27 Σεπτεμβρίου 2011

Βράδυ στερνό των αναμνήσεων

Το παρόν κείμενο αποτελεί αναδημοσίευση. Το είχα αναρτήσει και παλιότερα, μα δεν υπάρχει πια στο αρχειο. Το δημοσιεύω λοιπόν εκ νέου.




 Σε ένα ορεινό χωριό, Δεκέμβριος του 1997

Σε λίγο θα ξημέρωναν Χριστούγεννα. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, προσπαθούσε ώρες τώρα να αποκοιμηθεί, μα ο Μορφέας φαινόταν να μη διανυκτερεύει εκείνο το ψυχρό χειμωνιάτικο βράδυ. Μοναδικός της εραστής εδώ και χρόνια, είχε αργήσει να φανεί. Δεν ήταν εκεί να την τυλίξει στην αγκαλιά του, να τη νανουρίσει, να την κάνει να του παραδοθεί. Ακόμα και αυτός την είχε απαρνηθεί απόψε. Ακόμα και αυτός, την είχε αφήσει μονάχη της…
Σηκώθηκε με κόπο από το κρεβάτι και τύλιξε τους μαζεμένους ώμους της στο χοντρό μαύρο σάλι για να μην κρυώνει. Ίσως με αυτό να μπορούσε να ζεστάνει για λίγο και την παγωνιά της καρδιά της, σκέφτηκε με παράπονο. Πλησίασε με αργά βήματα το μικρό παράθυρο που βρισκόταν στην άκρη του σκοτεινού δωματίου και στάθηκε να παρατηρεί το σκοτάδι μήπως και ανακάλυπτε ένα μικρό σημάδι ζωής σε εκείνο το απομονωμένο τοπίο. Μα μόνο οι λευκές νιφάδες του χιονιού που ξεγλιστρούσαν με χάρη από την αγκαλιά του μαύρου ουρανού έμοιαζαν να έχουν ζωή. Και τώρα ελεύθερες έτσι όπως στροβιλίζονταν, φάνταζαν με μπαλαρίνες που χόρευαν στο ρυθμό του δυνατού ανέμου που φυσούσε σχεδόν με μανία. Πόσο θα ήθελε να ήταν και εκείνη μια μικρή νιφάδα χιονιού. Να ζούσε μόνο όσο διαρκεί το σύντομο ταξίδι της από τον ουρανό μέχρι τη γη και μετά να έλιωνε, να χανόταν, να εξαφανιζόταν για πάντα...Δεν θα την πείραζε που θα αντίκριζε τον κόσμο έστω για λίγα μόνο λεπτά. Θα ήταν ευτυχισμένη γιατί θα ζούσε ανέμελη, ελεύθερη, χωρίς έγνοιες και σκοτούρες. Και δε θα ένιωθε ποτέ μόνη της αφού δίπλα της, στο ίδιο ταξίδι, θα τη συντρόφευαν -πάντα πιστά- οι υπόλοιπες όμοιες της.
Άναψε το μικρό πορτατίφ που βρισκόταν δίπλα της και ένα ζεστό φως πλημμύρισε το δωμάτιο. Δίπλα του ακριβώς, σκεπασμένο με ένα λευκό σεμέν κρυβόταν χρόνια τώρα ένα μικρό ξύλινο κουτί. Πόσα χρόνια είχε να το ανοίξει; αναρωτήθηκε. Εκεί μέσα ήταν κλειδωμένο όλο της το παρελθόν. Το κρατούσε καλά σφραγισμένο για να μη θυμάται. Την πονούσε πολύ να θυμάται. Μα απόψε κάτι είχε νιώσει να την καλεί πίσω σε αυτό, στα χρόνια της χαμένης της νιότης. Το κράτησε για λίγο με στοργή στα τρεμάμενα χέρια της και έπειτα το άνοιξε. Πάνω πάνω αντίκρισε, ένα ξερό λευκό τριαντάφυλλο και δίπλα του ένα χρυσό σταυρό, δώρα της πρώτης της αγάπης. Της μοναδικής αγάπης που είχε ποτέ στη ζωή της. Ακριβώς από κάτω, μια ασπρόμαυρη φωτογραφία απεικόνιζε έναν νεαρό άντρα ντυμένο στρατιώτη. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της και ένας πνιχτός λυγμός ξέφυγε από το στήθος της. Την λάτρευε αυτή τη φωτογραφία και ταυτόχρονα την μισούσε όσο τίποτα άλλο στον κόσμο. Μπορούσε σε αυτή να αντικρίσει τον μοναδικό άντρα που αγάπησε σε όλη της ζωή και παράλληλα να θυμάται τον πόλεμο που της τον πήρε τόσο γρήγορα από κοντά της. Εκείνον τον καταραμένο αδελφοκτόνο αλληλοσπαραγμό που σημάδεψε για πάντα τη ζωή της και την άφησε διαλυμένη να θρηνεί το χαμό του αγαπημένου της. Στο πίσω μέρος της, αναγνώρισε το γραφικό του χαρακτήρα :


