Η
συγγραφέας Κωνσταντίνα Λαψάτη έκανε μια ανάρτηση στο ιστολόγιό της μιλώντας για
εμένα και δημοσιεύοντας ένα δικό μου κείμενο! Πρώτη φορά κάνουν μια τόσο γλυκιά
πράξη και λένε τόσο όμορφα λόγια προς τιμή μου, γεγονός που με συγκίνησε. Αυτή
μου λοιπόν τη συγκίνηση αλλά κ την απέραντη χαρά ήθελα να μοιραστώ μαζί σας.
Μπορείτε να διαβάσετε την δημοσίευση εδώ, μα εγώ ήθελα πολύ να την
αναρτήσω κ στο δικό μου ιστολόγιο λέγοντας κι από εδώ ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ
στην αγαπημένη μου Κωνσταντίνα!
Ακολουθεί
η ανάρτηση της Κωνσταντίνας Λαψάτη :
"Λίγα λόγια για την Αναστασία...
Είμαι βέβαιη πως διαβάζοντας το διήγημα
της Αναστασίας Βασιλάκου για τις τελευταίες στιγμές της Πηνελόπης Δέλτα, θα
συμφωνήσετε μαζί μου ότι η Αναστασία έχει έναν μοναδικό τρόπο γραφής που
προσωπικά - μιας και έχω την τιμή, την ευτυχία αλλά και την τύχη να έχω
διαβάσει και άλλα δείγματά της - κατατάσσω στο είδος εκείνο της γραφής που
αποκαλώ ένα πανέμορφο, νοσταλγικό ταξίδι στο παρελθόν.
Μία γραφή περασμένων εποχών,
ανόθευτη και αυθεντική,
που σπάνια πια συναντάμε στην εποχή μας.
Γιατί όμως να συμβαίνει αυτό...
Γιατί πολύ απλά η Αναστασία είναι μία
δημιουργός που όταν γράφει, γράφει με την πέννα της ψυχής της. Και η ψυχή της
είναι το ίδιο ανόθευτη και αυθεντική. Με ήθος.
Διαβάζοντας τα διηγήματά της ξέρω πως θα
παρασυρθώ και θα φτάσω τελικά εκεί ακριβώς που η ίδια θέλει να με πάει.
Και τολμώ να ομολογήσω ότι διαβάζοντας την
Αναστασία, πάντα φέρνω στο μυαλό μου την ανάμνηση ενός δροσερού καλοκαιριού {
εκείνα τα χρόνια τα καλοκαίρια ήταν απολαυστικά δροσερά } όπου παιδάκι του
Δημοτικού καθώς ήμουν, ξάπλωνα τα μεσημέρια έξω στην βεράντα έχοντας στα χέρια
μου το βιβλίο της Λιλίκας Νάκου Οι Παραστρατημένοι.
Ιδιαίτερη ανάμνηση, μοναδική...
Αυτό ακριβώς κάνει η Αναστασία.
Μου δημιουργεί συναισθήματα που με φέρνουν
πίσω στο παρελθόν, σε στιγμές τόσο μοναδικές και πολύτιμες,τόσο αθώες και
αγνές,τόσο όμορφες και δροσερές...
και θέλει πραγματικό ταλέντο για να το
κάνεις αυτό, δεν νομίζετε;
Οι περισσότεροι μπορούν να γράψουν.
Κάποιοι καταφέρνουν να σε παίρνουν μαζί τους. Λίγοι όμως τα πετυχαίνουν όλα
αυτά, ταυτόχρονα με το να σε κάνουν να ζήσεις ξανά τις ομορφότερες στιγμές της
ζωής σου. Και θέλει πραγματικό ταλέντο για να το κάνεις αυτό.
Και τώρα πια, δεν θέτω καμία ερώτηση. Τώρα
μόνο διαπιστώνω.
Σημ. Νατάσσα μου γλυκιά, έγραψα αυτές τις
λίγες λέξεις, ακούγοντας τα υπέροχα τραγούδια από το ιστολόγιό σου.
