31 Μαΐου 2010

Η σονάτα του σεληνόφωτος



Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου…
Δε θέλω άλλο να μένω εδώ…
Κουράστηκα…
 Άδειασα πια…
Τίποτα δεν υπάρχει μέσα μου.
Μήτε ψυχή, μήτε συναίσθημα.
Νέκρωσαν όλα. Πέθαναν.
Τι κι αν χτυπάει η καρδιά;
-Χτυπάει άραγε;-
Κανείς δεν την ακούει.
Ούτε καν εγώ…
Όχι , όχι… δε ζω…
Πέθανα…
Κι είν’ το κουφάρι μου που στέκεται να σε κοιτά…
Μη φοβάσαι…
Οι νεκροί δεν έχουν τη δύναμη να  βλάψουν
Ή μήπως όχι;
Σαν φάντασμα αν γυρνώ ίσως να σε τρομάξω…
Μη φοβάσαι…
Εγώ το μόνο που θέλω είναι να ‘ρθω μαζί σου
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου…
Πάρε με εκεί που πας
Κι οι δυο μας θα κάνουμε ένα μακρινό ταξίδι
Μακριά από ‘δω
Δεν τις αντέχω τούτες τις εικόνες πια
Τούτες τις μυρωδιές
Ούτε τους ανθρώπους τους αντέχω
Σιχάθηκα να με κοιτούν, να μου μιλούν
Να μου γελούνε δήθεν…
Με κούρασε η μάσκα που φορούνε…
Δε βαριέσαι; Τι ψάχνω να βρω;
Άδικα ψάχνω…
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου
Θα ‘χω πολλά να σου πω στο ταξίδι…
Για τη ζωή που έκανα
Για τη ζωή που δε θα κάνω
Σκλάβα στον τόπο τούτο ρίζωσα
Στο πουθενά και στο παντού να περπατάω
Πολλά να κάνω
Μα και τίποτα…
Τι είναι η ζωή τελικά;
Τι περίμενα;
Τι είναι η ζωή;
Αυτό που έζησα;
Ή μήπως αυτό που δεν πρόλαβα να ζήσω;
Φεύγεις;
Δε θα έρθω τελικά…
Θα μείνω εδώ… ναι!
Δε βλέπεις;
Έχω ριζώσει…
Θα μείνω εδώ να περιμένω τη ζωή που σου ‘λεγα
Ίσως και να ‘ρθει…
Που ξέρεις;
Εγώ θα περιμένω…


30 Μαΐου 2010

Τι σου λέει το βλέμμα;





Δυο μάτια ψεύτικα
Σαν μαύρες σφαίρες
Σαν σκιές
Δυο μάτια άδεια
Σαν μαύρες τρύπες
Σαν  σκιές
Τι να κοιτάξουν;
Τι να δουν;
Δε θέλουν να κοιτάξουν;
Δε μπορούν;
Άσ’τα που χάνονται μέσα στην πλάνη
Άσ’τα που κρύβονται μέσ’το σκοτάδι
Άσ’τα…
Δε θέλουν να κοιτάξουν;
Δε μπορούν;
Άσ’τα να στρέφονται σ’άδειες εικόνες
Ασ’τα να σέρνονται σ'άδειες αναθυμιές
Άσ’τα…
Δε θέλουν να κοιτάξουν…
Δε μπορούν…

Πέρασε φως και τυφλώθηκαν…



27 Μαΐου 2010

Οι Λιτανείες του Σατανά - Σαρλ Μπωντλαίρ


Απλώς αγαπημένο....






Les Litanies de Satan



Ô toi, le plus savant et le plus beau des Anges,


Dieu trahi par le sort et privé de louanges,


Ô Satan, prends pitié de ma longue misère!


Ô Prince de l'exil, à qui l'on a fait tort


Et qui, vaincu, toujours te redresses plus fort,


Ô Satan, prends pitié de ma longue misère!


Toi qui sais tout, grand roi des choses souterraines,


Guérisseur familier des angoisses humaines,


Ô Satan, prends pitié de ma longue misère!


Toi qui, même aux lépreux, aux parias maudits,


Enseignes par l'amour le goût du Paradis,


Ô Satan, prends pitié de ma longue misère!


Ô toi qui de la Mort, ta vieille et forte amante,


Engendras l'Espérance, — une folle charmante!


Ô Satan, prends pitié de ma longue misère!


Toi qui fais au proscrit ce regard calme et haut


Qui damne tout un peuple autour d'un échafaud.


Ô Satan, prends pitié de ma longue misère!


Toi qui sais en quels coins des terres envieuses


Le Dieu jaloux cacha les pierres précieuses,


Ô Satan, prends pitié de ma longue misère!


Toi dont l'oeil clair connaît les profonds arsenaux


Où dort enseveli le peuple des métaux,


Ô Satan, prends pitié de ma longue misère!


Toi dont la large main cache les précipices


Au somnambule errant au bord des édifices,


Ô Satan, prends pitié de ma longue misère!


Toi qui, magiquement, assouplis les vieux os


De l'ivrogne attardé foulé par les chevaux,


Ô Satan, prends pitié de ma longue misère!


Toi qui, pour consoler l'homme frêle qui souffre,


Nous appris à mêler le salpêtre et le soufre,


Ô Satan, prends pitié de ma longue misère!


Toi qui poses ta marque, ô complice subtil,


Sur le front du Crésus impitoyable et vil,


Ô Satan, prends pitié de ma longue misère!


Toi qui mets dans les yeux et dans le coeur des filles


Le culte de la plaie et l'amour des guenilles,


Ô Satan, prends pitié de ma longue misère!


Bâton des exilés, lampe des inventeurs,


Confesseur des pendus et des conspirateurs,


Ô Satan, prends pitié de ma longue misère!


Père adoptif de ceux qu'en sa noire colère


Du paradis terrestre a chassés Dieu le Père,


Ô Satan, prends pitié de ma longue misère!






Οι Λιτανείες του Σατανά


Ω Συ, ο πιο όμορφος κι ο πιο σοφός απ'τους Αγγέλους,



Θεέ που η μοίρα σε πρόδωσε και δε σου ψέλνουν ύμνους,


ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!


Της εξορίας, ω Πρίγκιπα, που σ'αδικήσαν κι όμως,


και νικημένος πιο ισχυρός ορθώνεσαι, Συ, αιώνια,


ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!


Συ, που όλα τα γρικάς, τρανέ ρήγα του κάτω κόσμου


και γιατρευτή πονετικέ κάθε αγωνίας του ανθρώπου,


ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!


Συ, που και στους πανάθλιους και στους λεπρούς ακόμα


μαθαίνεις με τον έρωτα το τι ο Παράδεισος είναι,


ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!


Ω Συ, που από το Θάνατο - παλιά, τρανή σου αγάπη -


γέννησες την Ελπίδα - μια τρελή χαριτωμένη,


ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!


Συ, που ησυχάζεις τη ματιά του κάθε προγραμμένου,


που ολόκληρο ντροπιάζει λαό γύρω απ'την καρμανιόλα,


ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!


