το συγκεκριμένο απόσπασμα –εκτός του ότι μου αρέσει πολύ- είναι γιατί στα λόγια αυτά νομίζω πως ο συγγραφέας κάνει πολύ αισθητή την παρουσία του. Είναι αυτός που μιλάει, αυτός που αποκαλύπτει τις σκέψεις του και τις θεωρίες του. Είναι ένας άνθρωπος μεγαλωμένος που έχει φιλοσοφήσει τη ζωή, γεγονός που γίνεται αντιληπτό σε πολλά σημεία του κειμένου.
Κλείνοντας θα ήθελα να προσθέσω πως αυτό το ταξίδι ίσως να υπήρξε για τον Γεγκόρουσκα το πέρασμα από την παιδική ηλικία στην εφηβεία αφού χάρις σ'αυτό "μεγάλωσε" και γνώρισε την δύσκολη πλευρά της ζωής, αυτή του μόχθου, της προσπάθειας και του αγώνα για ένα καλύτερο αύριο.
Μάλιστα νομίζω πως η τελευταία φράση του κειμένου, οπού ο Γεγκόρουσκα καθισμένος σε ένα παγκάκι αποχαιρετά τον θείο του και τον παπά -Χριστόφορο , σηματοδοτεί αυτή την αλλαγή.
Παραθέτω τα τελευταία λόγια:¨
"Κάθισε εξαντλημένος στο παγκάκι και με τα πικρά δάκρυά του χαιρέτησε την καινούργια, άγνωστη ζωή που άρχιζε τώρα γι'αυτόν...
Πώς θα είναι άραγε αυτή η ζωή;"
Εσείς τι αντιλαμβάνεστε;

8 Ιανουαρίου 2010

Ας γνωρίσουμε την Κωνσταντίνα Λαψάτη!






Την Kωνσταντίνα -και μιλάω στον ενικό γιατί πλέον μπορώ να πω οτι είμαστε φίλες- την γνώρισα μέσω του facebook.


Διαβάζοντας το μυθιστόρημα της "Οι γεύσεις της Νέμεσης" που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ωκεανός, ένιωσα την ανάγκη να τη συγχαρώ για το δημιούργημα της.


Έτσι λοιπόν της έστειλα ένα μήνυμα για να της εκφράσω τον θαυμασμό μου. Πάντα μου άρεσαν τα ιστορικά μυθιστορήματα και το δικό της με έκανε να καταλάβω ακόμα περισσότερο την αγάπη που έχω γι'αυτά καθώς και την αγάπη που έχω για την ιστορία.



Η Κωνσταντίνα λοιπόν απάντησε στο μήνυμα μου, με ευχαρίστησε για τα καλά μου λόγια και αυτό που μου κίνησε το ενδιαφέρον ήταν πως ήθελε να της πω τη γνώμη μου και τις εντυπώσεις μου για διάφορα σημεία του βιβλίου της. Θεωρώ πως είναι πολύ σημαντικό για έναν συγγραφέα να θέλει να μάθει τι ακριβώς αισθάνονται και σκέφτονται οι αναγνώστες διαβάζοντας το βιβλίο του. Για την ίδια, η ανταλλαγή ιδεών με τον αναγνώστη είναι αυτό που την βοηθάει να συνεχίσει το έργο της, που της δίνει κουράγιο να συνεχίσει να γράφει.


Βγήκαμε παρέα, με καλοδέχτηκε σπίτι της και μιλήσαμε για πάρα πολλά πράγματα. Η Κωνσταντίνα είναι ο τύπος ανθρώπου που αποκαλώ "η χαρά της ζωής". Είναι πολύ γλυκιά, έξυπνη, με απίστευτο χιούμορ και πάντα χαμογελαστή! Όσον αφορά τη δουλειά της είναι εργατική και απίστευτα τελειομανής.


Πήρα λοιπόν την πρωτοβουλία να της κάνω μερικές ερωτήσεις, ένα είδος συνέντευξης, προκειμένου να γνωρίσετε και εσείς αυτή τη νέα συγγραφέα.

Ας δούμε τι έχει να μας πει...