Επίσης, αναρτώ και την ίδια ακριβώς εικόνα
που ανέρτησες κι εσύ, καθώς δεν ήθελα να χαλάσω την μαγική ατμόσφαιρα που
δημιούργησες.
Ακολουθεί το διήγημα Αγάπες Που Έσβησαν,
το οποίο δημοσιεύτηκε στο Λογοτεχνικό Περιοδικό αντί χ λόγου."
«Αγάπες που έσβησαν»
Κηφισιά,
27 Απριλίου 1941
Δεν
ήθελε να ξημερώσει εκείνο το πρωινό. Όχι, δεν ήθελε. Μακάρι να μπορούσε να
σταματήσει για πάντα το χρόνο και να έμενε αιώνια κοιμισμένη στο μικρό της
κρεβάτι δίχως να αναγκαστεί ποτέ να βιώσει τον ερχομό εκείνης της μαύρης
Κυριακής, δίχως να νιώσει ποτέ την ταπείνωση που από ώρα σε ώρα, από λεπτό σε
λεπτό θα βίωνε η έρημη πόλη της Αθήνας. Ωστόσο οι λαμπερές ακτίνες του
ανοιξιάτικου ήλιου είχαν αντίθετη γνώμη. Είχαν ήδη προλάβει να διαπεράσουν την
κεντητή της κουρτίνα και είχαν έρθει να καρφωθούν στο γερασμένο της πρόσωπο
υποχρεώνοντάς την να ανοίξει τα μάτια της και να αντικρίσει τον ερχομό της
καινούργιας μέρας που μόλις είχε γεννηθεί. Το πρωινό φως πλημμύριζε τώρα το
δωμάτιο της και βρισκόταν εκεί για να της υπενθυμίσει πως δυστυχώς, όχι μόνο
για εκείνη, είχε τελικά ξημερώσει…
Σε
λίγες ώρες οι Γερμανοί θα έμπαιναν στην Αθήνα. Οι χιτλερικές μοτοσικλέτες θα
περνούσαν λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι της, θα κατηφόριζαν την Κηφισίας, θα
περνούσαν μπροστά από το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, θα συνέχιζαν στην
λεωφόρο Αμαλίας και την Διονυσίου Αρεοπαγίτου και θα έφταναν στην Ακρόπολη.
Εκεί, πάνω στον Ιερό Βράχο, αφού θα υπέστελλαν την γαλανόλευκη σημαία, θα
ύψωναν εκείνη που πάνω της ήταν χαραγμένο το σύμβολο της Ναζιστικής Γερμανίας,
τη σημαία με τον δεξιόστροφο αγκυλωτό σταυρό, τη σβάστικα. Κι από εκείνη τη
στιγμή η Αθήνα θα έπαυε πια να είναι Ελληνική, να είναι ελεύθερη… Και μόνο στην
ιδέα ένιωσε να ανατριχιάζει. Αισθάνθηκε ένα ρίγος να διαπερνάει όλο της το σώμα
από άκρη σε άκρη , ακόμα και τα ασθενικά της άκρα, που χρόνια τώρα είχαν σχεδόν
παραλύσει από την αρρώστια που την ταλαιπωρούσε. Έκλεισε και πάλι τα μάτια της
προσπαθώντας να φανεί δυνατή και να μην κλάψει, ενώ παράλληλα θυμήθηκε τα λόγια
που μερικά χρόνια νωρίτερα είχε γράψει στο ημερολόγιό της:
« Είχα
ονειρευτεί μια Ελλάδα ελεύθερη, δημοκρατική και ανεξάρτητη…»
Τελικά
εκείνο της το όνειρο δεν είχε σκοπό να πραγματοποιηθεί σύντομα. Πάντα κάποιος