Εσύ, που ξέρεις πού, βαθιά στη γη, στα έγκατά της,


έκρυψε ο Θεός ζηλόφθονα τ'ατίμητα πετράδια,


ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!


Συ, που'χεις μάτι που τρυπά τα τρίσβαθα εργαστήρια,


που μέσα τους τα μέταλλα κοιμούνται αποκρυμμένα.


ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!


Συ, που το χέρι σου, πλατύ, βάραθρα κλει και σώζει


τον υπνοβάτη που βαδίζει στων σκεπών το χείλος,


ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!


Συ, που σαν μάγος τα σκληρά τα κόκκαλα απαλύνεις


του μέθυσου που νύχτωσε κι άλογα τον πατήσαν,


ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!


Συ, που τον πόνο του άρρωστου για να τόνε γλυκάνεις,


μας έμαθες να σμίγουμε το νίτρο με το θειάφι,


ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!


Συ, που τη βούλα σου, ω κρυφέ συνένοχε, την βάζεις


στο μέτωπο του ανήλεου και τιποτένιου κροίσου,


ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!


Συ, που τα μάτια, την καρδιά των κοριτσιώνε κάνεις,


τους πονεμένους ν'αγαπούν και τους κουρελιασμένους,


ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!Ω Συ, ραβδί του εξόριστου και λάμπα του εφευρέτη,


του κρεμασμένου και του συνωμότη ξομολόγε,


ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!


Θετέ πατέρα, Εσύ, εκείνων, που μες στη μαύρη οργή του


τους έδιωξε από την Εδέμ της γης ο Θεός Πατέρας,


ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!








23 Μαΐου 2010

Το δίλημμα -18 (μια ιστορία σε συνέχειες)

Τρία χρόνια είχαν περάσει από τότε. Τρία ολόκληρα χρόνια από εκείνο το ηλιοβασίλεμα που υπήρξε μάρτυρας της γνωριμίας τους. Κάποτε της είχαν πει πως όποιος επισκέπτεται το νησί της Σαντορίνης με το ταίρι του, είτε παντρεύεται είτε χωρίζει. Να λοιπόν που σε εκείνη έβγαινε το πρώτο. Ο Στέφανος της είχε ήδη κάνει πρόταση γάμου και θα παντρεύονταν σε ένα χρόνο από τώρα. Τον επόμενο Ιούνιο. Για πρώτη φορά όμως ένιωθε να μην είναι σίγουρη για αυτό που πήγαινε να κάνει. Πάντα ονειρευόταν αυτή τη στιγμή. Να ενωθεί με αυτό τον άντρα και μαζί του να περάσει το υπόλοιπο της ζωής της. Δεν είχε ποτέ αμφιβολία για αυτό. Έως πριν λίγο καιρό τουλάχιστον…
Τι ήταν αυτό που την είχε κάνει να χάσει τη βεβαιότητά της; Τι ήταν αυτό που την είχε γεμίσει αμφιβολίες και τα τελευταία βράδια είχε χάσει τον ύπνο της; Η εικόνα του Δημήτρη πέρασε σαν αστραπή από το μυαλό της κι έσβησε αμέσως. Όχι, δεν μπορούσε να ήταν αυτός η αιτία αυτής της αλλαγής μέσα της. Δεν ήταν δυνατό. Τον ήξερε τόσο λίγο που σε καμία περίπτωση δε θα ήταν λογικό να της αλλάξει όλα όσα ένιωθε μέσα της. Τι ήταν τότε; άρχισε να αναρωτιέται ενώ ταυτόχρονα σηκώθηκε από το γραφείο της για να ετοιμάσει τα πράγματά της. Έξω είχε σκοτεινιάσει σχεδόν. Πότε θα γύριζε σπίτι; Πότε θα ετοιμαζόταν για την αυριανή της αναχώρηση; Θα προλάβαινε άραγε; Έπρεπε να βιαστεί κι έτσι τοποθέτησε όλα τα χαρτιά που είχε ετοιμάσει σε ένα μεγάλο χάρτινο φάκελο και τον έβαλε στο χαρτοφύλακά της. Κοίταξε το μεγάλο ρολόι που κρεμόταν ακριβώς απέναντί της και η ώρα πλησίαζε εννέα και μισή. Ούτε που κατάλαβε πότε είχαν περάσει όλες αυτές οι ώρες. Οι υπόλοιποι είχαν σχολάσει από τις έξι. Αυτή όμως θα έπρεπε να κάτσει κι άλλο προκειμένου να είναι όλα έτοιμα για τη Θεσσαλονίκη. Η αλήθεια είναι ότι δεν ένιωθε κουρασμένη. Σκέφτηκε να πάει μια βόλτα μόνη της να πάρει λίγο αέρα, να συλλογιστεί. Πόσα πράγματα της είχαν συμβεί αυτές τις τρεις μέρες; Είχε μόλις προχτές γνωρίσει έναν συνάδελφό της, είχαν παρεξηγηθεί εκατό φορές, την είχε φιλήσει μόλις πριν λίγες ώρες και το πιο κακό ήταν ότι εκείνη τον σκεφτόταν. Όσο κι αν προσπαθούσε να τον βγάλει από το μυαλό της εκείνος επέστρεφε πάντα εκεί. Όχι μόνος του. Κυρίως το φιλί του, η γεύση των χειλιών του πάνω στα δικά της, ο τρόπος που την είχε αγγίξει και την είχε κολλήσει πάνω του. Όλα. Όλα τα σκεφτόταν. Ότι τον αφορούσε γυρνούσε συνεχώς από το μεσημέρι μέσα στο μυαλό της. Μάλλον για αυτό είχε αργήσει τόσο πολύ με την ετοιμασία των εγγράφων που θα χρειάζονταν για το συνέδριο.
