18 Μαΐου 2010

Το δίλημμα -17 (μια ιστορία σε συνέχειες)


Κι ο ήλιος χάθηκε.  Πέρα μακριά στον ορίζοντα μια λεπτή κόκκινη γραμμή μαρτυρούσε  την κρυψώνα του. Ο κόσμος άρχισε σιγά σιγά να σηκώνετε από τα πεζούλια που καθόταν και να ξεμακραίνει. Πολλοί θα συνέχιζαν την εξόρμηση τους στα μαγαζάκια της Οίας ψωνίζοντας αναμνηστικά για τους ίδιους αλλά και τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Άλλοι θα κατέκλυζαν τις καφετέριες και τα εστιατόρια που έμοιαζαν να ακροβατούν πάνω στον κόκκινο ηφαιστειακό βράχο για να γευτούνε τους νόστιμους παραδοσιακούς μεζέδες, να πιουν το ξηρό σαντορινιό κρασί και να απολαύσουν την μαγευτική θέα της Καλντέρας.
Η Ελπίδα σηκώθηκε και εκείνη με τη σειρά της για να φύγει. Δεν είχε αποφασίσει ακόμα τι θα έκανε. Δεν βιαζόταν όμως. Εδώ ο κόσμος δεν κοιμόταν ποτέ. Τα μαγαζιά έμεναν ανοιχτά μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες γεμάτα με κόσμο που διασκέδαζε, τραγουδούσε και χόρευε.  Θα τηλεφωνούσε στη Δέσποινα να έβγαιναν μαζί αργότερα. Η Δέσποινα ήταν παιδική της φίλη και έμενε μόνιμα στη Σαντορίνη. Μεγάλωσαν μαζί από μικρά κορίτσια. Τα σπίτια τους ήταν το ένα απέναντι στο άλλο στην ίδια γειτονιά ενώ οι γονείς τους ήταν κι αυτοί πολύ καλοί φίλοι. Από τον Ιούνιο μέχρι τέλος Αυγούστου γίνονταν αχώριστες. Έφτανε όμως κάθε φορά εκείνος ο καταραμένος Σεπτέμβρης που η Ελπίδα έπρεπε να επιστρέψει στην Αθήνα. Και έμεναν  αγκαλιασμένες μέχρι να έρθει το καράβι κάτω στον Αθηνιό, στο λιμάνι, να κλαίνε και να στενοχωριούνται που θα έχαναν η μια την άλλη μέχρι το επόμενο καλοκαίρι. Τώρα τελευταία όμως την είχαν σταματήσει αυτή την συνήθεια. Ήταν μεγάλες κοπέλες πια. Μπορούσαν να αποχαιρετιστούν χωρίς κλάματα. Εξάλλου οι επισκέψεις της Ελπίδας κρατούσαν πολύ λιγότερο αφού πλέον εργαζόταν στην Αθήνα.
Έβαλε τη φωτογραφική μηχανή στην ειδική θήκη της χωρίς να κοιτάζει γύρω της και περπάτησε προς το πίσω μέρος της εκκλησίας για να πηδήξει στο στενό δρομάκι που την περικύκλωνε. Δεν τα φοβόταν τα ύψη. Το είχε κάνει τόσες και τόσες φορές αυτό το πράγμα που πλέον φάνταζε παιχνιδάκι.
-Να βοηθήσω; άκουσε μια αντρική φωνή από κάτω της. Ο όμορφος νεαρός άντρας που λίγο νωρίτερα χωρίς να το ξέρει είχε γίνει το μοντέλο της, στεκόταν ακριβώς από κάτω τείνοντας το χέρι του προς το μέρος της για να τη βοηθήσει να κατέβει.  Ήταν πανέμορφος, σκέφτηκε από μέσα της ενώ δεν μπόρεσε να μην παραληρήσει τη στιγμή με εκείνη της σκηνής του μπαλκονιού από το περίφημο έργο του Σαίξπηρ «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Έτσι όπως τον έβλεπε από εδώ ψηλά έμοιαζε με τον Ρωμαίο έτοιμο να απαγγείλει εκείνο το «…Μα κοίτα! Σε κείνο το παράθυρο τι φως έχει προβάλλει! Είναι η Ανατολή, κι είναι η Ιουλιέτα ο ήλιος!!
Έβγα ωραίε ήλιε και θάμπωσε τη φθονερή σελήνη, που χλόμιασε κι αρρώστησε κιόλας από το κακό της, να βλέπει εσένα, την πιστή της, πιο όμορφη από την ίδια...».
Κι εκείνη θα απαντούσε με τη σειρά της, «Θα ήταν φρικτό να σε έβλεπαν εδώ κάτω από το παράθυρό μου!». Μα ο Ρωμαίος της θα συνέχιζε, «Έχω της νύχτας τη σκέπη κι από τα μάτια τους με κρύβει. Αν ίσως όμως και δε με αγαπάς, καλύτερα τότε να με βρουν!! Καλύτερα το μίσος τους να πάρει τη ζωή μου, παρά να αργήσει ο θάνατος να έρθει και να μου λείπει η αγάπη σου, γλυκιά μου Ιουλιέτα!...
