Τρία χρόνια είχαν περάσει από τότε. Τρία ολόκληρα χρόνια από εκείνο το ηλιοβασίλεμα που υπήρξε μάρτυρας της γνωριμίας τους. Κάποτε της είχαν πει πως όποιος επισκέπτεται το νησί της Σαντορίνης με το ταίρι του, είτε παντρεύεται είτε χωρίζει. Να λοιπόν που σε εκείνη έβγαινε το πρώτο. Ο Στέφανος της είχε ήδη κάνει πρόταση γάμου και θα παντρεύονταν σε ένα χρόνο από τώρα. Τον επόμενο Ιούνιο. Για πρώτη φορά όμως ένιωθε να μην είναι σίγουρη για αυτό που πήγαινε να κάνει. Πάντα ονειρευόταν αυτή τη στιγμή. Να ενωθεί με αυτό τον άντρα και μαζί του να περάσει το υπόλοιπο της ζωής της. Δεν είχε ποτέ αμφιβολία για αυτό. Έως πριν λίγο καιρό τουλάχιστον…
Τι ήταν αυτό που την είχε κάνει να χάσει τη βεβαιότητά της; Τι ήταν αυτό που την είχε γεμίσει αμφιβολίες και τα τελευταία βράδια είχε χάσει τον ύπνο της; Η εικόνα του Δημήτρη πέρασε σαν αστραπή από το μυαλό της κι έσβησε αμέσως. Όχι, δεν μπορούσε να ήταν αυτός η αιτία αυτής της αλλαγής μέσα της. Δεν ήταν δυνατό. Τον ήξερε τόσο λίγο που σε καμία περίπτωση δε θα ήταν λογικό να της αλλάξει όλα όσα ένιωθε μέσα της. Τι ήταν τότε; άρχισε να αναρωτιέται ενώ ταυτόχρονα σηκώθηκε από το γραφείο της για να ετοιμάσει τα πράγματά της. Έξω είχε σκοτεινιάσει σχεδόν. Πότε θα γύριζε σπίτι; Πότε θα ετοιμαζόταν για την αυριανή της αναχώρηση; Θα προλάβαινε άραγε; Έπρεπε να βιαστεί κι έτσι τοποθέτησε όλα τα χαρτιά που είχε ετοιμάσει σε ένα μεγάλο χάρτινο φάκελο και τον έβαλε στο χαρτοφύλακά της. Κοίταξε το μεγάλο ρολόι που κρεμόταν ακριβώς απέναντί της και η ώρα πλησίαζε εννέα και μισή. Ούτε που κατάλαβε πότε είχαν περάσει όλες αυτές οι ώρες. Οι υπόλοιποι είχαν σχολάσει από τις έξι. Αυτή όμως θα έπρεπε να κάτσει κι άλλο προκειμένου να είναι όλα έτοιμα για τη Θεσσαλονίκη. Η αλήθεια είναι ότι δεν ένιωθε κουρασμένη. Σκέφτηκε να πάει μια βόλτα μόνη της να πάρει λίγο αέρα, να συλλογιστεί. Πόσα πράγματα της είχαν συμβεί αυτές τις τρεις μέρες; Είχε μόλις προχτές γνωρίσει έναν συνάδελφό της, είχαν παρεξηγηθεί εκατό φορές, την είχε φιλήσει μόλις πριν λίγες ώρες και το πιο κακό ήταν ότι εκείνη τον σκεφτόταν. Όσο κι αν προσπαθούσε να τον βγάλει από το μυαλό της εκείνος επέστρεφε πάντα εκεί. Όχι μόνος του. Κυρίως το φιλί του, η γεύση των χειλιών του πάνω στα δικά της, ο τρόπος που την είχε αγγίξει και την είχε κολλήσει πάνω του. Όλα. Όλα τα σκεφτόταν. Ότι τον αφορούσε γυρνούσε συνεχώς από το μεσημέρι μέσα στο μυαλό της. Μάλλον για αυτό είχε αργήσει τόσο πολύ με την ετοιμασία των εγγράφων που θα χρειάζονταν για το συνέδριο.