Πήρε την τσάντα της, τον χαρτοφύλακά της και έσβησε τα φώτα του γραφείου. Βγήκε και πέρασε στο διάδρομο για να κατευθυνθεί προς το ασανσέρ. Ξαφνικά σαν να άκουσε βήματα πίσω της. Σαν κάποιος να την ακολουθούσε. Γύρισε να κοιτάξει μα δεν ήταν κανείς. Ποιος να ήταν άλλωστε τέτοια ώρα; Μόνο ο άντρας της ιδιωτικής ασφάλειας έμενε μέχρι να φύγουν όλοι από το κτίριο. Τον είχε ενημερώσει ότι θα καθυστερούσε και λογικά θα την περίμενε στην έξοδο του κτιρίου για να το κλειδώσει και να αποχωρήσουν. Τι στο καλό είχε πάθει σήμερα; Όλη την ώρα άκουγε περίεργους θορύβους. Τελικά όλα αυτά που της συνέβαιναν την είχαν αποσυντονίσει τελείως. Πώς να μη φαντάζεται πράγματα; Οι πόρτες του ασανσέρ άνοιξαν και μπήκε στο θάλαμο για να κατέβει στο ισόγειο. Κοίταξε γύρω της μα δεν είδε κανέναν. Που να ήταν ο φύλακας; αναρωτήθηκε από μέσα της και άρχισε να περπατάει τριγύρω για να τον εντοπίσει. Κοίταξε σε όλο το ισόγειο μα δεν φαινόταν πουθενά. Η πόρτα της εισόδου ήταν ξεκλείδωτη, άρα εκείνος βρισκόταν ακόμα κάπου μέσα στο κτίριο. Πού όμως; Σκέφτηκε να κοιτάξει και στους υπόλοιπους ορόφους. Θα ανέβαινε έναν έναν με τα σκαλιά για να μπορέσει να τον ακούσει. Μετά από ένα τέταρτο είχε ανέβει σε όλους τους ορόφους, είχε κοιτάξει σε όλα τα γραφεία, στις τουαλέτες μα εκείνος ήταν άφαντος. Τι θα έκανε τώρα; Πώς θα έφευγε; Η ίδια δεν είχε κλειδιά και σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσε να αφήσει το κτίριο ξεκλείδωτο. Μα που στο καλό βρισκόταν αυτός ο άντρας; Κάθε φορά ήταν στη θέση του. Τι του είχε έρθει σήμερα και έκανε βόλτες; Άρχισε πάλι να κατεβαίνει προς το ισόγειο όταν άκουσε πάλι έναν περίεργο θόρυβο να έρχεται από λίγα μέτρα μακριά. Πέρασε στον όροφο και άρχισε να προχωρά όσο πιο αθόρυβα μπορούσε στον διάδρομο. Τα φώτα τώρα ήταν σβηστά. Ένιωσε ένα κύμα φόβου να την κατακλύζει. Ήταν μόνη της, ο φύλακας δε φαινόταν πουθενά κι εκείνη άκουγε περίεργους θορύβους. Στιγμιαία της πέρασε από το μυαλό η σκέψη να αρχίσει να τρέχει και να βγει από το κτίριο μα γρήγορα την προσπέρασε. Τι είχε να φοβηθεί; Νωρίς ήταν ακόμα. Ποιός θα έμπαινε μέσα στο κτίριο τέτοια ώρα όταν μάλιστα ξέρει πως υπάρχει ασφάλεια; Κανείς δε θα ήταν τόσο χαζός. Ποιος να το διακινδυνεύσει;
Λίγο πριν φτάσει κοντά στο ασανσέρ το μάτι της έπεσε πάνω σε κάτι που ήταν ξαπλωμένο μπροστά από τις συρόμενες πόρτες του. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει σαν τρελή και η ανάσα της σχεδόν κόπηκε. Πλησίασε πιο κοντά και από τη στολή κατάλαβε πως ήταν ο άντρας που έψαχνε. Τώρα οι χτύποι της καρδιάς της γίνονταν ακόμα πιο γρήγοροι, ακόμα πιο έντονοι. Ο άντρας ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα μπροστά στο ασανσέρ και δεν κινιόταν καθόλου. Έβαλε όλη της τη δύναμη για να κρατήσει την ψυχραιμία της και έσκυψε από πάνω του για να τον γυρίσει ανάσκελα.
Η θέα που αντίκρισε την έκανε να χάσει τη φωνή της. Το στήθος του άντρα ήταν πλημμυρισμένο με αίματα ενώ στα σημάδια από τις μαχαιριές που του είχαν επιχειρήσει αποτυπωνόταν όλη η βία με την οποία του είχαν επιτεθεί. Μια τεράστια λίμνη αίματος κρυβόταν ακριβώς από κάτω του.
Άρχισε να ουρλιάζει, να κάνει σαν τρελή μα γρήγορα συνειδητοποίησε ότι ήταν μονάχη της μέσα στο κτίριο. Ή μάλλον όχι. Δεν ήταν μόνη της. Στο κτίριο θα μπορούσε να ήταν ακόμη αυτός που είχε διαπράξει αυτό το έγκλημα. Ήθελε να τρέξει, να ξεφύγει μα τα πόδια της δεν την υπάκουαν. Ήταν σαν να της είχαν δέσει δυο βαριές πέτρες και να μη μπορεί να κάνει βήμα. Όσο κι αν προσπαθούσε ένιωθε να μένει πάντα στο ίδιο μέρος. Κι ύστερα όλα άρχισαν να γυρίζουν γύρω της. Ένιωσε να χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια της, όλα να μαυρίζουν. Κάπου εκεί σαν να είδε μπροστά της μια σκιά να την πλησιάζει. Μα ήταν αργά.
Έπεφτε ήδη λιπόθυμη δίπλα στο νεκρό άντρα.