Δε φοβάμαι τον πόλεμο!
Φοβάμαι μόνο μην δεν μπορέσω να αντικρίσω ξανά τα μάτια σου!
Φοβάμαι μόνο μην δε μπορέσω να γευτώ ξανά το φιλί σου!
Φοβάμαι…

Σε αγαπώ! Για πάντα δικός σου!
Γράμμος, 15 Αυγούστου του 1949


Oι λυγμοί της έγιναν τώρα πιο έντονοι. Ένιωσε να την πνίγουν καθώς σφήνωναν στο λαιμό της. Αισθάνθηκε την ανάσα της να κόβεται και με δυσκολία πια μπορούσε να αναπνεύσει. Προσπάθησε να συνέλθει και κρατώντας την κιτρινισμένη φωτογραφία πήγε πάλι προς το κρεβάτι της.
Άφησε το σάλι να γλιστρήσει στην παλιά καφέ ξεφτισμένη πολυθρόνα που βρισκόταν δίπλα της και ξάπλωσε πάλι στο σκληρό της στρώμα, μήπως κατάφερνε τελικά να αποκοιμηθεί. Τα γερασμένα της δάχτυλα χάιδεψαν για άλλη μια φορά το νεαρό πρόσωπο της φωτογραφίας και ταξίδεψαν αργά ως τα χείλη του όμορφου άντρα. Πόσα ταξίδια της είχαν χαρίσει εκείνα τα μεταξένια χείλη, σκέφτηκε αγγίζοντας τα. Ταξίδια χωρίς επιστροφή, σε τόπους μαγεμένους, σε τόπους ονειρικούς που έκαναν την ψυχή της να βγάζει φτερά και να πετάει στα σύννεφα πλημμυρισμένη από ευτυχία. Διαδρομές ενός φλογερού πάθους που έκαναν το κορμί της να ανατριχιάζει και να παίρνει φωτιά από την ηδονή. Ας ήταν εδώ να τα φιλήσει μία ακόμα φορά, ευχήθηκε γεμάτη νοσταλγία και ακούμπησε το ζαρωμένο της στόμα στα χάρτινα χείλη του για να του χαρίσει το τελευταίο της φιλί. Και το ένιωσε τούτο το στερνό φιλί τους. Μα αυτή τη φορά δεν ήταν γλυκό όπως εκείνα που είχαν δώσει τόσες και τόσες φορές. Αυτή τη φορά έμοιαζε να στάζει δάκρυα, να κομματιάζεται, να τσακίζεται από τον πόνο του χωρισμού, την πίκρα της τελευταίας αντάμωσης.
Έκλεισε ελαφρά τα βλέφαρά της και κράτησε σφιχτά στο στήθος της την φθαρμένη φωτογραφία του αγαπημένου της. Την ακούμπησε πάνω στην γερασμένη της καρδιά και μια δυνατή μαχαιριά αισθάνθηκε να της τρυπάει τα σωθικά. Άκουσε τους χτύπους της καρδιάς της να πηγαίνουν πιο γρήγορα όπως τότε που τον είχε αντικρίσει για πρώτη φορά. Μα πως ήταν δυνατόν να τον ξεχάσει; Τον είχε αναγνωρίσει αμέσως. Σαν να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα από τότε που οι δρόμοι τους χώρισαν για πάντα.
«Καλωσόρισες στο σπίτι σου αγάπη μου!» του είπε ψιθυριστά λες και ήταν δίπλα της να την ακούσει. Πράγματι, σπίτι του ήταν η καρδιά της και εκείνος ο μοναδικός κάτοικος του. Όταν όμως έφυγε από κοντά της, τούτο το σπίτι ερήμωσε, κλείδωσε τις πόρτες του, σφράγισε τα παραθύρια του και έμεινε άδειο και βουβό να νοσταλγεί το χαμένο παράδεισο της αγάπης τους.
Εικόνες άρχισαν να κατακλύζουν το μυαλό της και σαν όνειρο πέρασαν από μπροστά της εκείνα τα πρώτα αξέχαστα λεπτά της γνωριμίας τους. Ήταν και τότε Παραμονές Χριστουγέννων, του έτους 1948. Εκείνο το απόγευμα χιόνιζε πολύ και το κρύο ήταν τσουχτερό. Κανείς δεν τολμούσε να κυκλοφορήσει στους δρόμους με τέτοια παγωνιά. Η αγορά ήταν έρημη, τα καφενεία άδεια και μόνο κάποια θαρραλέα παιδιά που αψηφούσαν το κρύο έτρεχαν από δω και από κει γελώντας και παίζοντας χιονοπόλεμο. Οι περισσότεροι είχαν προτιμήσει τη ζεστασιά των σπιτιών τους. Θα μαζεύονταν όλοι γύρω από το τζάκι, θα έλεγαν ιστορίες, θα αστειεύονταν και αργότερα όταν θα βράδιαζε, θα έτρωγαν παρέα καθισμένοι με τις οικογένειες τους γύρω από το γιορτινό τραπέζι. Εκείνη όμως δεν φάνηκε να υπολογίζει τη ψύχρα. Ήθελε να βγει για λίγο έξω να περπατήσει, να απολαύσει το κάτασπρο τοπίο και να αναπνεύσει τον παγωμένο αέρα.
