Εισαγωγή
Το άγριο σκοτάδι είχει καλύψει εδώ και ώρα κάθε πλευρά του έρημου δάσους. Ο παγωμένος αέρας διέσχιζε τα γυμνά και γέρικα δέντρα, αφήνοντας στο πέρασμά του ένα τρομακτικό ουρλιαχτό που έμοιαζε με κραυγή πόνου κι αγωνίας, κάποιου θανάσιμα λαβωμένου ζώου. Ο ουρανός ήταν μαύρος κι αυτός. Εκείνο το βράδυ δεν είχε φεγγάρι. Όλα έμοιαζαν να θέλουν να κρυφτούν κάτω από το βαθύχρωμο πέπλο που είχε ρίξει η κρύα νύχτα σε εκείνη τη μικρή γωνιά της γης.
Έπρεπε κι εκείνη να κρυφτεί. Έπρεπε να τρέξει. Να βάλει όλη της τη δύναμη και να φτάσει όσο το δυνατόν πιο μακριά από εκείνο το μέρος. Δεν κατάλαβε πως έφτασε να περπατά μέσα στο δάσος. Καθώς ο αέρας ανέμιζε τα μακριά της μαλλιά και το λευκό νυχτικό που φορούσε, την έκανε να μοιάζει με κάποιο παράξενο αερικό, που πλανιόταν ανάμεσα στα δέντρα για να βρει καταφύγιο. Τα βήματά της γίνονταν όλο και πιο γρήγορα, το ίδιο και οι χτύποι της καρδιάς της. Ολοένα και δυνάμωναν, όχι από φόβο, μα γιατί σιγά σιγά άρχιζε να συνειδητοποιεί αυτό που είχε κάνει λίγο νωρίτερα. Οι εικόνες περνούσαν γρήγορα από το μυαλό της κάνοντάς την να χάνει τα λογικά της. Δεν μπορεί να είχε κάνει αυτή τέτοιο πράγμα. Όχι, δεν ήταν δυνατόν. Ένιωσε να ζαλίζεται, να χάνει τα βήματά της. Ξαφνικά έπεσε στο χώμα και έμεινε εκεί να κλαίει με λυγμούς. Δεν την πείραζε το κρύο. Ένιωθε το αίμα της να βράζει στα σωθικά της. Ήθελε μόνο να σηκωθεί ξανά όρθια και να συνεχίσει να τρέχει, μα της φαινόταν ακατόρθωτο.
Σήκωσε και τα δυο της χέρια να σκουπίσει τα δάκρυά της. Καθώς οι παλάμες της άγγιξαν το πρόσωπό της μια περίεργη αίσθηση υγρού ένιωσε να την αναστατώνει. Το ένιωσε να καίει τα χέρια της ως τους αγκώνες και τα μάγουλά της. Τα κατέβασε ξανά και τα έφερε μπροστά στα μάτια της να τα κοιτάξει. Το θέαμα της έκοψε την ανάσα.
«Αίμα… Δικό του αίμα…»
Οι λέξεις βγήκαν με μεγάλη δυσκολία από τα χείλη της και ακούγοντας τες αισθάνθηκε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της. Δεν μπορούσε να κάνει την παραμικρή κίνηση. Ένιωθε να έχει παραλύσει όλο της το σώμα και είχε μείνει απλώς να κοιτάζει σα χαμένη τα χέρια της που ήταν πλημμυρισμένα από το κόκκινο υγρό. Το βλέμμα της έπεσε στο νυχτικό της. Οι μεγάλες κόκκινες κηλίδες που ήταν διάσπαρτες από δω κι από εκεί μαρτυρούσαν πως όλα όσα είχε ζήσει λίγες στιγμές πριν ήταν αλήθεια.
«Τον σκότωσα…» προλαβε να ψελλίσει λίγα δευτερόλεπτα προτού χάσει τελείως τις αισθήσεις της και σωριαστεί λιπόθυμη στο παγωμένο χωμάτινο έδαφος του σκοτεινού δάσους.
Συνεχίζεται…
Τι ετοιμάζεις... απορώ με το πόσο εύκολα και συχνά σε υποδέχεται η εμπνευση.... μπράβο Νατάσσα μου, η αφήγησή σου είναι φοβερή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο Νατάσσα μου! Πολύ καλή η αρχή, έντονη και περιγραφική. Περιμένουμε να δούμε τι μυστήριο έχεις στήσει!
ΑπάντησηΔιαγραφή@Sweet truth
ΑπάντησηΔιαγραφήΜακάρι να με επισκεπτόταν εύκολα η έμπνευση! Δυστυχώς όμως...
Χαίρομαι πάντως που σου άρεσε η αφήγησή μου!
Φιλάκια καλή μου!
@Νυχτερινή μου Πένα
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα δεις...Θα δεις! Σύντομα έρχεται η συνέχεια φίλε μου!
Καλό απόγευμα!
Η εισαγωγή σου ήταν σαν κλεφτή ματιά σε ένα πολύ δυνατό κείμενο. Έχεις μεγάλη ευχέρεια στις έξοχες περιγραφές σου. Ο αναγνώστης σου δεν λέει να ξεκολλήσει. Είμαι πολύ ανυπόμονος για την συνέχεια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό βράδυ κορίτσι μου.
@Χριστοφορέ μου
ΑπάντησηΔιαγραφήσε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια! Χαίρομαι που μπόρεσε να σου κάνει εντύπωση το κείμενο μου! Να σαι καλά φίλε μου κ ελπίζω κ η συνέχεια να σου αρέσει το ίδιο!
Καλό βραδάκι!
Υπεροχη εισαγωγη!
ΑπάντησηΔιαγραφή@Artemis
ΑπάντησηΔιαγραφήσε ευχαριστώ πολύ κοπέλα μου!
Καλό σου απόγευμα!
;-)