Της ήρθε να γελάσει με τις σκέψεις της. Μα τι ήταν όλα αυτά που σκεφτόταν; Ίσα που κρατήθηκε για να μη σκάσει στα γέλια και άπλωσε με τη σειρά της το χέρι της για να πιάσει το δικό του. Με ένα σάλτο βρέθηκε στο έδαφος και παραπατώντας έπεσε στην αγκαλιά του μελαχρινού άντρα. Εκείνος την κράτησε σφιχτά για να μην σωριαστεί κάτω και τη βοήθησε να ανακτήσει την ισορροπία της.
-Είσαι καλά; Όλα εντάξει; τη ρώτησε και την κοίταξε με εκείνο το αγγελικό βλέμμα που την έκανε να θέλει να χαθεί μέσα στα μάτια του. Αν ζωγράφιζε τη θάλασσα απόψε, το χρώμα των ματιών του θα έδινε στο πέλαγος. Και τότε καμία άλλη θάλασσα δε θα συγκρινόταν μαζί του. Θα ήταν το πιο όμορφο γαλάζιο όλου του κόσμου.
-Ναι! Μια χαρά είμαι! Σε ευχαριστώ πολύ, απάντησε εκείνη και ένιωσε τα μαγουλά της να κοκκινίζουν. Σαν τα κόκκινα ανθάκια της βοκαμβίλιας που σκαρφάλωνε στο απέναντι μπαλκόνι θα είχαν γίνει τα μάγουλά της. Ήταν σίγουρη γι’αυτό. Μα τι να έκανε; Πώς να το κρύψει. Χαμήλωσε απλώς το πρόσωπό της και πήρε μερικές ανάσες πριν τον ξανακοιτάξει. Θυμήθηκε τον πρώτο της έρωτα, τον Σπύρο, τον αδερφό της Δέσποινας. Την περνούσε πέντε χρόνια κι όταν ήταν μικρότερα όλο την πείραζε. Το ήξερε ότι της άρεσε και το εκμεταλλευόταν. Αυτή δεκατριών, εκείνος δεκαοχτώ, μπορούσε εύκολα να καταλάβει αν το βλέμμα ενός κοριτσιού ήταν φιλικό ή αν μέσα του κρυβόταν κάτι περισσότερο από τη φιλία, κάτι πιο περίπλοκο. Και εκείνος ήταν σίγουρος πως η Ελπίδα τον κοίταζε πράγματι με αυτό το διαφορετικό βλέμμα. Συνεχώς κάτι της έλεγε για να την κάνει να κοκκινίσει. Κι ύστερα την κορόιδευε κι εκείνη νευρίαζε και τον κυνηγούσε πάνω κάτω στα σοκάκια μέχρι να τον πιάσει. Ποτέ όμως δεν τα κατάφερνε. Ο Σπύρος ήταν πολύ πιο γρήγορος από εκείνη και συνεχώς ξεγλιστρούσε.
-Πώς σε λένε; Η φωνή του άντρα που στεκόταν απέναντί της την έβγαλαν από τις σκέψεις της και σήκωσε το πρόσωπό της προς το μέρος του.
-Ελπίδα με λένε, απάντησε χαρίζοντας του το πιο γοητευτικό χαμόγελο που μπορούσε και κοιτάζοντας τον βαθιά στα μάτια του. Εσένα;
-Εμένα με λένε Στέφανο. Χάρηκα πολύ Ελπίδα, απάντησε κι εκείνος με τη σειρά του απλώνοντας το χέρι του για τον τυπικό χαιρετισμό. Κάνεις κι εσύ διακοπές εδώ στο νησί;
-Ναι! Διακοπές! Είμαι από εδώ και έρχομαι κάθε καλοκαίρι. Καθώς του απάντησε στράφηκε να κοιτάζει το απέραντο γαλάζιο που απλωνόταν μπροστά τους. Δεν μπορούσες να καταλάβεις που τελείωνε η θάλασσα και που άρχιζε ο ουρανός. Έμοιαζαν τα δυο αυτά στοιχεία να έχουν γίνει ένα. Το νερό και αέρας είχαν μπλεχτεί μεταξύ τους και θα έμεναν για πάντα αγκαλιασμένα σαν αιώνιοι εραστές. Σαν τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα.
-Είσαι πολύ τυχερή που κατάγεσαι από τούτο τον τόπο. Εμένα είναι η πρώτη μου φορά εδώ και δεν ξέρεις πόσο το μετανιώνω που τόσα χρόνια πριν δεν είχα έρθει ποτέ. Δεν πειράζει όμως. Τώρα είμαι εδώ. Και θα ξανάρθω πολλές φορές ακόμα. Σίγουρα! Μοιάζει μαγικός αυτός ο τόπος. Είναι σαν να σε υπνωτίζει, σαν να σε σαγηνεύει, σαν να σε πείθει να του μείνεις για πάντα πιστός.
Μιλούσε και η φωνή του έμοιαζε με τραγούδι στα αυτιά της. Σαν γλυκιά μελωδία που ερχόταν να την συντροφεύσει την ώρα που αντίκριζε μπροστά της αυτή την τόση ομορφιά. Σιγά σιγά νύχτωνε. Τα φώτα του νησιού άρχισαν ένα ένα να ανάβουν κάνοντάς το να μοιάζει με μεγάλο κρουαζιερόπλοιο στη μέση του Αιγαίου. Κι Ελπίδα ένιωθε επιβάτης του, δίπλα σε αυτόν τον όμορφο νεαρό άντρα που στεκόταν μπροστά της.
Το ταξίδι αυτό, στο οποίο έμελλε να  είναι συνεπιβάτες, θα ήταν μεγάλο…