θα ερχόταν να καταχραστεί εκείνη την ελευθερία, να σφετεριστεί τη δημοκρατία
και να κλέψει την ανεξαρτησία αυτής της βασανισμένης χώρας. Ανασηκώθηκε
νωχελικά στο κρεβάτι της και άπλωσε με δυσκολία το ένα της χέρι στο κομοδίνο
που βρισκόταν ακριβώς δίπλα της. Έβγαλε από το συρτάρι το ημερολόγιό της και το
ακούμπησε στα πόδια της για να γράψει. Ίσως για τελευταία φορά…
Καθώς
γύριζε τις γεμάτες εξομολογήσεις σελίδες του τα μάτια της έπεσαν πάνω σε εκείνα
που είχε γράψει μόλις την προηγούμενη μέρα:
«Αύριο
ίσως μπουν στην Αθήνα οι Γερμανοί. Τηλεφώνησε ο αδελφός μου πως είναι
ασφαλέστερο να κατεβούμε σπίτι του, γιατί είναι άγνωστο από πού θα μπουν. Του
αποκρίθηκα ότι θα μείνουμε σπίτι μας. Είναι ώρα τώρα να μιλάμε για ασφάλεια,
όταν η Αθήνα θα έπρεπε να γίνει ολοκαύτωμα και να καταπιεί χιλιάδες Γερμανούς
κάτω από τα ερείπιά της… Τι δύναμη που σου δίνει η γνώση πως έχεις λίγο θάνατο
φυλαγμένο στην τσέπη…».
Κοίταξε
τα γράμματα της που πάνω στην ασχήμια τους αποτυπωνόταν η δυσκολία της να
γράφει και ένα μελαγχολικό, σχεδόν απεγνωσμένο χαμόγελο χαράχτηκε στα ξεραμένα
της χείλη.
Ούτε
να γράψω δε μπορώ πια… Τι την θέλω τέτοια ζωή; σκέφτηκε με παράπονο μέσα της
και κράτησε ακόμη πιο σφιχτά το στυλό, αποφασισμένη να κάνει μια καλύτερη
προσπάθεια αυτή τη φορά. Στην αρχή ζόρισε το ένα της χέρι, στη συνέχεια όμως,
βλέποντας πως της ήταν αδύνατον, το έσφιξε και με τις δυο της παλάμες για να
μπορέσει τελικά να γράψει. Σκέφτηκε για λίγο αυτά που θα αποτύπωνε στην καθαρή
σελίδα του ημερολογίου της και ένιωσε ένα δυνατό πόνο να της τρυπάει την
καρδιά, σαν σουβλιά. Ποτέ της δε πίστευε ότι θα έφτανε η ώρα να αναγκαστεί να
γράψει κάτι τέτοιο. Όχι, δε μπορεί να ήταν αλήθεια. Δε δεχόταν να πιστέψει ότι
είναι αλήθεια. Μάλλον έβλεπε κάποιο κακό όνειρο, κάποιον εφιάλτη. Κι από λεπτό
σε λεπτό θα ξυπνούσε. Μακάρι να ξυπνούσε…
Άρχισε
να γράφει αργά και βασανιστικά πλημμυρισμένη από πόνο, όχι μόνο επειδή έχανε
σιγά σιγά τη δύναμη της να γράφει, όχι μόνο επειδή έχανε αυτόν τον μεγάλο της
έρωτα, αλλά επειδή έχανε και την πατρίδα της, ακόμη έναν έρωτα τρανό για
εκείνη. Πόσους έρωτες θα χάσω ακόμα; Έμεινε άραγε κανείς; συλλογίστηκε καθώς
γέμιζε την λευκή σελίδα με μαύρα σημάδια:
«Οι
Γερμανοί μπαίνουν στας Αθήνας. Καημένη Ελλάδα! Καημένη Ρωμιοσύνη!»