21 Μαΐου 2010

Σαν βροχή...




Θέλω σαν καλοκαιρινή βροχή να ‘ρθεις κοντά μου

Να ‘ναι το χάδι σου απαλό καθώς θα με αγγίζεις
 Όπως οι  στάλες της  βροχής χαϊδεύουν ελαφρά τα διψασμένα φύλλα

      Να ‘ναι τα χείλη σου δροσιά καθώς θα με φιλήσεις
Νερό να πιώ να ξεδιψάσω

Να με κρατήσεις μέσα στην υγρή αγκαλιά σου
Κι εκεί να κοιμηθώ μέχρι να βγει ο ήλιος…


20 Μαΐου 2010

Αγαπώ θα πει χάνομαι - Ρένα Ρώσση - Ζαΐρη




Τι είναι αγάπη; Τι κρύβει μέσα του το συναίσθημα της αγάπης; Πώς εκφράζεται; Μπορούν όλοι να τη βιώσουν; Μπορούν όλοι να την προσφέρουν στους ανθρώπους που βρίσκονται γύρω τους; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα στα οποία προσπαθεί να απαντήσει η συγγραφέας μέσα από αυτό το τελευταίο της μυθιστόρημα «Αγαπώ θα πει χάνομαι» που κυκλοφορεί ήδη από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας είναι τα μέλη μιας οικογένειας. Μιας πλούσιας οικογένειας στην οποία όμως δεν υπάρχει αγάπη. Γονείς αδιάφοροι για τα παιδιά τους, παιδιά που μεγαλώνουν χωρίς να νιώσουν ποτέ την αγάπη και τη συμπαράσταση των δικών τους. Χωρίς να ακούσουν ποτέ ένα «μπράβο!», μια καλή κουβέντα να τους ενθαρρύνει. Τίποτα. Ζουν σαν ξένοι μέσα στο ίδιο τους το σπίτι με τον καθένα ξεχωριστά να κάνει τη ζωή του.
Κι αυτό τον τρόπο διαλέγει η συγγραφέας για να μας κάνει γνωστά τα συναισθήματα και τις σκέψεις του καθενός από αυτούς. Η διήγησή της γίνεται ξεχωριστά μέσα από τα μάτια των τριών κοριτσιών της οικογένειας, της Αλεξάνδρας, της Μαρίνας και της Ελίνας, ενώ συνεχίζεται μέσα από τον Δημήτρη και τη Γεωργία. Οι δυο τελευταίοι δεν είναι ακριβώς μέλη της οικογένειας μα συνδέονται στενά μεταξύ τους εξαιτίας ενός μεγάλου μυστικού.
Τα τρία λοιπόν κορίτσια αναζητούν μεγαλώνοντας την αγάπη που δεν γνώρισαν ποτέ μέσα στο σπιτικό τους. Ένα ταξίδι στις πλατείες της Φλωρεντίας, στο γαλάζιο του Αιγαίου, στην έρημο των Αραβικών Εμιράτων. Ένα ταξίδι αναζήτησης του μεγαλύτερου αγαθού, της αγάπης. Ένα ταξίδι στη διάρκεια του οποίου θα κλάψουν, θα πονέσουν, θα νιώσουν συναισθήματα πρωτόγνωρα μέχρι να ανακαλύψουν στο τέλος ότι ναι, υπάρχει αγάπη. Μόνο που πρέπει να χαθείς για να τη νιώσεις.
Ταυτόχρονα ο Δημήτρης και η Γεωργία. Θα έρθουν να σμίξουν μυστικά με αλήθειες τραγικές για να αποκαλυφθούν όσα ήταν άγνωστα μέσα στην ίδια την οικογένεια τόσα χρόνια τώρα.
Δε θα σας αποκαλύψω φυσικά τα γεγονότα. Καλό θα ήταν εσείς να ανακαλύψετε ένα ένα όλα τα μυστικά που κρύβονται σε αυτό το σπίτι. Αξίζει το ταξίδι…
Στην εισαγωγή του βιβλίου υπάρχουν τα λόγια του Νίκου Καζαντζάκη :
Τι είναι αγάπη;
Δεν είναι συμπόνια, μήτε καλοσύνη.
Στη συμπόνια είναι δύο, αυτός που πονάει κι αυτός που συμπονάει.
Στην καλοσύνη είναι δύο, αυτός που δίνει κι αυτός που δέχεται.
Μα στην αγάπη είναι ένας.
Σμίγουν οι δύο και γίνονται ένα.
Δε ξεχωρίζουν.
Το εγώ κι εσύ αφανίζονται.
ΑΓΑΠΩ ΘΑ ΠΕΙ ΧΑΝΟΜΑΙ.

Αυτά τα λόγια έρχεται να επαληθεύσει λοιπόν η Ρένα Ρώσση – Ζαϊρη μέσα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου.
Μέσα από αυτό το μυθιστόρημα μπορεί να κανείς να δει με τα μάτια ενός παιδιού, πως νιώθει όταν δεν βιώνει την αγάπη και την αποδοχή των γονιών του. Μπορεί να βοηθήσει όσους είναι ήδη γονείς να αποφύγουν λάθη που σίγουρα θα  αποτελέσουν  τραυματικές εμπειρίες για το παιδί. Αυτό λοιπόν το βιβλίο μας μαθαίνει ταυτόχρονα πως η αγάπη διδάσκεται, πως αν θέλουμε , μπορούμε να βρούμε τον τρόπο να αγαπήσουμε τους δικούς μας ανθρώπους, να τους προσφέρουμε χαρά.
Θα δανειστώ τα λόγια της συγγραφέως από την τελευταία της ανάρτηση στο ιστολόγιο της, που νομίζω πως αποτυπώνει ακριβώς το μυστικό της επιτυχίας αυτού του βιβλίου :
Ύστερα από εκατόν πενήντα παιδικά βιβλία, στο αίμα της γραφής μου κυλάει η ματιά του ενήλικα, διανθισμένη με ότι καλό, ότι ωραίο κι αληθινό προσφέρουν τα παιδιά Τώρα κατάλαβα γιατί αγαπήσατε τόσο πολύ αυτό το βιβλίο μου Γιατί είναι το πρώτο από τα πέντε μυθιστορήματα που έχω γράψει που ενώνει τη Ρένα συγγραφέα για παιδιά και τη Ρένα συγγραφέα για ενήλικες Πρώτη φορά άφησα τον εαυτό μου να ενωθεί σε ένα Πρώτη φορά ένιωσα ολοκληρωμένη Δεν είναι παιδικό το ΑΓΑΠΩ ΘΑ ΠΕΙ ΧΑΝΟΜΑΙ.  Είναι ένα βιβλίο για ενήλικες που προσπαθούν να μη σκοτώσουν το παιδί που κρύβουν μέσα τους Προσπαθούν ακόμα και σε δύσκολους καιρούς να πιαστούν από την αγάπη για τον εαυτό τους, τη δύναμη να προχωρήσουν μπροστά, τη δύναμη να καταλάβουν το αληθινό νόημα της αγάπης... Γιατί όποιος έχει διαβάσει το βιβλίο μου, έχει πια καταλάβει πως και η ΑΓΑΠΗ διδάσκεται...

Ρένα μου ένα μεγάλο ευχαριστώ! Ποτέ δε θα σταματήσω να λέω ευχαριστώ στους συγγραφείς για τα βιβλία τους αφού κάθε φορά μου προσφέρουν τόσα πολλά. Ίσως τόσα που κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να προσφέρει μέσα από πράξεις όταν τον έχεις δίπλα σου.
Να ‘ναι καλοτάξιδο!




Απόσπασμα του βιβλίου θα βρείτε εδώ
   http://www.psichogios.gr/datafiles/videos/%CE%91%CE%93%CE%91%CE%A0%CE%A9%20%CE%98%CE%91%20%CE%A0%CE%95%CE%99%20%CE%A7%CE%91%CE%9D%CE%9F%CE%9C%CE%91%CE%99.pdf

18 Μαΐου 2010

Το δίλημμα -17 (μια ιστορία σε συνέχειες)