Περπάτησε για ώρα και έφτασε στη μεγάλη πλατεία του χωριού. Στη μέση ακριβώς δέσποζε το πελώριο χριστουγεννιάτικο έλατο στολισμένο λιτά με κόκκινους και λευκούς φιόγκους. Κανείς δεν ήταν τριγύρω και στάθηκε μονάχη της να το χαζεύει καθώς οι χοντρές νιφάδες του χιονιού χάιδευαν με χάρη τα πράσινα κλαδιά του, όμοια με χέρια που ψάχνουν απεγνωσμένα μια αγκαλιά. Αλλά καθώς το παρατηρούσε βυθισμένη μέσα στις σκέψεις της, ένας νεαρός άντρας ξεπρόβαλε στο πλάι του. Προσπάθησε να τον διακρίνει μα η δυνατή χιονοθύελλα την εμπόδισε. Έκανε ένα βήμα μπροστά και τότε τον αναγνώρισε. Ήταν εκείνος…Ο ίδιος όμορφος άντρας που είχε δει κάμποσες φορές τον τελευταίο καιρό να στέκεται μονάχος του εδώ στην πλατεία. Είχε προλάβει να δει τα θλιμμένα του μάτια που έμοιαζαν να σκοτεινιάζουν ακόμα περισσότερο κάθε φορά που το βλέμμα του αντίκριζε το δικό της. Ποτέ δεν είχε δει πιο όμορφα μάτια στη ζωή της. Έμοιαζαν με δυο πελώριες φουρτουνιασμένες θάλασσες και εκείνη με καράβι που λίγο ακόμα ήθελε να το πνίξουν και να το τραβήξουν στον σκοτεινό βυθό τους. Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε αισθανθεί το κοίταγμα του να είναι κολλημένο πάνω της, να την ακολουθεί σε κάθε της βήμα. Μα κάθε φορά που έστρεφε το πρόσωπο της προς το μέρος του ένιωθε τα μάτια του να πετούν σπίθες, έτοιμες να την κάψουν. Ποτέ δεν είχαν τολμήσει να πούνε μια λέξη τόσο καιρό. Στέκονταν αμίλητοι και ασάλευτοι να παρατηρούν ο ένας τον άλλον φοβούμενοι μήπως η παραμικρή τους κίνηση κατέστρεφε τη μαγεία που τους είχε τυλίξει.
Εκείνος έστρεψε το βλέμμα του προς το μέρος της και ένα ελαφρύ γοητευτικό χαμόγελο σχηματίστηκε στις άκρες των χειλιών του. Και ξαφνικά, για πρώτη φορά άρχισε να περπατάει και να έρχεται προς το μέρος της. Στάθηκε μόλις λίγα εκατοστά απέναντι της και συνέχισε να την παρατηρεί με εκείνο το βλέμμα που την έκανε να αισθάνεται πως θα λιποθυμήσει. Άπλωσε τα δυο του χέρια και χάιδεψε τα κόκκινα από το κρύο μάγουλα της. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή και νόμιζε πως σε λίγο θα ξεπηδούσε από το στήθος της. Και τότε, μέσα σε εκείνο το έρημο κατάλευκο τοπίο, κάτω από το χριστουγεννιάτικο έλατο, έσκυψε και ακούμπησε τα καυτά του χείλη πάνω στα δικά της. Στην αρχή ήρεμα, τρυφερά, γεμάτος δισταγμό για την αντίδραση που θα είχε το νεαρό κορίτσι. Στη συνέχεια όμως, βλέποντας πως και εκείνη ανταποκρινόταν με την ίδια θέρμη, το φιλί του έγινε πιο έντονο , πιο ορμητικό, σχεδόν βίαιο. Ξεχείλιζε από ένταση μαρτυρώντας τα θυελλώδη συναισθήματα που θρόνιαζαν στην καρδιά του. Τα χείλη του ταξίδεψαν από το στόμα της στο λαιμό της και ένιωσε την ζεστή ανάσα του να την ζεματίζει.
