25 Οκτωβρίου 2010

Κοιτάζοντας από ψηλά





Αφήνω τα δάκρυα μου να τρέξουν ελεύθερα στα παγωμένα μου μάγουλα, δίχως να τα σκουπίσω. Τα αφήνω να γίνουν ένα με τις διάφανες σταγόνες βροχής που πέφτουν ακανόνιστα κάθε τόσο, μουσκεύοντας ελαφρά το  χωμάτινο έδαφος που απλώνεται γύρω μου. Καθώς κλείνω τα μάτια μου, νιώθω τα δάκρυα να ζεματίζουν το πρόσωπο μου. Θέλω να μη σκέφτομαι τίποτα, μα μου είναι τόσο δύσκολο. Προσπαθώ με όση δύναμη μου έχει απομείνει να συγκεντρωθώ στον ήχο που κάνει το θρόισμα των φύλλων καθώς ο αέρας περνάει ανάμεσα τους. Μοιάζει σχεδόν με βουητό, αλλά όχι από εκείνα που γίνονται ενοχλητικά στο άκουσμά τους. Είναι από εκείνους τους ήχους που καθώς επαναλαμβάνονται σε κάνουν να θέλεις να αποκοιμηθείς, όμοια με νανούρισμα. Μακάρι να μπορούσα να αποκοιμηθώ. Να έπεφτα σε έναν ύπνο βαθύ κι όταν θα ξυπνούσα να ήταν όλα όπως και πριν. Να μην είχε αλλάξει τίποτα.
Κι όμως, έχουν αλλάξει τόσα πολλά…
Ανοίγω ξανά τα μάτια μου και κάνω μια προσπάθεια να θυμηθώ πότε ήταν η πρώτη φορά που βρέθηκα ψηλά σε τούτο τον λόφο να αντικρίζω την ομορφιά που απλώνεται ολόγυρά του. Εκείνη με έφερε για πρώτη φορά εδώ. Εγώ όπως είναι φυσικό δεν μπορώ να το θυμηθώ γιατί ήμουν μωρό ακόμα, μα μου το είχε πει πολλές φορές. Με κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά της και με ανέβαζε εδώ ψηλά, μακριά από όλους, για να είμαστε μοναχά οι δυο μας, μάνα και κόρη. Η δική μου παλιότερη ανάμνηση είναι αυτή ενός ηλιόλουστου καλοκαιρινού απογεύματος να τρέχω γύρω από το γέρικο δέντρο που βρίσκεται στην κορυφή του μαζί με τη Λίντια και τον Έντουαρντ, τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια μου. Στα αυτιά μου ηχεί ακόμα ο ήχος από τα ανέμελα γέλια μας, σαν παλιό αγαπημένο τραγούδι που θα έκανα τα πάντα γα να μείνει ανεξίτηλο στη μνήμη μου.
Δεν μπορώ να θυμηθώ ούτε μια μέρα από τη ζωή μου που να μην ανέβηκα εδώ πάνω. Που να μην ξάπλωσα στον κορμό του μοναδικού δέντρου που βρίσκεται εδώ και να μην ονειρεύτηκα. Μοιάζει η ζωή μου να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τούτο το μέρος.  Μάλλον εκείνη μου μετέδωσε αυτή την αγάπη, αφού και εκείνη  λάτρευε αυτή τη μικρή γωνιά της γης. Κι ήταν τόση η αγάπη της, που θέλησε εδώ ψηλά να είναι και η τελευταία της κατοικία. Ήταν δική της επιθυμία, για να βρίσκεται αιώνια εδώ ψηλά, κάτω από την σκιά του δέντρου της. Για να βρίσκεται πάντα δίπλα μας και να είναι σίγουρη πως δε θα υπάρξει ούτε μια μέρα που να μην την επισκεφτούμε. Για να βρίσκεται πιο κοντά στο Θεό…
Τα δάκρυα συνεχίζουν να μουσκεύουν τα μάγουλά μου. Η βροχή γίνεται τώρα όλο και πιο έντονη. Θα πρέπει να γυρίσω σπίτι. Οι άλλοι θα με ψάχνουν. Δε θέλω να φύγω. Θέλω να μείνω εδώ, δίπλα στη μητέρα μου. Σηκώνω με φόβο το βλέμμα μου να κοιτάξω την λευκή πλάκα που στέκεται όρθια απέναντί μου. Διαβάζω ξανά και ξανά το κείμενο που αναγράφεται πάνω της, μα δεν μπορώ να το πιστέψω.

Elizabeth Dickinson
1803 - 1846
Πολυαγαπημένη μας μητέρα και σύζυγος

8 σχόλια:

  1. Ανώνυμος25/10/10 7:53 π.μ.

    ωραιοτατο κειμενο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. όμορφο κείμενο, πολύ συγκινητικό...!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Μείνε, κλάψε... μόνο αυτό θα μπορέσει να σε ηρεμήσει για να κοιμηθείς...

    Αχ Νατασσάκι μου πολύ συγκινητικό...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. @meanan
    σε ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια!

    Τα φιλιά μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. @oneiremata
    Να 'σαι καλά κοπέλα μου! Σε ευχαριστώ! Χαίρομαι που σου έρεσε κ σε έκανε να συγκινηθείς!

    Καλό σου μεσημέρι!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. @iliokamene
    δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο από το να ξέρει κάποιος πως εκεί έξω, υπάρχουν άτομα που μπορούν να τον νιώσουν!

    Καλά να περνάς!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. @Μαράκι μου
    κοριτσάκι μου σε ευχαριστώ! χαίρομαι πολύ που σου άρεσε! να είσια καλά κ α μη μου στενοχωριέσαι για τίποτα! Τίποτα , με ακούς;

    Πολλά φιλιά καλή μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Πες μου αυτό που σκέφτηκες...
Σε ακούω...