Κι ο ήλιος χάθηκε.  Πέρα μακριά στον ορίζοντα μια λεπτή κόκκινη γραμμή μαρτυρούσε  την κρυψώνα του. Ο κόσμος άρχισε σιγά σιγά να σηκώνετε από τα πεζούλια που καθόταν και να ξεμακραίνει. Πολλοί θα συνέχιζαν την εξόρμηση τους στα μαγαζάκια της Οίας ψωνίζοντας αναμνηστικά για τους ίδιους αλλά και τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Άλλοι θα κατέκλυζαν τις καφετέριες και τα εστιατόρια που έμοιαζαν να ακροβατούν πάνω στον κόκκινο ηφαιστειακό βράχο για να γευτούνε τους νόστιμους παραδοσιακούς μεζέδες, να πιουν το ξηρό σαντορινιό κρασί και να απολαύσουν την μαγευτική θέα της Καλντέρας.
Η Ελπίδα σηκώθηκε και εκείνη με τη σειρά της για να φύγει. Δεν είχε αποφασίσει ακόμα τι θα έκανε. Δεν βιαζόταν όμως. Εδώ ο κόσμος δεν κοιμόταν ποτέ. Τα μαγαζιά έμεναν ανοιχτά μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες γεμάτα με κόσμο που διασκέδαζε, τραγουδούσε και χόρευε.  Θα τηλεφωνούσε στη Δέσποινα να έβγαιναν μαζί αργότερα. Η Δέσποινα ήταν παιδική της φίλη και έμενε μόνιμα στη Σαντορίνη. Μεγάλωσαν μαζί από μικρά κορίτσια. Τα σπίτια τους ήταν το ένα απέναντι στο άλλο στην ίδια γειτονιά ενώ οι γονείς τους ήταν κι αυτοί πολύ καλοί φίλοι. Από τον Ιούνιο μέχρι τέλος Αυγούστου γίνονταν αχώριστες. Έφτανε όμως κάθε φορά εκείνος ο καταραμένος Σεπτέμβρης που η Ελπίδα έπρεπε να επιστρέψει στην Αθήνα. Και έμεναν  αγκαλιασμένες μέχρι να έρθει το καράβι κάτω στον Αθηνιό, στο λιμάνι, να κλαίνε και να στενοχωριούνται που θα έχαναν η μια την άλλη μέχρι το επόμενο καλοκαίρι. Τώρα τελευταία όμως την είχαν σταματήσει αυτή την συνήθεια. Ήταν μεγάλες κοπέλες πια. Μπορούσαν να αποχαιρετιστούν χωρίς κλάματα. Εξάλλου οι επισκέψεις της Ελπίδας κρατούσαν πολύ λιγότερο αφού πλέον εργαζόταν στην Αθήνα.
Έβαλε τη φωτογραφική μηχανή στην ειδική θήκη της χωρίς να κοιτάζει γύρω της και περπάτησε προς το πίσω μέρος της εκκλησίας για να πηδήξει στο στενό δρομάκι που την περικύκλωνε. Δεν τα φοβόταν τα ύψη. Το είχε κάνει τόσες και τόσες φορές αυτό το πράγμα που πλέον φάνταζε παιχνιδάκι.
-Να βοηθήσω; άκουσε μια αντρική φωνή από κάτω της. Ο όμορφος νεαρός άντρας που λίγο νωρίτερα χωρίς να το ξέρει είχε γίνει το μοντέλο της, στεκόταν ακριβώς από κάτω τείνοντας το χέρι του προς το μέρος της για να τη βοηθήσει να κατέβει.  Ήταν πανέμορφος, σκέφτηκε από μέσα της ενώ δεν μπόρεσε να μην παραληρήσει τη στιγμή με εκείνη της σκηνής του μπαλκονιού από το περίφημο έργο του Σαίξπηρ «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Έτσι όπως τον έβλεπε από εδώ ψηλά έμοιαζε με τον Ρωμαίο έτοιμο να απαγγείλει εκείνο το «…Μα κοίτα! Σε κείνο το παράθυρο τι φως έχει προβάλλει! Είναι η Ανατολή, κι είναι η Ιουλιέτα ο ήλιος!!
Έβγα ωραίε ήλιε και θάμπωσε τη φθονερή σελήνη, που χλόμιασε κι αρρώστησε κιόλας από το κακό της, να βλέπει εσένα, την πιστή της, πιο όμορφη από την ίδια...».
Κι εκείνη θα απαντούσε με τη σειρά της, «Θα ήταν φρικτό να σε έβλεπαν εδώ κάτω από το παράθυρό μου!». Μα ο Ρωμαίος της θα συνέχιζε, «Έχω της νύχτας τη σκέπη κι από τα μάτια τους με κρύβει. Αν ίσως όμως και δε με αγαπάς, καλύτερα τότε να με βρουν!! Καλύτερα το μίσος τους να πάρει τη ζωή μου, παρά να αργήσει ο θάνατος να έρθει και να μου λείπει η αγάπη σου, γλυκιά μου Ιουλιέτα!...
Της ήρθε να γελάσει με τις σκέψεις της. Μα τι ήταν όλα αυτά που σκεφτόταν; Ίσα που κρατήθηκε για να μη σκάσει στα γέλια και άπλωσε με τη σειρά της το χέρι της για να πιάσει το δικό του. Με ένα σάλτο βρέθηκε στο έδαφος και παραπατώντας έπεσε στην αγκαλιά του μελαχρινού άντρα. Εκείνος την κράτησε σφιχτά για να μην σωριαστεί κάτω και τη βοήθησε να ανακτήσει την ισορροπία της.
-Είσαι καλά; Όλα εντάξει; τη ρώτησε και την κοίταξε με εκείνο το αγγελικό βλέμμα που την έκανε να θέλει να χαθεί μέσα στα μάτια του. Αν ζωγράφιζε τη θάλασσα απόψε, το χρώμα των ματιών του θα έδινε στο πέλαγος. Και τότε καμία άλλη θάλασσα δε θα συγκρινόταν μαζί του. Θα ήταν το πιο όμορφο γαλάζιο όλου του κόσμου.
-Ναι! Μια χαρά είμαι! Σε ευχαριστώ πολύ, απάντησε εκείνη και ένιωσε τα μαγουλά της να κοκκινίζουν. Σαν τα κόκκινα ανθάκια της βοκαμβίλιας που σκαρφάλωνε στο απέναντι μπαλκόνι θα είχαν γίνει τα μάγουλά της. Ήταν σίγουρη γι’αυτό. Μα τι να έκανε; Πώς να το κρύψει. Χαμήλωσε απλώς το πρόσωπό της και πήρε μερικές ανάσες πριν τον ξανακοιτάξει. Θυμήθηκε τον πρώτο της έρωτα, τον Σπύρο, τον αδερφό της Δέσποινας. Την περνούσε πέντε χρόνια κι όταν ήταν μικρότερα όλο την πείραζε. Το ήξερε ότι της άρεσε και το εκμεταλλευόταν. Αυτή δεκατριών, εκείνος δεκαοχτώ, μπορούσε εύκολα να καταλάβει αν το βλέμμα ενός κοριτσιού ήταν φιλικό ή αν μέσα του κρυβόταν κάτι περισσότερο από τη φιλία, κάτι πιο περίπλοκο. Και εκείνος ήταν σίγουρος πως η Ελπίδα τον κοίταζε πράγματι με αυτό το διαφορετικό βλέμμα. Συνεχώς κάτι της έλεγε για να την κάνει να κοκκινίσει. Κι ύστερα την κορόιδευε κι εκείνη νευρίαζε και τον κυνηγούσε πάνω κάτω στα σοκάκια μέχρι να τον πιάσει. Ποτέ όμως δεν τα κατάφερνε. Ο Σπύρος ήταν πολύ πιο γρήγορος από εκείνη και συνεχώς ξεγλιστρούσε.
-Πώς σε λένε; Η φωνή του άντρα που στεκόταν απέναντί της την έβγαλαν από τις σκέψεις της και σήκωσε το πρόσωπό της προς το μέρος του.
-Ελπίδα με λένε, απάντησε χαρίζοντας του το πιο γοητευτικό χαμόγελο που μπορούσε και κοιτάζοντας τον βαθιά στα μάτια του. Εσένα;
-Εμένα με λένε Στέφανο. Χάρηκα πολύ Ελπίδα, απάντησε κι εκείνος με τη σειρά του απλώνοντας το χέρι του για τον τυπικό χαιρετισμό. Κάνεις κι εσύ διακοπές εδώ στο νησί;
-Ναι! Διακοπές! Είμαι από εδώ και έρχομαι κάθε καλοκαίρι. Καθώς του απάντησε στράφηκε να κοιτάζει το απέραντο γαλάζιο που απλωνόταν μπροστά τους. Δεν μπορούσες να καταλάβεις που τελείωνε η θάλασσα και που άρχιζε ο ουρανός. Έμοιαζαν τα δυο αυτά στοιχεία να έχουν γίνει ένα. Το νερό και αέρας είχαν μπλεχτεί μεταξύ τους και θα έμεναν για πάντα αγκαλιασμένα σαν αιώνιοι εραστές. Σαν τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα.
-Είσαι πολύ τυχερή που κατάγεσαι από τούτο τον τόπο. Εμένα είναι η πρώτη μου φορά εδώ και δεν ξέρεις πόσο το μετανιώνω που τόσα χρόνια πριν δεν είχα έρθει ποτέ. Δεν πειράζει όμως. Τώρα είμαι εδώ. Και θα ξανάρθω πολλές φορές ακόμα. Σίγουρα! Μοιάζει μαγικός αυτός ο τόπος. Είναι σαν να σε υπνωτίζει, σαν να σε σαγηνεύει, σαν να σε πείθει να του μείνεις για πάντα πιστός.
Μιλούσε και η φωνή του έμοιαζε με τραγούδι στα αυτιά της. Σαν γλυκιά μελωδία που ερχόταν να την συντροφεύσει την ώρα που αντίκριζε μπροστά της αυτή την τόση ομορφιά. Σιγά σιγά νύχτωνε. Τα φώτα του νησιού άρχισαν ένα ένα να ανάβουν κάνοντάς το να μοιάζει με μεγάλο κρουαζιερόπλοιο στη μέση του Αιγαίου. Κι Ελπίδα ένιωθε επιβάτης του, δίπλα σε αυτόν τον όμορφο νεαρό άντρα που στεκόταν μπροστά της.
Το ταξίδι αυτό, στο οποίο έμελλε να  είναι συνεπιβάτες, θα ήταν μεγάλο…