Καημένη
ναι. Και ποιος ξέρει τι άλλο θα ερχόταν ακόμα μετά από εκείνο το πρωινό; Ποιος
ξέρει τι άλλο κακό θα ξημέρωνε τις επόμενες μέρες; Όχι! Δε θα επέτρεπε ποτέ
στον εαυτό της να αντικρίσει ούτε έναν Γερμανό στρατιώτη. Δεν ήταν διατεθειμένη
να ζήσει ούτε μια μέρα αυτής της Κατοχής, αυτής της δυστυχίας, του τρόμου και
της απόγνωσης, αισθήματα που έρχονταν να ριζωθούν στις καρδιές των Ελλήνων και
να τους αποτελειώσουν. Καλύτερα να αποτελείωνε η ίδια τον εαυτό της μια ώρα
αρχύτερα. Τον Γερμανό πάντως, δε θα τον άφηνε…
Άφησε
παράμερα το ημερολόγιο και προσπάθησε να σηκωθεί από το κρεβάτι της αφού πρώτα
τυλίχτηκε στη μεταξωτή της ρόμπα. Έκανε απλώς ένα βήμα, ίσα που να φτάσει
απέναντι στην μπαλκονόπορτα και να ανοίξει τα παραθύρια της, κι ύστερα
σωριάστηκε στη βελούδινη πολυθρόνα κοιτάζοντας τον ολάνθιστο κήπο που γέμιζε
την ατμόσφαιρα με χρώματα και ευωδιές. Έμεινε εκεί κάμποση ώρα ακίνητη, στην
αγαπημένη της γωνιά, να κοιτάζει ζαλισμένη από τον ήλιο το μεγάλο δέντρο που
βασίλευε στον καταπράσινο κήπο, χαμένη στην άβυσσο των αναμνήσεών της.
Δίπλα
της ακριβώς, τοποθετημένο πάνω σε ένα μικρό σκαλιστό τραπεζάκι βρισκόταν το
ραδιόφωνο της. Πόσο το είχε μισήσει εκείνες τις μέρες αυτό το μαραφέτι. Από
αυτό μάθαινε τις κινήσεις των Γερμανών που μέρα με την ημέρα εισέβαλλαν όλο και
πιο βαθιά στην Ελλάδα. Που μέρα με την ημέρα πλησίαζαν όλο και πιο απειλητικά
προς το μέρος της. Το μισούσε γιατί τον τελευταίο καιρό είχε μετατραπεί σε
μαντατοφόρος αποκλειστικά θλιβερών ειδήσεων. Ειδήσεων και γεγονότων που θα
σημάδευαν για πάντα την ιστορία τούτου του άμοιρου λαού. Μόλις το προηγούμενο
βράδυ, κι ενώ ο Ραδιοφωνικός Σταθμός παρέμενε ποιος ξέρει για πόσες ακόμα ώρες
ελληνικός, είχε ακούσει :
«Ακούτε
τη φωνή της Ελλάδας. Έλληνες, σταθείτε αποφασισμένοι, περήφανοι και
αξιοπρεπείς. Πρέπει να φανείτε αντάξιοι της ιστορίας σας. Η ανδρεία και η νίκη
του στρατού μας έχει ήδη αναγνωριστεί. Το δίκαιο του σκοπού μας θα αναγνωριστεί
και αυτό. Κάναμε το καθήκον μας με εντιμότητα. Φίλοι! Έχετε την Ελλάδα στην
καρδιά σας, ζήστε εμπνευσμένοι από τη φλόγα του τελευταίου θριάμβου της και τη
δόξα του στρατού μας. Η Ελλάδα θα ζήσει ξανά και θα είναι σπουδαία, γιατί
πολέμησε έντιμα για ένα δίκαιο σκοπό και για την ελευθερία. Αδέλφια! Να έχετε
κουράγιο και υπομονή. Να έχετε δύναμη ψυχής. Θα ξεπεράσουμε αυτές τις
δυσκολίες. Έλληνες! Με την Ελλάδα στο μυαλό σας θα πρέπει να είστε περήφανοι
και αξιοπρεπείς. Υπήρξαμε ένα έντιμο έθνος και γενναίοι στρατιώτες.»