Πήρε την τσάντα της, τον χαρτοφύλακά της και έσβησε τα φώτα του γραφείου. Βγήκε και πέρασε στο διάδρομο για να κατευθυνθεί προς το ασανσέρ. Ξαφνικά σαν να άκουσε βήματα πίσω της. Σαν κάποιος να την ακολουθούσε. Γύρισε να κοιτάξει μα δεν ήταν κανείς. Ποιος να ήταν άλλωστε τέτοια ώρα; Μόνο ο άντρας της ιδιωτικής ασφάλειας έμενε μέχρι να φύγουν όλοι από το κτίριο. Τον είχε ενημερώσει ότι θα καθυστερούσε και λογικά θα την περίμενε στην έξοδο του κτιρίου για να το κλειδώσει και να αποχωρήσουν. Τι στο καλό είχε πάθει σήμερα; Όλη την ώρα άκουγε περίεργους θορύβους. Τελικά όλα αυτά που της συνέβαιναν την είχαν αποσυντονίσει τελείως. Πώς να μη φαντάζεται πράγματα; Οι πόρτες του ασανσέρ άνοιξαν και μπήκε στο θάλαμο για να κατέβει στο ισόγειο. Κοίταξε γύρω της μα δεν είδε κανέναν. Που να ήταν ο φύλακας; αναρωτήθηκε από μέσα της και άρχισε να περπατάει τριγύρω για να τον εντοπίσει. Κοίταξε σε όλο το ισόγειο μα δεν φαινόταν πουθενά. Η πόρτα της εισόδου ήταν ξεκλείδωτη, άρα εκείνος βρισκόταν ακόμα κάπου μέσα στο κτίριο. Πού όμως; Σκέφτηκε να κοιτάξει και στους υπόλοιπους ορόφους. Θα ανέβαινε έναν έναν με τα σκαλιά για να μπορέσει να τον ακούσει. Μετά από ένα τέταρτο είχε ανέβει σε όλους τους ορόφους, είχε κοιτάξει σε όλα τα γραφεία, στις τουαλέτες μα εκείνος ήταν άφαντος. Τι θα έκανε τώρα; Πώς θα έφευγε; Η ίδια δεν είχε κλειδιά και σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσε να αφήσει το κτίριο ξεκλείδωτο. Μα που στο καλό βρισκόταν αυτός ο άντρας; Κάθε φορά ήταν στη θέση του. Τι του είχε έρθει σήμερα και έκανε βόλτες; Άρχισε πάλι να κατεβαίνει προς το ισόγειο όταν άκουσε πάλι έναν περίεργο θόρυβο να έρχεται από λίγα μέτρα μακριά. Πέρασε στον όροφο και άρχισε να προχωρά όσο πιο αθόρυβα μπορούσε στον διάδρομο. Τα φώτα τώρα ήταν σβηστά. Ένιωσε ένα κύμα φόβου να την κατακλύζει. Ήταν μόνη της, ο φύλακας δε φαινόταν πουθενά κι εκείνη άκουγε περίεργους θορύβους. Στιγμιαία της πέρασε από το μυαλό η σκέψη να αρχίσει να τρέχει και να βγει από το κτίριο μα γρήγορα την προσπέρασε. Τι είχε να φοβηθεί; Νωρίς ήταν ακόμα. Ποιός θα έμπαινε μέσα στο κτίριο τέτοια ώρα όταν μάλιστα ξέρει πως υπάρχει ασφάλεια; Κανείς δε θα ήταν τόσο χαζός. Ποιος να το διακινδυνεύσει;
Λίγο πριν φτάσει κοντά στο ασανσέρ το μάτι της έπεσε πάνω σε κάτι που ήταν ξαπλωμένο μπροστά από τις συρόμενες πόρτες του. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει σαν τρελή και η ανάσα της σχεδόν κόπηκε. Πλησίασε πιο κοντά και από τη στολή κατάλαβε πως ήταν ο άντρας που έψαχνε. Τώρα οι χτύποι της καρδιάς της γίνονταν ακόμα πιο γρήγοροι, ακόμα πιο έντονοι. Ο άντρας ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα μπροστά στο ασανσέρ και δεν κινιόταν καθόλου. Έβαλε όλη της τη δύναμη για να κρατήσει την ψυχραιμία της και έσκυψε από πάνω του για να τον γυρίσει ανάσκελα.
Η θέα που αντίκρισε την έκανε να χάσει τη φωνή της. Το στήθος του άντρα ήταν πλημμυρισμένο με αίματα ενώ στα σημάδια από τις μαχαιριές που του είχαν επιχειρήσει αποτυπωνόταν όλη η βία με την οποία του είχαν επιτεθεί. Μια τεράστια λίμνη αίματος κρυβόταν ακριβώς από κάτω του.
Άρχισε να ουρλιάζει, να κάνει σαν τρελή μα γρήγορα συνειδητοποίησε ότι ήταν μονάχη της μέσα στο κτίριο. Ή μάλλον όχι. Δεν ήταν μόνη της. Στο κτίριο θα μπορούσε να ήταν ακόμη αυτός που είχε διαπράξει αυτό το έγκλημα. Ήθελε να τρέξει, να ξεφύγει μα τα πόδια της δεν την υπάκουαν. Ήταν σαν να της είχαν δέσει δυο βαριές πέτρες και να μη μπορεί να κάνει βήμα. Όσο κι αν προσπαθούσε ένιωθε να μένει πάντα στο ίδιο μέρος. Κι ύστερα όλα άρχισαν να γυρίζουν γύρω της. Ένιωσε να χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια της, όλα να μαυρίζουν. Κάπου εκεί σαν να είδε μπροστά της μια σκιά να την πλησιάζει. Μα ήταν αργά.
Έπεφτε ήδη λιπόθυμη δίπλα στο νεκρό άντρα.