17 Μαΐου 2010

Το δίλημμα -16 (μια ιστορία σε συνέχειες)

Πόση ώρα να είχε περάσει; Είχε δίκιο τελικά. Θα έτρωγε πολλές ώρες στο γραφείο της σήμερα προκειμένου να είναι όλα έτοιμα για το αυριανό ταξίδι. Σήκωσε το βλέμμα της προς το παράθυρο να κοιτάξει έξω. Μόνο λίγο ουρανό μπορούσε να δει ανάμεσα στα ψηλά κτίρια που υψώνονταν απέναντί της. Είχε πάρει ένα βαθυκόκκινο χρώμα και μαρτυρούσε πως σε λίγο ο ήλιος θα χανόταν για να πάρει τη θέση του η ζεστή καλοκαιρινή νύχτα. Ο νους της ταξίδεψε λίγα χρόνια πίσω. Τότε, που όπως κάθε καλοκαίρι, βρισκόταν στο ομορφότερο νησί του κόσμου. Πόσο τυχερή ήταν. Ο πατέρας της γεννήθηκε στο μαγικότερο μέρος της Γης. Στη Σαντορίνη. Η ομορφιά αυτού του νησιού ήταν τέτοια που σου έκοβε την ανάσα. Μια άγρια ομορφιά που δεν συγκρινόταν με κανένα άλλο μέρος του κόσμου. Κι ένιωθε μεγάλη περηφάνια που καταγόταν από αυτό το θεϊκό νησί. Ναι, ήταν σίγουρη πως αν οι θεοί κατέβαιναν στη γη, αυτό το νησί θα διάλεγαν για να ζήσουν, το δικό της. Λευκό και γαλάζιο, ήλιος και θάλασσα, φρέσκος αέρας και αλμύρα. Με τίποτα δεν το άλλαζε. Από μικρό παιδί έμαθε να περιπλανιέται στα σοκάκια του, να τρέχει στα πλακόστρωτα, να σκαρφαλώνει στους τρούλους των εκκλησιών και να αγναντεύει το πιο όμορφο ηλιοβασίλεμα του κόσμου. Τουρίστες από όλες τις χώρες μαζεύονταν στη Σαντορίνη και περίμεναν την στιγμή που ο μεγάλος κατακόκκινος ήλιος θα χανόταν στη θάλασσα. Κοιτούσαν με έκσταση αυτή τη μαγική στιγμή που η θάλασσα έμοιαζε να παίρνει φωτιά καθώς τον υποδεχόταν στα σπλάχνα της. Και τότε όλοι μαζί ξεσπούσαν σε χειροκροτήματα και σε επευφημίες σαν να επιδοκιμάζανε την πιο επιτυχημένη θεατρική παράσταση την ώρα που έφτανε στο τέλος της. Έτσι γινόταν μέχρι σήμερα και έτσι θα συνέχιζε να συμβαίνει για πολλά χρόνια ακόμα. Ένα τέτοιο όμορφο απόγευμα γνώρισε τον Στέφανο. Εκεί, στη Σαντορίνη, στην Οία. Ανεβασμένη ήταν και τότε στον τρούλο μιας μικρής βυζαντινής εκκλησούλας στο χείλος του γκρεμού. Είχε καθίσει άκρη άκρη ώστε να μην την εμποδίζει κανένας να θαυμάσει τη μοναδική θέα που απλωνόταν μπροστά της. Θα έβγαζε τις πιο ωραίες φωτογραφίες εκείνο το απόγευμα. Ήταν σίγουρη. Ο πατέρας της μόλις της είχε χαρίσει μια επαγγελματική φωτογραφική μηχανή, δώρο για τα γενέθλια της. Και φυσικά οι πρώτες τις φωτογραφίες θα απεικόνιζαν το πιο όμορφο πράγμα της Σαντορίνης. Το ηλιοβασίλεμα της. 