Η φωνή
του εκφωνητή αντηχούσε ακόμα στα αυτιά της. Γεμάτη ένταση, γεμάτη προτροπή να
μη χαθεί ποτέ το θάρρος από τις ψυχές των Ελλήνων. Μα πώς να έχεις θάρρος όταν
ξέρεις πως σε λίγες ώρες ίσως να κείτεσαι νεκρός, θαμμένος κάτω από τα ερείπια
που ίσως προκαλέσουν πιθανοί γερμανικοί βομβαρδισμοί; Πώς να έχεις θάρρος όταν
ξέρεις πως λίγες ώρες μετά ίσως να πέφτεις νεκρός από τα πυρά κάποιου
οπλισμένου Γερμανού στρατιώτη; Το θάρρος δεν είχε απομείνει σε κανενός την ψυχή
πια. Κανείς δε θα αντιστεκόταν. Κανείς δε θα έφερνε αντίσταση. Από χθες το
απόγευμα όλοι είχαν κλειστεί στα σπίτια τους κι είχαν ασφαλίσει καλά τα
παραθυρόφυλλά τους, βυθισμένοι στο σκοτάδι για να μην μαρτυρούν την παρουσία
τους εκεί. Πολλοί είχαν τρέξει να προστατευτούν σε κάποιο καταφύγιο, κυρίως
γυναικόπαιδα που οι άντρες του σπιτιού τους είχαν χαθεί στον πόλεμο. Κανείς δεν
κυκλοφορούσε στο κέντρο της πόλης. Είχε μείνει έρημη, αδειανή και παντού
βασίλευε μια νεκρική σιωπή, τόσο έντονη που αν άνοιγες καλά τα αυτιά σου, ίσως
και να μπορούσες να την ακούσεις. Η πόλη των Αθηνών ήταν προδιαγεγραμμένο, θα
δινόταν ανοχύρωτη και αμαχητί.
Κάπου
μακριά σαν να άκουσε τον απόηχο των ναζιστικών μοτοσικλετών που διέσχιζαν
εκείνη την ώρα τη μεγάλη λεωφόρο για να κατευθυνθούν προς το Σύνταγμα. Πίσω
τους ακριβώς ακολουθούσαν τα τεθωρακισμένα οχήματα με τις ερπύστριες τους να
μαστιγώνουν βίαια τον ερημωμένο δρόμο της Κηφισίας. Ήταν ακριβώς εκείνη την ώρα
που κάτω από αυτές τις ερπύστριες τσακίζονταν και χάνονταν τα μεγαλύτερα
ανθρώπινα ιδανικά, η ελευθερία, η δημοκρατία, η ανεξαρτησία και τα όνειρα του
ελληνικού λαού. Ήταν ακριβώς εκείνη την ώρα που το όνειρό της για μια ελεύθερη
Ελλάδα γινόταν χίλια κομμάτια κάτω από τις ερπύστριες των σιδηρόφρακτων
στρατιωτικών μονάδων του κατακτητή. Ο ήχος που άφηναν πίσω τους τα μηχανοκίνητα
τροχοφόρα την έκαναν να αναριγήσει. Προς στιγμήν ένιωσε να χάνει τις αισθήσεις
της, τα λογικά της. Σταμάτησε να σαλεύει κι έμεινε ακίνητη, σχεδόν σαν
υπνωτισμένη να ακούει εκείνη τη φρικιαστική βουή. Μες στη σιωπή που απλωνόταν
ολόγυρα της, εκείνος ο ήχος έμοιαζε να γίνεται ένα με την σπαραχτική φωνή της
ψυχής της που ούρλιαζε γεμάτη απόγνωση για την αδικία που βίωνε ακόμη μια φορά
η λατρεμένη της πατρίδα.