Ω, ω!! Εδώ έχουμε ένα θρίλερ. Κόντεψα να πάθω, όση ώρα ανεβοκατέβαινε τις σκάλες και πήγαινε ψάχνοντας στους διαδρόμους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο. Ειλικρινά!
Πολύ καλή δομή, ρυθμός "καλομετρημένος" που ξεκινάει σαν αισθηματική ιστορία με διλήμματα και φτάνουμε στην ηρωίδα μόνη σε τεράστιο κτίριο να πέφτει λιπόθυμη δίπλα σε έναν δολοφονημένο φύλακα.
Την συνέχεια παρακαλώ!!!
@Χριστόφορε μου
ΑπάντησηΔιαγραφήευχαριστώ! ευχαριστώ! ευχαριστώ!
χαίρομαι τόσο πολύ που σου αρέσει! μου δίνεις δύναμη να συνεχίσω! αλήθεια!!!
Καλή σου μέρα φίλε μου!
Φιλιά!
Άρτος και θέαμα λέγαν οι Ρωμαίοι! Αν το ήξερα από πριν πώς με περίμενε κάποιο μυστήριο θα είχα μαζί μου και ποπ κόρν ή μάλλον κεράσια καλύτερα μιας και είναι καλοκαίρι! Και μου αρέσει που έλεγες πως φοβάσαι μην κουράσει επειδή είναι σε πολλές συνέχειες! Χτίζεις ατμόσφαιρα που κάνει τον αναγνώστη να θέλει κι άλλο!...κι εμένα μου αρέσει το μυστήριο!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάρα πολύ καλό Νατάσσα μου! Σου στέλνω τα μυστηριακά φιλιά μιας Νύχτας νοτισμένης με το άρωμα της άγριας κερασιάς! Να έχεις ένα υπέροχο απόγευμα!
@Έσπερε μου
ΑπάντησηΔιαγραφήχαχαχα! ακόμα γελάω με αυτά τα ποπ κορν και τα κεράσια! πολύ πλάκα! α ναι! δε στο είχα πει; για μυστήριο θρίλερ ξεκίνησε η ιστορία (θυμάσαι τον πρόλογο;) σιγά σιγά μπαίνουμε στο ψητό! χαίρομαι πολύ που το βρίσκεις ενδιαφέρον! δε φαντάζεσαι πόσο! να 'σαι καλά φίλε μου! σε ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου!
Έχω κάτι κερασάκια στο ψυγείο! για να φάω κανένα! χαχαχα! Καλό σου απόγευμα κ πολλά φιλιά!
Λοιπόν; πού είναι καλή μου η συνέχεια;
ΑπάντησηΔιαγραφήΒρίσκομαι στο 18ο μέρος του διλήμματος το οποίο διάβασα απόψε μονορούφι και παρατηρώ πως δεν έχω τώρα που αλλού να πάω!!
Με μάγεψε απόψε η αφήγησή σου και δεν κατάλαβα πως πέρασε η ώρα, πότε τελείωσαν οι συνέχειες!!!
Ήταν πραγματικά υπέροχο!!!
υγ. κοιταξε το link του 18ου μέρους νομίζω κάτι δεν πάει καλά.
Φιλάκια και μην καθυστερείς για πολύ ακόμη τη συνέχεια...
@Sweet truth
ΑπάντησηΔιαγραφήτο κοίταξα το link! Είχα κάνει λάθος ναι και σε ευχαριστώ που μου το είπες για να το διορθώσω! Μη με μαλώσεις μα δεν έχω γράψει συνέχεια! Δεν είχα έμπνευση πάνω σε αυτή την ιστορία και είπα να ξεκινήσω αυτή την καινούργια που στροβυλίζει στο μυαλό μου πολλούς μήνες τώρα! Το Δίλλημα ξεκίνησε περισσότερο σαν άσκηση για μένα! Για να υποχρεώσω τον εαυτό μου να κάτσει να γράψει ! Αλλα όπως βλέπεις εξελίχτηκε! Οι ήρωες πήραν σάρκα και οστά και άρχισαν να με καθοδηγούν αυτοί. Δε θα το αφήσω, κάποια στιγμή θα το συνεχίσω μα για την ώρα θέλω να επικεντρωθώ στις Αγριες θύμησες! Ελπίζω να μη σε στενοχωρώ!
Σε ευχαριστώ για τα καλά σου λογάκια κ σε ευχαριστώ που είχες την υπομονή να κάτσεις να το διαβάσεις μονορούφι! Σημαίνει πολλά για μένα αυτό! Πάντως δεν έχει καμία σχέση το υφος του ενός με το άλλο! Το καθένα (διήγημα) το αγαπώ για διαφορετικούς λόγους! Μα αυτό που γράφω τώρα είναι πιο κοντά στο στυλ που θέλω να γράφω γενικότερα!
Πολλά πολλά φιλάκια σου στέλνω Μαράκι μου!
Να έχεις μια όμορφη Κυριακή!
;-)