Ξαφνικά ένας ψηλός μελαμψός νεαρός ήρθε και κάθισε ακριβώς μπροστά της. Τουρίστας θα ήταν, σκέφτηκε από μέσα της παρατηρώντας το σκούρο χρώμα της επιδερμίδας και των μαλλιών του. Φορούσε ένα λινό θαλασσί πουκάμισο και μια λευκή βερμούδα ενώ στα πόδια του ένα ζευγάρι δερμάτινα σανδάλια. Στα χέρια του κρατούσε ένα μικρό σάκο και όταν κάθισε τον άνοιξε για να βγάλει κι αυτός από μέσα μια φωτογραφική μηχανή. Γύρισε και την κοίταξε χαρίζοντάς της ένα γλυκό χαμόγελο. Το βλέμμα του την παγίδεψε. Είχε το χρώμα της θάλασσας που απλωνόταν γύρω της. Ένα βαθύ γαλάζιο που όμοιο του δεν είχε αντικρίσει ποτέ στη ζωή της. Θα έλεγε ότι ήταν Ισπανός αλλά με αυτά τα μάτια ήταν λίγο δύσκολο να είναι σίγουρη. Είχε ξεχάσει για ποιο λόγο είχε βρεθεί εκεί. Ξαφνικά δεν την ένοιαζε το ηλιοβασίλεμα. Την ένοιαζε μόνο αυτός ο γοητευτικός άντρας που είχε έρθει να κάτσει κοντά της. Κι ενώ αν ήταν άλλος θα του είχε κάνει παρατήρηση που της έκρυβε τη θέα, τώρα δεν μπορούσε να πει τίποτα. Δεν ήθελε να πει…

Έτσι όπως τον είχε απέναντί της, της έφθανε που θα αντίκριζε αυτόν. Ίσως να έβγαζε αυτόν φωτογραφία. Που θα την καταλάβαινε; Όλοι μια φωτογραφική μηχανή κρατούσαν στα χέρια τους με το φακό στραμμένο στον ορίζοντα. Τι έφταιγε εκείνη που τώρα τύχαινε να βρίσκεται ακριβώς μπροστά της ο άντρας αυτός; Ήξερε πως αφού ο ήλιος βρισκόταν από πίσω του καθώς τον έβλεπε, η φωτογραφία θα έβγαινε σκοτεινή, αλλά δεν την ένοιαζε. Θα είχε τουλάχιστον τη σκιά του να θυμάται…

-Με συγχωρείτε δεσποινίς, άκουσε τη φωνή του να βγαίνει από τα χείλη του καθώς την κοίταξε με τα μεγάλα γαλάζια μάτια του. Μια φωνή βαθιά, βραχνή που όμως έμοιαζε με τραγούδι καθώς ηχούσε στα αυτιά της. Της πήρε λίγα δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσει πως ο εν λόγω νεαρός απευθυνόταν σε εκείνη.

-Παρακαλώ…, ήταν το μόνο που κατάφερε να αρθρώσει προς απάντηση.

-Θα μπορούσατε μήπως να με βγάλετε μια φωτογραφία; Τη ρώτησε ενώ άπλωσε προς το μέρος της τη μηχανή του. Να φαίνεται και το ηλιοβασίλεμα αν είναι δυνατόν, πρόσθεσε και χαμογέλασε ακόμα μια φορά.

Έλληνας. Ήταν Έλληνας, συλλογίστηκε εκείνη καθώς τον κοιτούσε. Άπλωσε κι εκείνη τα χέρια της για να κρατήσει τη φωτογραφική του μηχανή.

-Βεβαίως… Καθίστε λίγο πιο δεξιά παρακαλώ, του είπε προκειμένου να φαίνεται η θέα του ήλιου που έδυε. Έτσι μπράβο, εκεί! Να σας βγάλω ακόμα μία μήπως και δεν σας αρέσει. Ένα λεπτό παρακαλώ! Αφού τελείωσε του χαμογέλασε κι εκείνη και του επέστεψε τη μηχανή του.

-Σας ευχαριστώ! Να ‘στε καλά, της είπε και γύρισε και πάλι προς τον ήλιο που τώρα μόλις που φαινόταν. Από λεπτό σε λεπτό θα βυθιζόταν ολόκληρος στη θάλασσα για να ξυπνήσει πάλι το επόμενο πρωί.

Κι ενώ ο ήλιος χανόταν πέρα στον ορίζοντα κι ο άγνωστος άντρας στεκόταν ακίνητος να τον θαυμάζει, εκείνη θαύμαζε εκείνον. Αυτόν που έτσι ξαφνικά αυτό το απόγευμα είχε πάρει τη θέση του ήλιου και που είχε γίνει το δικό της θαύμα. Σήκωσε το φωτογραφικό της φακό και άρχισε να τον φωτογραφίζει. Δυο θαύματα ταυτόχρονα. Εκείνον και τον ήλιο. Μόνο το προφίλ του μπορούσε να τραβήξει μα ακόμα κι αυτό της ήταν αρκετό. Όμως εντελώς ξαφνικά γύρισε προς το μέρος της και την κοίταξε. Αυτή τη φορά δεν χαμογέλασε, μονάχα την κοίταξε κι έμοιαζε χαμένος στις σκέψεις του. Κι εκείνη μόλις που πρόλαβε να τον φωτογραφίσει. Ναι! Τα είχε καταφέρει! Τώρα θα κρατούσε για πάντα την ανάμνηση της φυλαγμένη σε μια φωτογραφία!
 Μια ανάμνηση χωρίς όνομα…

Θα διάλεγε όμως ένα δικό της αφού δεν ήξερε το δικό του.
Θα τον έβγαζε «Σαν ήλιος που έδυσε»…
Αφού δεν θα τον ξαναέβλεπε ποτέ...