Όταν
λίγα δευτερόλεπτα μετά κατάφερε να συνέλθει, έγειρε τα παραθυρόφυλλα να κλείσουν
και στη συνέχεια άναψε το ραδιόφωνο. Άραγε ανήκε ακόμα στην Ελλάδα; αναρωτήθηκε
σιωπηλά. Η φωνή του Έλληνα εκφωνητή πλημμύρισε το δωμάτιο δίνοντας της απάντηση
στην απορία που είχε :
«Εδώ
ελεύθεραι ακόμα Αθήναι… Έλληνες! Οι Γερμανοί εισβολείς ευρίσκονται εις τα
πρόθυρα των Αθηνών. Αδέλφια! Κρατήστε καλά μέσα στην ψυχή σας το πνεύμα του
μετώπου. Ο εισβολεύς εισέρχεται με όλας τας προφυλάξεις εις την έρημον πόλιν με
τα κατάκλειστα σπίτια. Έλληνες! Ψηλά τις καρδιές! Προσοχή! Ο Ραδιοφωνικός
Σταθμός Αθηνών ύστερα από λίγο δεν θα είναι ελληνικός. Θα είναι γερμανικός και
θα μεταδίδει ψέμματα! Έλληνες! Μην τον ακούτε! Ο πόλεμός μας συνεχίζεται και θα
συνεχισθεί μέχρι της τελικής νίκης! Ζήτω το Έθνος των Ελλήνων!»
Ο
εκφωνητής Κώστας Σταυρόπουλος προσπαθούσε με όση δύναμη του είχε απομείνει να
προετοιμάσει από το δικό του βήμα τον ελληνικό λαό για τη δοκιμασία που τον
περίμενε. Η γεμάτη πάθος φωνή του έμοιαζε κάπου κάπου να σπάει, να λυγίζει, μα
δεν το έβαζε κάτω. Καθώς εκφωνούσε το τελευταίο ελληνικό δελτίο, έμοιαζε με
ηθοποιό κάποιας αρχαίας τραγωδίας να ερμηνεύει το ρόλο του ακριβώς τη στιγμή
της κορύφωσής της. Όλα είχαν τελειώσει. Όλα ήταν θέμα χρόνου. Οι Γερμανοί
βρίσκονταν προ των πυλών και σε λίγη ώρα όλα θα ανήκαν πια στα δικά τους χέρια.
Κι ύστερα ακούστηκε ο Εθνικός Ύμνος. Για τελευταία φορά. Άπλωσε το χέρι της κι
έσβησε το ραδιόφωνο ακριβώς τη στιγμή που ακούστηκε η τελευταία του νότα. Με
αυτή τη θύμηση ήθελε να φύγει. Πως όλα ήταν ακόμα ελληνικά…
Έχωσε
τα γερασμένα της δάχτυλα στην τσέπη της μεταξωτής της ρόμπας και χάιδεψε το
μικροσκοπικό φιαλίδιο για να σιγουρευτεί ότι βρισκόταν ακόμα στη θέση του. Το
είχε βάλει εκεί από το προηγούμενο μεσημέρι όταν είχε ήδη πάρει τις αποφάσεις
της για το δικό της προσωπικό μέλλον. Ένα μέλλον που σε λίγες ώρες θα έπαυε να
υπάρχει πια. Μα ναι, έπρεπε να φύγει. Να δώσει η ίδια ένα τέλος προτού βιώσει
την δυστυχία, το θάνατο και την ταπείνωση που έφερνε μαζί του το τρίτο Ράιχ.
Άλλωστε
δεν της είχε απομείνει τίποτα που να την κρατάει στη ζωή. Ό,τι αγαπούσε είχε
πεθάνει. Όλοι τις οι έρωτες είχαν χαθεί. Και πρώτος από όλους εκείνος. Ο
μοναδικός άντρας που ερωτεύτηκε και αγάπησε παράφορα στη ζωή της. Εικοσιένα
ολόκληρα χρόνια. Τόσα είχαν περάσει από εκείνον τον τραγικό επίλογο που έμελλε
να έχει η ζωή του αγαπημένου της Ίωνα Δραγούμη. Θυμήθηκε που είχε γράψει για
αυτόν:
«Ως
που ήρθε στο τέλος ο θάνατος, άγριος και άκαιρος και μας χώρισε οριστικά,
παίρνοντας εκείνον, τον νεότερο, τον εύμορφο, τον αγνό.»
Κι
έπειτα ακόμη ένας θάνατος. Ο ιός της πολιομυελίτιδας νέκρωνε σιγά σιγά τα άκρα
της, τα χέρια της, τα δάχτυλά της. Πώς να κρατήσει πια το μολύβι; Πώς να
γράψει; Ακόμη μια αγάπη πέθαινε κι αυτή.