ΜΙΛΗΣΕ ΜΟΥ ΛΙΓΟ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΟΥ. ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΠΛΟΚΗ ΤΟΥ;


Το βιβλίο είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα στο οποίο περιγράφω γεγονότα που συνέβησαν κατά το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου και αφορούν στο πρώτο μέρος την κατάλυση της δημοκρατίας της πόλεως των αρχαίων Αθηνών από τους Τριάκοντα τυράννους και στο δεύτερο μέρος την εκστρατεία στην Μικρά Ασία εναντίον των Περσών που ξεκίνησε ο Αγησίλαος, ένας από τους δύο βασιλείς της Σπάρτης. Βέβαια, δεν γινόταν να λείπει το ειδύλλιο. Η Ζηναϊς, ο άνδρας από το παρελθόν της που αφοσιωμένος καθώς ήταν στην πατρίδα του δεν είχε το δικαίωμα να αγαπήσει και να αγαπηθεί, ο Αθηναίος στρατηγός που ενδιαφερόταν για εκείνη και θα έκανε τα πάντα για την αγάπη της, είναι τα τρία βασικά πρόσωπα του βιβλίου, όπου οι ιστορίες τους μπλέκονται - όπως και οι ζωές τους - και οι οριστικές αποφάσεις που παίρνονται είναι πλέον καθοριστικές για αυτές.





ΟΙ ΓΕΥΣΕΙΣ ΤΗΣ ΝΕΜΕΣΗΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΟΥ ΒΙΒΛΙΟ & ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΟΣ. ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΣΕ ΕΚΑΝΕ ΝΑ ΔΙΑΛΕΞΕΙΣ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ;


Οι λόγοι ήταν τρεις: Αφενός η μεγάλη μου αγάπη για το παρελθόν και την αρχαιολογία, αφετέρου το πάθος που έχω να μοιράζομαι την όποια ιστορική γνώση κατέχω με το αναγνωστικό κοινό και εκ τρίτου το γεγονός πως θέλω να παίρνω μαζί μου και να ταξιδεύω το κοινό εκεί που θέλω με τρόπο τέτοιο ώστε να το καταφέρνω με επιτυχία.




ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΟΥ Η ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ ΚΑΛΕΙΤΑΙ ΝΑ ΔΙΑΛΕΞΕΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΑΝΔΡΕΣ, ΤΟΝ ΣΠΑΡΤΙΑΤΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΘΗΝΑΙΟ. ΕΣΥ, ΠΟΙΟΝ ΘΑ ΔΙΑΛΕΓΕΣ;


Θα διάλεγα εκείνον που ποτέ δεν είχε καταλάβει τί ήταν η αγάπη, γιατί όταν θα καταλάβαινε πόσο σημαντικό είναι να υπάρχει ένας άνθρωπος δίπλα μας στα δύσκολα και στα εύκολα, θα αγαπούσε πλέον με την ψυχή του ολόκληρη. Η απάντηση λοιπόν στην ερώτησή σου, βρίσκεται στο τέλος του βιβλίου, όπου η Ζηναϊς έχει ήδη κάνει την δική της επιλογή όπου, έστω και μετά από όλα όσα πέρασε, ακολούθησε την καρδιά της και δεν βγήκε χαμένη. Ούτε εκείνη, ούτε ο άνδρας της ζωής της.





ΠΟΣΟ ΜΟΙΑΖΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΟΥ ΗΡΩΙΔΑ ΤΗΝ ΖΗΝΑΪΣ;


Θα έλεγα πως δεν μοιάζω καθόλου. Εκείνος που με αντιπροσωπεύει, είναι ο Λίβυς. Πλάθοντας την εικόνα του, δημιουργώντας τον χαρακτήρα του, ένιωσα πως πολλά στοιχεία του δικού μου, τα είχα περάσει σε εκείνον. Το ήθελα;Δεν το ήθελα;Δεν μπορώ να απαντήσω, γιατί όταν η έμπνευση σου χτυπάει την πόρτα, εσύ δεν έχεις παρά να της ανοίξεις. Αυτό έκανα και πολλά από τα χαρακτηριστικά μου, έγιναν δικά του.





ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΟΥ, ΜΟΥ ΔΟΘΗΚΕ Η ΕΝΤΥΠΩΣΗ ΠΩΣ ΘΕΩΡΕΙΣ ΠΩΣ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΘΕΜΑ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟΥ. ΠΩΣ Ο,ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΓΡΑΦΤΟ ΝΑ ΓΙΝΕΙ, ΑΡΓΑ Ή ΓΡΗΓΟΡΑ ΘΑ ΓΙΝΕΙ. ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΣΟΥ ΖΩΗ;


Δεν απορρίπτω τον παράγοντα τύχη, φυσικά και υπάρχουν τα παιγνίδια της μοίρας τα οποία μας ολοκληρώνουν σαν ανθρώπους και θέλω να πιστεύω πως μας κάνουν καλύτερους. Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον λοιπόν, όμως οι επιλογές που κάνουμε είναι αυτές που αργότερα θα χτίσουν το μέλλον μας. Εμείς οι ίδιοι δημιουργούμε αυτό το μέλλον με τις αποφάσεις μας και θεωρώ ανόητο για κάτι που μας βρήκε και το οποίο προήλθε από κάποια παρελθοντική κακή εκτίμηση, να αποδίδεται στην μοίρα μας και όχι σε εμάς τους ίδιους.





ΠΟΙΑ ΣΚΗΝΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΣΟΥ ΞΕΧΩΡΙΖΕΙΣ ΚΑΙ ΑΓΑΠΑΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΚΑΙ ΠΟΙΑ ΣΕ ΔΥΣΚΟΛΕΨΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ;


Η σκηνή που πραγματικά λατρεύω, είναι η περίφημη ερωτική σκηνή, την οποία δεν δυσκολεύτηκα καθόλου να γράψω, καθώς την τελείωσα σε λίγες μόνο ώρες, βραδυνές, και μάλιστα με καμία διόρθωση εκ μέρους μου. Απλά μου βγήκε τόσο έντονο το συναίσθημα που το ίδιο βράδυ, την είδα και στον ύπνο μου ;) Από την άλλη, δεν υπήρξε καμία σκηνή που να με δυσκόλεψε. Φάνηκα πραγματικά τυχερή, γιατί όταν καθόμουν μπροστά από τον υπολογιστή για να γράψω, τα δάχτυλά μου έπιαναν φωτιά και δεν αντιμετώπισα καμία καθυστέρηση λόγω έλλειψης έμπνευσης. Ήταν πολύ καλό για να είναι αληθινό, μα ευτυχώς, συνέβη και δεν βρέθηκα ποτέ μπροστά σε μία δύσκολη σκηνή, όπου δεν ήξερα τί να γράψω. Όλα, κύλησαν έτσι ακριβώς όπως τα ήθελα.





ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΣΧΟΛΙΟ ΠΟΥ ΔΕΧΤΗΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΟΥ;


Το καλύτερο σχόλιο που δέχτηκα προέρχεται από την εκδότριά μου κ. Ελένη Κεκροπούλου, η οποία στην πρώτη κιόλας συνάντηση που είχαμε, μου είπε πως ο τρόπος γραφής μου δεν έχει καμία σχέση με τον τρόπο γραφής Ελλήνων συγγραφέων που γράφουν ιστορικό μυθιστόρημα, καθώς έχω ένα μοναδικό τρόπο να μεταφέρω πιστά τις συνθήκες διαβίωσης, περιγράφοντας με γλαφυρότητα και πάντα πιστά τον τρόπο ζωής, προσπαθώντας να πάρω τον αναγνώστη και να τον ταξιδεύσω κατευθείαν στην καρδιά του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Ήταν ένα σχόλιο που ξεχώρισα, ακριβώς επειδή αυτό ακριβώς επιζητώ να κάνω και χαίρομαι που το κατάφερα.



ΠΩΣ ΕΦΤΑΣΕΣ ΜΕΧΡΙ ΤΑ ΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΙΚΟΥ ΟΙΚΟΥ;
Έχοντας πίστη και εμπιστοσύνη στο ταλέντο μου. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει κάτι άλλο για να με ωθήσει σε μια τέτοια απόφαση, παρά μόνο αυτά τα δύο.