«Σε θέλω…» της ψιθύρισε στο αυτί της με την ανάσα του βαριά και ξέπνοη.
«Σε θέλω από την πρώτη στιγμή που σε είδα….Κάθε ώρα και κάθε λεπτό σε θέλω περισσότερο. Έρχομαι εδώ κάθε μέρα την ίδια ώρα με την ελπίδα ότι θα σε συναντήσω ξανά. Δε μπορώ να σε βγάλω από το μυαλό μου… Πώς σε λένε;» τη ρώτησε και σήκωσε τα μάτια του να κοιτάξει τα δικά της.
«Χριστίνα… Εσένα;» του απάντησε σαστισμένη με τα μάτια της γεμάτα ερωτηματικά για αυτό που μόλις είχε συμβεί. Δε μπορεί να ήταν αλήθεια αυτό που είχε ζήσει. Ήταν σίγουρη πως έβλεπε κάποιο όνειρο και πως σε λίγο θα ξυπνούσε απογοητευμένη αντικρίζοντας την σκληρή και επώδυνη πραγματικότητα.
«Αλέξανδρο.» της είπε και έγειρε να την φιλήσει ακόμα μια φορά κρατώντας την σφιχτά μέσα στην αγκαλιά του. Αυτή τη φορά το φιλί τους ήταν καυτό, πλημμυρισμένο με πάθος, μεθυσμένο από τον έρωτα που ένιωθαν ο ένας για τον άλλο. Αυτή τη φορά το φιλί τους ήταν υπόσχεση πως η αγάπη τους θα κρατούσε για πάντα. Και έμειναν αγκαλιασμένοι για ώρα κάτω από το χριστουγεννιάτικο έλατο, μοναδικό μάρτυρα του αιώνιου όρκου τους.
Μα ξαφνικά όλα χάθηκαν. Το όνειρο έσβησε απότομα και με μιας βρέθηκε πάλι πίσω σε τούτο το φτωχικό δωμάτιο. Κρύωνε πολύ μα δεν τράβηξε τη μάλλινη και από τα χρόνια φθαρμένη κουβέρτα να σκεπαστεί. Άρχισε να τρέμει και ένα ρίγος την διαπέρασε σε όλο της κορμί. Και τότε το κατάλαβε…Το ένιωσε…Ερχόταν σιγά-σιγά…Την πλησίαζε βήμα-βήμα…Ήταν τόσο κοντά… Τα έχασε. Δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Να φοβάται; Να χαίρεται; Σταμάτησε να σκέφτεται και άφησε ελεύθερη την ψυχή της να το νιώσει καθώς την κατέκλυζε από άκρη σε άκρη.
«Επιτέλους… έρχομαι κοντά σου αγαπημένε μου!» ψέλλισε με μια αδύναμη φωνή που μόλις που πρόλαβε να βγει από τα χείλη της. Ένα τελευταίο δάκρυ κύλησε από τα μάτια της αργά, βασανιστικά, σαν τα χρόνια που είχαν περάσει χωρίς εκείνον στο πλάι της και χάραξε ανεξίτηλα το μάγουλό της. Κι έτσι, ξαπλωμένη μονάχη στο σκληρό της στρώμα, κρατώντας σφιχτά πάνω στο στήθος της τον αγαπημένο της άφησε την τελευταία της πνοή.

4 σχόλια:

  1. πριν δεν μπορουσαμε ν' αφησουμε σχολια! :(
    επιτελους λειτουργει! :) :P

    καλο ξημερωμα Αναστασια! :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. @Ilia μου
    επιτέλους! Όπως το λες!
    Καλή σου μέρα φίλε μου!

    ;-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Την θυμάμαι αυτή την ιστορία.... με είχε κάνει να κλάψω....
    είναι σπουδαία πραγματικά καλή μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Και πολύ καλά έκανες, γιατί είναι από τα αγαπημένα μου ! Ειλικρινά, με έχει αγγίξει πολύ η ιστορία της Πηνελόπης Δέλτα, όπου σε συνδυασμό με τον δικό σου, μοναδικό τρόπο γραφής, με έχει συγκλονίσει διπλά !

    Καλή χρονιά και από εδώ Νατάσσα μου,
    εύχομαι το 2012 να είναι γεμάτο από ευτυχία !
    Φιλιά !

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Πες μου αυτό που σκέφτηκες...
Σε ακούω...