Και
τώρα είχε έρθει το τέλος του μεγαλύτερου έρωτά της. Το τέλος της Ελλάδας. Της
ελεύθερης Ελλάδας. Πού να γύριζε να κοιτάξει; Παντού γύρω της χαμός, απουσία
και θλίψη.
Σηκώθηκε
με όση δύναμη της είχε απομείνει και ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι της. Από εκεί
παρήγγειλε να της φέρουν ένα ποτήρι νερό. Η γυναίκα που τη βοηθούσε δεν άργησε
να φανεί. Κρατούσε στα χέρια της έναν μικρό ασημένιο δίσκο και πάνω του είχε
ακουμπήσει το ποτήρι με το νερό που της είχε ζητήσει η κυρία της. Αφού το άφησε
στο κομοδίνο δίπλα της, ρώτησε την ξαπλωμένη γυναίκα αν χρειαζόταν κάτι ακόμα.
«Όχι,
σε ευχαριστώ καλή μου.» της απάντησε εκείνη και χαμήλωσε το βλέμμα της. Φοβόταν
μήπως εκείνη, που την ήξερε τόσο καλά, καταλάβαινε τι ετοιμαζόταν να κάνει. Η
γυναίκα της χαμογέλασε γλυκά ανυποψίαστη και αποχώρησε από το δωμάτιό της
κυρίας της κλείνοντας πίσω της την πόρτα.
Και
τότε έμεινε μόνη της. Έγραψε ακόμη δυο λόγια στο ημερολόγιο που ήταν δίπλα της
και το άφησε χαμηλά στα πόδια της. Έπειτα άνοιξε το μικρό φιαλίδιο και διέλυσε
το περιεχόμενό του στο νερό. Έφερε το ποτήρι στα χείλη της και μεμιάς κατάπιε
την πικρή ουσία που βρισκόταν μέσα του. Δεν είχε να σκεφτεί τίποτα. Δε φοβόταν
τίποτα πια. Αντιθέτως χαιρόταν. Χαιρόταν γιατί ήξερε πως το δηλητήριο θα έκανε
γρήγορα τη δουλειά του. Κι ήταν παρήγορη η ιδέα πως σε λίγο θα συναντούσε ξανά
εκείνον τον έρωτα που έχασε πριν από εικοσιένα χρόνια.
Θυμήθηκε
τα λόγια που του είχε πει κάποτε σε έναν περίπατο που έκαναν μαζί στην εξοχή
της Αττικής:
«Η ζωή
μας χωρίζει. Ίσως ο θάνατος να μας ενώσει σαν έρθει η σειρά σου.»
Κι
εκείνος της είχε απαντήσει με σιγουριά :
«Ο
θάνατος θα μας ενώσει.»
Πώς να
μη χαίρεται λοιπόν; Έκλεισε τα μάτια της κι έμεινε εκεί να περιμένει το τέλος.
Ένα τέλος που θα την οδηγούσε, ελεύθερη πια, στον αγαπημένο της. Μα ναι, τώρα
ήταν πραγματικά ευτυχισμένη.
Ακουμπισμένο
στα πόδια της είχε αφήσει ανοιχτό το ημερολόγιο της στη σελίδα που είχε γράψει
σήμερα για τελευταία φορά. Είχε φροντίσει να αφήσει στα παιδιά της το τελευταίο
της μήνυμα με την ελπίδα πως κάποτε θα τη συγχωρούσαν για το δρόμο που διάλεξε
να πάρει:
«Παιδιά
μου, ούτε παπά θέλω, ούτε κηδεία. Παραχώστε με σε μια γωνιά του κήπου, αλλά
μόνο αφού βεβαιωθείτε ότι δεν ζω πια. Σας φιλώ όλους με αγάπη. Φροντίστε τον
πατέρα σας.Σας φιλώ σφιχτά.
Πηνελόπη
Δέλτα»