ΠΟΤΕ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕΣ ΠΩΣ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΓΙΝΕΙΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ; ΕΓΡΑΦΕΣ ΠΑΝΤΑ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΣΟΥ;


Δεν υπήρξε ποτέ κάποια τέτοια απόφαση. Ήταν κάτι αυτονόητο για μένα, να έχω πάντα ένα στυλό και ένα μάτσο χαρτιά μαζί μου και να γράφω οπουδήποτε κι αν βρισκόμουν. Μάλιστα, πριν από 20 χρόνια περίπου έγραψα την πρώτη μου ιστορία, από την οποία δεν έχει απομείνει πλέον τίποτα, μόνο μία ανάμνηση από εκείνη.




ΤΙ ΣΕ ΣΠΡΩΧΝΕΙ ΣΤΟ ΝΑ ΓΡΑΦΕΙΣ ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΕΦΑΛΤΗΡΙΟ ΣΟΥ;


Ένα τραγούδι, ένας στίχος, ακόμη και η βροχή κάποιο μοναχικό απόγευμα, μπορούν να μου δώσουν πολλές εικόνες για να γράψω. Και πάντα με επιτυχία, ό,τι έχω γράψει δηλαδή με την συντροφιά ενός τραγουδιού που απλά με έκανε να αισθανθώ κάπως την συγκεκριμένη στιγμή που το άκουγα, δεν χρειάστηκε καμία απολύτως διόρθωση, γιατί βγήκε κατευθείαν από μέσα μου.





Ο ΓΝΩΣΤΟΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ ΑΜΟΣ ΑΛΚΟΤ ΕΙΧΕ ΠΕΙ :ΑΡΙΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΤΟ ΑΝΟΙΓΟΥΜΕ ΜΕ ΛΑΧΤΑΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΛΕΙΝΟΥΜΕ ΜΕ ΚΕΡΔΟΣ. ΤΙ ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ ΟΤΙ ΚΕΡΔΙΖΟΥΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΟΥ ΣΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ;


Αν είναι πραγματικοί εραστές της ιστορίας, τότε κερδίζουν ένα υπέροχο ταξίδι στο παρελθόν, χαρισμένο από εμένα ώστε κατά την διάρκεια αυτού του ταξιδιού να αποκομίσουν ακόμη περισσότερες γνώσεις πάνω σε πράγματα που δεν ήξεραν.






ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ ΣΤΟ ΕΜΦΥΤΟ ΤΑΛΕΝΤΟ Ή ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΚΑΠΟΙΟΥ ΝΑ ΣΥΓΓΡΑΨΕΙ;


Αν δεν υπάρχει ταλέντο, δεν μπορεί να δημιουργηθεί τίποτα.








ΠΟΙΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΗΣ ΕΙΝΑΙ ΠΛΕΟΝ ΔΥΣΚΟΛΟ ΝΑ ΤΙΘΑΣΕΥΣΕΙ Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ; Η ΓΛΩΣΣΑ, Η ΦΑΝΤΑΣΙΑ Ή Η ΜΝΗΜΗ;


Η φαντασία. Να σκεφτείς πως ήθελα να γράψω κι άλλα ακόμη στο βιβλίο, είχα βρει καινούργια πρόσωπα, είχα γράψει καινούργιες σκηνές, υπήρχαν άλλα 15 χρόνια τουλάχιστον πολεμικών συγκρούσεων που ήθελα να περιγράψω, μα ήξερα από πριν κιόλας πως ακόμη κι αν έβγαινε σε συνέχεια το βιβλίο, δηλαδή τόμος πρώτος και τόμος δεύτερος, δεν θα είχε την κατάληξη αυτή που είχε τελικά. Και αυτό ήταν κάτι που με είχε στενοχωρήσει, γιατί δεν ήθελα να δώσω ένα άσχημο τέλος στο βιβλίο. Έτσι, τιθάσευσα με αρκετή δυσκολία την φαντασία μου και αποφάσισα να το τελειώσω έτσι όπως το ξέρεις.








ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΒΙΒΛΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΠΟΥ ΑΦΗΣΑΝ ΣΗΜΑΔΙΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ ΣΟΥ;ΠΟΣΟ ΣΕ ΕΧΟΥΝ ΕΠΗΡΕΑΣΕΙ ΣΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΓΡΑΦΗΣ ΣΟΥ;


Αν και προτιμώ να διαβάζω ιστορικές μελέτες, υπάρχει ένας συγγραφέας ο οποίος θαυμάζω και είναι ο μοναδικός τα βιβλία του οποίου είναι τα περισσότερα που έχω διαβάσει. Μιλάω για τον Wilbur Smith και οφείλω να ομολογήσω πως ο τρόπος γραφής του με έχει επηρεάσει στην αρτιότητα περιγραφής των διαφόρων κοινωνικών συνθηκών που αντικατοπτρίζονται με τέλειο τρόπο στα βιβλία του.






Η ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΤΕΛΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΤΕΧΝΗ;ΒΡΙΣΚΕΙΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟΣ Ο ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΗΣ;


Δεν θα έλεγα απαραίτητος, προαιρετικός ναι. Ήταν φορές που έγραφα σκηνές από το βιβλίο και το σπίτι μου ήταν γεμάτο κόσμο, μα αυτό δεν με ενοχλούσε καθόλου, το αντίθετο μάλιστα, ένιωθα να με κατακλύζει μια αστείρευτη ενεργητικότητα η οποία έπαιρνε την μορφή λέξεων, προτάσεων, σκηνών, ακόμη και ολόκληρων σελίδων. Αυτό όμως, δεν αναιρεί και τις στιγμές εκείνες που σε κάποιες φορτισμένες συναισθηματικά σκηνές, είχα την ανάγκη να είμαι μόνη μου, να γίνω ένα με τα πρόσωπα που περιέγραφα, να κλάψω μαζί τους, να πονέσω, να νιώσω την οδύνη τους και να την νιώσω βαθιά μέσα μου να με θλίβει, να με ισοπεδώνει, να με καταστρέφει και να με αναγεννάει πάλι, όταν τα πράγματα έδειχναν να πηγαίνουν προς το καλύτερο.




ΤΟ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΕΙΝΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ;ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΝΑ ΖΗΣΕΙ ΜΕ ΤΑ ΕΣΟΔΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ Ή Η ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΩΣ ΕΝΑ ΧΟΜΠΙ;


Για εμένα, δεν είναι χόμπι, είναι λατρεία. Δεν μπορώ καν να με φανταστώ να μην γράφω, ακόμη και στην εργασία μου όταν πήγαινα, πήγαινα πάντα εφοδιασμένη και έγραφα αδιαφορώντας ακόμη κι αν με έπιαναν και με απέλυαν! Η συγγραφική τέχνη ήταν και είναι η μεγάλη μου αγάπη. Όσον αφορά αν μπορεί κάποιος να ζήσει με τα έσοδα που του προσφέρουν τα βιβλία, δεν μπορώ να σου απαντήσω, γιατί είμαι νέα στον χώρο. Είναι λοιπόν μια ερώτηση που θα χαρώ να σου απαντήσω όταν θα έχω προσφέρει στο κοινό ακόμη περισσότερα ''ταξίδια'' στο παρελθόν και θα γνωρίζω πλέον με βεβαιότητα αν πράγματι μπορώ να ζήσω με τα έσοδα αυτά.


Αυτά είναι όσα μοιράστηκε μαζί μου η Κωνσταντίνα Λαψάτη.

Θα ήθελα λοιπόν να την ευχαριστήσω για τον χρόνο που μου αφιέρωσε καθώς επίσης για όλα εκείνα που μου έχει προσφέρει τους λίγους μήνες που γνωριζόμαστε

-συμβουλές

-κουράγιο

-δύναμη

-ελπίδα

και πίστη για να κάνω και εγώ το όνειρο μου πραγματικότητα. Για να μπορέσω και εγώ κάποτε να κρατήσω περήφανη το δημιούργημα μου στα χέρια μου.



Κωνσταντίνα μου να ξέρεις πως αν τελικά τα καταφέρω - και θα κάνω τα πάντα γι'αυτό- το βιβλίο μου θα είναι αφιερωμένο σε εσένα!



ΣΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!

ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΣΕ ΚΑΘΕ ΣΟΥ ΒΗΜΑ!