11 Μαΐου 2010

Παιχνίδια ζωής - Πένυ Παπαδάκη



Το μυθιστόρημα «Παιχνίδια ζωής» είναι το πρώτο βιβλίο της Πένυς Παπαδάκη που διαβάζω. Όταν λοιπόν το αγόρασα δεν ήξερα τι να περιμένω. Ε λοιπόν τώρα που το έχω διαβάσει , νιώθω τόσο χαρούμενη και τόσο τυχερή που δεν περιγράφεται.
Μέσα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου μαθαίνεις να βλέπεις τον κόσμο με άλλο μάτι. Μαθαίνεις να αγαπάς, να δίνεσαι, να προσφέρεις και να βοηθάς όσους σε έχουν ανάγκη. Κι αν κοιτάξεις καλά γύρω σου θα δεις ότι είναι πολλοί αυτοί…
Και μην παραπονιέσαι, στο τέλος κάτι παίρνεις κι εσύ… Ένα ευχαριστώ, ένα χαμόγελο, ικανοποίηση και άλλα μικρά μικρά πραγματάκια που ακόμα κι αν είναι μικρά, τελικά συνειδητοποιείς ότι σου προσφέρουν το μεγαλύτερο δώρο, την ευτυχία. Δεν ξέρω αν πρόκειται για «Παιχνίδια ζωής», μα για μένα αυτό το βιβλίο υπήρξε «Μάθημα ζωής».
Η Νίκη χάνει την αδερφή της και είκοσι χρόνια μετά αδυνατεί ακόμα να το ξεπεράσει. Θεωρεί τον εαυτό της ένοχο που δεν κατάφερε τότε να την βοηθήσει να σωθεί. Αρχίζει λοιπόν να βοηθά τους ανθρώπους που βρίσκονται γύρω της προσμένοντας κατά κάποιον τρόπο την εξιλέωση.
Κι εδώ είναι που ξεκινά αυτό το όμορφο ταξίδι. Η Νίκη θα σταθεί δίπλα σε ανθρώπους που χρειάζονται πραγματικά βοήθεια, με όλη της την αγάπη και όλη της την ανιδιοτέλεια.
Στην αρχή μια οικογένεια από την Γεωργία που ήρθε στη χώρα μας για μια καλύτερη ζωή, για ένα καλύτερο αύριο. Ένα χαμόγελο, μια καλημέρα είναι το πιο σημαντικό γι’αυτούς τους ανθρώπους που καθημερινά βιώνουν την αίσθηση του ρατσισμού και του κοινωνικού αποκλεισμού. Έτσι και εκείνη θα γίνει πραγματική τους φίλη, θα κερδίσει την εμπιστοσύνη τους ενώ παράλληλα θα τους βοηθήσει και οικονομικά προσφέροντας εργασία στη μητέρα της οικογένειας, στη Νανά. Τι κρίμα που οι περισσότεροι τα, τους βλέπουμε σαν εχθρούς μας…
Έπειτα η σειρά του κυρ- Λεωνίδα, ενός ογδοντάχρονου γεράκου. Η Νίκη θα δηλώσει συμμετοχή στο πρόγραμμα εθελοντικής εργασίας και ανθρώπινης προσφοράς σε ανθρώπους της τρίτης ηλικίας και θα της ανατεθεί η φροντίδα του κυρ-Λεωνίδα. Θα τον αγαπήσει, θα τον νιώσει σα δικό της πατέρα κι εκείνος σαν δική του κόρη. Τι ζητάνε κι αυτοί οι μεγάλοι άνθρωποι; Λίγη φροντίδα, λίγη συντροφιά, κάποιον να τους ρωτήσει αν είναι καλά. Κάποιον να ενδιαφερθεί να δει αν ζουν ή αν έχουν πεθάνει. Τόσο απλά… Μα πόσοι από εμάς το κάνουμε;
Στη συνέχεια η πεντάχρονη Μαρία, ένα μικρό κοριτσάκι που φιλοξενείται στο ορφανοτροφείο και που ακόμα κανείς δεν έχει ενδιαφερθεί να την υιοθετήσει. Η Νίκη θα δεθεί από το πρώτο λεπτό μαζί της σαν να είναι δικό της παιδί. Θα του κάνει συντροφιά, δώρα, χωρίς όμως να παραμελεί και τα υπόλοιπα παιδιά του ορφανοτροφείου. Σκεφτήκαμε ποτέ να δώσουμε ρούχα, παιχνίδια που δεν χρησιμοποιούμε πια σε αυτά τα μικρά παιδιά που τα έχουν τόσο ανάγκη; Η χαρά που θα δούμε στα μάτια τους εκείνη την ώρα δεν αγοράζεται ούτε με όλα τα λεφτά του κόσμου.

Ακολουθεί η Έφη, μια παιδική φίλη της Νίκης η οποία έχει προβλήματα με τον άντρα της. Η Έφη είναι ακόμα μια γυναίκα από εκείνες τις οποίες κακοποιούν οι άντρες τους. Δέχεται να υπομένει το ξύλο και τις βρισιές του συζύγου της χωρίς να διαμαρτύρεται. Δε χωρίζει για να μην έχουν πρόβλημα τα παιδιά της. Μα δεν καταλαβαίνει όμως ότι με αυτό τον τρόπο σκοτώνει την ίδια της την ψυχή αλλά και την ψυχή των παιδιών της που βιώνουν  καθημερινά αυτές τις σκληρές συνθήκες. Η Νίκη θα βοηθήσει την Έφη να διαλύσει αυτό τον γάμο, να απομακρυνθεί από αυτό τον άντρα και να ξαναφτιάξει τη ζωή της.  Δεν είναι λίγες οι γυναίκες που κακοποιούνται καθημερινά από τους άντρες τους. Μένουν θύματα της ίδιας της ζωής, απροστάτευτες να προσπαθούν να συνέλθουν από τα χτυπήματα περιμένοντας με φόβο το επόμενο ξέσπασμα. Ευτυχώς στη χώρα μας υπάρχουν σύλλογοι γι’αυτό τον σκοπό και καλό θα ήταν αν κάτι πέσει στην υπόληψή μας να τους ενημερώσουμε προκειμένου να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα. Ας πάψουμε να εθελοτυφλούμε…
Μετά έρχεται η Ελισάβετ, μια περίεργη ηλικιωμένη κυρία που βρίσκεται στο γηροκομείο. Η συνάδελφοι της Νίκης θα θελήσουν για τα Χριστούγεννα να χαρίσουν ένα ποσό στο γηροκομείο που βρίσκεται κοντά στη δουλειά τους. Η Νίκη θα αναλάβει την υπόθεση κι έτσι γρήγορα θα έρθει κοντά σε αυτή τη μεγάλη γυναίκα. Στην αρχή η Ελισάβετ θα την αρνηθεί μα στη συνέχεια θα καταλάβει ότι τίποτα δεν είναι πολυτιμότερο από το να έχεις δίπλα σου ανθρώπους να σε νοιάζονται.
Και ταυτόχρονα ο Στέλιος, κουμπάρος της Νίκης και του άντρα της και κολλητός δικός του μια ολόκληρη ζωή. Έχει κι εκείνος τα δικά του προβλήματα, τα δικά του μυστικά αλλά σιγά σιγά όλα θα λυθούν.
Και οι ζωές όλων αυτών των ανθρώπων μπλέκονται μεταξύ τους χωρίς να το ξέρουν. Έχουν όμως όλοι τη Νίκη δίπλα τους σαν σημείο αναφοράς. Μέσα από τις ζωές τους λοιπόν η Νίκη καταφέρνει να κερδίσει τους δαίμονες που την κατατρέχουν. Καταφέρνει να σταθεί στα πόδια της και να νιώσει νικήτρια αφού είναι το μόνο που της ταιριάζει όπως δηλώνει και το όνομά της. Όπως δηλώνει και η συγγραφέας στο οπισθόφυλλο του βιβλίου : “Με λένε Νίκη και τα παιχνίδια της ζωής θα τα κερδίσω όλα”.
Από τις πρώτες του σελίδες αυτό το βιβλίο κατάφερε να με συγκινήσει, κατάφερε να με κάνει να νιώσω τόσο βαθιά τα προβλήματα του καθενός από τους ήρωες αλλά ταυτόχρονα να νιώσω και ενοχή που δεν έχω τολμήσει ακόμα να βοηθήσω τόσο έμπρακτα κάποιον συνάνθρωπό μου. Δεν είναι ότι δε νοιάζομαι για τους γύρω μου αλλά ούτε ότι δεν είμαι ευαισθητοποιημένη απέναντι σε δύσκολες καταστάσεις. Απλώς δεν τολμώ…
Κα Νίκη σας ευχαριστώ πολύ! Μετά από αυτό το βιβλίο – που όσο κανένα έχει αγγίξει τα τόσα κοινωνικά προβλήματα που βιώνουμε- σίγουρα νιώθω αλλαγμένη. Κι αυτό το χρωστώ σε εσάς! Να είστε πάντα καλά και να σας αγγίζουν πάντα το ίδιο σημαντικά ζητήματα!






Απόσπασμα του βιβλίου θα βρείτε εδώ


    http://www.psichogios.gr/datafiles/parts/7035.pdf