4 σχόλια:

  1. Μεγάλο ταξίδι κι είμαστε ακόμα στην αρχή! Σαν να ξαναξεκινάει η ιστορία από την αρχή...ή μάλλον σαν να γεννιέται μια ιστορία μέσα σε μιαν άλλη!!! Πολύ μου αρέσει.

    Ξέρεις Νατάσσα μου, έχεις ένα ταλέντο στο να ψυχογραφείς τους χαρακτήρες, δίχως όμως, να χρησιμοποιείς περίεργα τεχνάσματα. Χρησιμοποιώντας σχετικά απλά πράγματα που δείχνουν πολλά! Αυτό θέλει πραγματικό ταλέντο και μεθοδικότητα!

    Άντε - άντε! Αναμένω την συνέχεια!!! Την πιο ζεστή μου καληΝύχτα!!! Πολλά πολλά φιλιά!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. @Έσπερέ μου
    όπως σου είπα όλο αυτό είναι εξάσκηση. Προσπαθώ να κάνω πολλά πράγματα μέσα από αυτή την ιστορία. Να τα δοκιμάσω όλα. Να χρησιμοποιήσω διαφορετικό ύφος κάθε φορά! μΠορεί αυτό βέβαια να μπερδεύει μα πως αλλιώς θα μάθω; Ίσως και να γίνεται κουραστικό για τον αναγνώστη μα εγώ θέλω να μάθω μέσα από αυτή την προσπάθειά μου μέχρι που μπορώ να φτάσω στυλιστικά. Και λέω στυλιστικά γιατι αυτό είναι πιστεύω το μόνο που μπορεί να διορθώσει κάποιος που γράφει. Το ταλέντο ή το έχεις ή δεν το χεις. Όσο κι αν θέλω να πιστεύω πως κάποιος μπορεί να γίνει συγγραφέας καθώς περνάει ο καιρός μάλλον πιστεύω οτι δε γίνεται. Να γράψω καλύτερα, σε επίπεδο γλώσσας μπορεί αλλά όχι έτσι που να κάνει τη διαφορά! Όχι μόνο εγώ, ο καθένας που είναι στη θέση μου. Όπως και να έχει όμως εγώ θα το κυνηγώ πάντα το όνειρό μου. Κι αυτό γιατί ξέρω οτι σε κάποιους άρεσαν αυτά που έγραψα. Εσείς που είστε εδώ κ με διαβάζετε μου στέλνετε έναν καλό σας λόγο. Αν δε σας άρεσε απλώς δε θα λέγατε τίποτα.
    Δε ξέρω που θα πάει αυτή η ίστορία, άρχισα με μια ιδέα στο μυαλό μου αλλά κάθε φορά οι ήρωες αλλάζουν πορεία. Ναι, είναι οι ήρωες που μου δείχνουν το δρόμο. όπως είπες έχουν ψυχή, έχουν θέλω, αυτοί απόφασίζουν κι εγώ δεν έχω παρά να τους ακολουθήσω!

    Δεν μου έστειλες το μυστικό! Περιμένω!

    Σε ευχαριστώ για τη συνεχή παρουσία σου εδώ!
    Καλή σου Νύχτα καλέ μου φίλε!
    Τα φιλιά μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Όμορφες οι εικόνες που έπλασες Νατάσσα, μυρίζουν καλοκαίρι. Πέρασα να σου πω μια καλημέρα. Φιλιά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. @anidifranco
    Να σαι καλά! Μ'αυτό τον καιρό που έχουμε ας διαβάζω καλύτερα αυτές τις λίγες γραμμές που μυρίζουν καλοκαίρι!
    Καλημέρα κι από μένα καλή μου!

    Τα φιλιά μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Πες μου αυτό που σκέφτηκες...
Σε ακούω...