Περασμένα μεσάνυχτα. Βγήκε στον δρόμο και άρχισε να περπατάει μέσα στο σκοτάδι χωρίς να έχει ιδέα προς τα πού πήγαινε. Όχι πως τον ένοιαζε κιόλας… Γύρω του δεν υπήρχε κανείς. Παντού ερημιά. Πολύ σπάνια, περνούσε κάποιο αυτοκίνητο αναγκάζοντάς τον να σηκώνει τα χέρια του και να καλύπτει με τις παλάμες του το πρόσωπό του για να μην τον τυφλώνουν τα έντονα φώτα του.
«Με στράβωσες ρε πούστη…», φώναζε τρεκλίζοντας στον εκάστοτε οδηγό.
«Μαλάκες…Που να σας πάρει όλους ο διάολος, με ακούτε;» συνέχιζε θυμωμένος κι ύστερα κατέβαζε πάλι τα χέρια του και το ξεχνούσε. Έκανε κρύο, μα εκείνος ένιωθε πως το αίμα του έβραζε στα σωθικά του. Με αργές κινήσεις, γύρισε τα μανίκια του πουκαμίσου του και τα έφερε ως τον αγκώνα, μήπως και δροσιζόταν λιγάκι, μα τίποτα. Η ζάλη από το πολύ ουίσκι που είχε καταναλώσει, τον είχε φουντώσει. Τον είχε κυριεύσει από άκρη σε άκρη του κορμιού του και τον έκανε κάθε τόσο να παραπατάει από ‘δω κι από ‘κει. Ούτε που κατάλαβε πώς χάθηκε μέσα στα στενά της πόλης. Όπως και να είχε πάντως, δε φαινόταν να τον ενδιαφέρει. Το μόνο που τον ενδιέφερε εκείνη την ώρα, ακόμα και μέσα στην μέθη του, ήταν εκείνη. Μόνο εκείνη.
«Πώς μπόρεσες να μου το κάνεις αυτό βρομοθήλυκο;» ρωτούσε κάθε τόσο δυνατά, λες και βρισκόταν απέναντί του να του δώσει την απάντηση. Τίποτα όμως. Η μόνη απάντηση που έπαιρνε ήταν μια και μόνο εικόνα που περνούσε ξανά και ξανά από το μυαλό του σκοτώνοντας κάθε ανθρώπινο συναίσθημα που υπήρχε μέσα του. Δυο σώματα γυμνά και ιδρωμένα να κάνουν έρωτα ξαπλωμένα πάνω στο δικό τους κρεβάτι, μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. Εκείνη με έναν άλλο άντρα, όχι με τον άντρα της, όχι με αυτόν. Με έναν άλλο. Όσο κι αν προσπαθούσε, του ήταν αδύνατον να σβήσει από τη μνήμη του την εικόνα αυτών των δύο προσώπων, που πάνω τους ήταν χαραγμένα το πάθος και η ηδονή που βίωναν εκείνη την ώρα στο έπακρο. Μπορούσε ακόμη να ακούσει τους αναστεναγμούς της απόλαυσης που έβγαιναν από το στόματά τους καθώς εκείνος έμπαινε μέσα της με όλη του τη δύναμη. Κι ύστερα κενό. Ούτε που θυμάται πώς τους είχε πετάξει έξω και τους δυο. Δεν περίμενε να ακούσει τίποτα. Δεν ήθελε να ακούσει. Καμιά δικαιολογία δεν ήταν αρκετή για κάτι τέτοιο. Μέσα στην οργή του ούτε που ήξερε τι έκανε. Από εκείνο το βράδυ, κάθε ίχνος λογικής στράγγιξε μέσα του και μόνο η τρέλα κυριαρχούσε σε κάθε του ενέργεια. Είχε γίνει άλλος άνθρωπος. Ξενυχτούσε, έπινε, μεθούσε και περνούσε τα βράδια του με τη μια και την άλλη νομίζοντας πως έτσι θα έπαιρνε την εκδίκησή του.
«Όλες ίδιες είσαστε παλιοβρώμες…» ψιθύρισε, παρόλο που στο μυαλό του ήρθε μόνο το δικό της πρόσωπο.
«Πουτάνα… Με κατέστρεψες…» συνέχισε, ενώ η φωνή του πνίγηκε μέσα στους ξαφνικούς λυγμούς που ξεχύθηκαν βίαια από μέσα του. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα, μα δε σταμάτησε να περπατάει. Συνέχισε με αργούς βηματισμούς προς τον άγνωστο προορισμό του, βυθισμένος στη θλίψη του.
«Πώς με κατάντησες έτσι; Τι σου έκανα; Πού έφταιξα; Πες μου, πού;». Φώναξε τις τελευταίες του λέξεις τόσο δυνατά που μια παρέα που έβγαινε την ώρα εκείνη από κάποιο νυχτερινό μαγαζί, γύρισε να τον κοιτάξει με βλέμματα όλο απορία. Καθώς τους προσπερνούσε κοίταξε βαθιά στα μάτια τα δύο κορίτσια της παρέας και στο πρόσωπό του σχηματίστηκε μια έκφραση αηδίας. Εκείνες απορημένες, άρχισαν να γελούν όσο πιο διακριτικά γινόταν, περνώντας τον για κάποιο τρελό.
Συνέχισε το δρόμο του αναθεματίζοντας όταν λίγο αργότερα συνειδητοποίησε πως είχε φτάσει σε μια μικρή ερημική πλατεία. Ολόγυρα της, ψηλές φουντωτές δάφνες σε όλα τα χρώματα στέκονταν παραταγμένες η μία δίπλα στην άλλη σχηματίζοντας έναν φυσικό φράχτη, ενώ τα νυχτολούλουδα που ήταν φυτεμένα από ‘δω κι από ‘κει ανέδυαν ένα έντονο άρωμα που τον έκαναν να ανακατεύεται και να ζαλίζετε. Βρήκε ένα παγκάκι και κάθισε να συνέλθει. Κοίταξε γύρω του, μα δεν υπήρχε κανένα ίχνος ζωής. Από αυτή τη μεριά τα σπίτια φαίνονταν να βρίσκονται πολύ μακριά, λες και τούτη η πλατεία βρισκόταν στην άλλη άκρη του κόσμου. Μόνο άδειες αλάνες βρίσκονταν τριγύρω, ενώ λίγο παραπέρα μια μεγάλη κατηφόρα οδηγούσε, ποιος ξέρει σε ποιο σημείο;
Ένιωθε ένα ράκος, ταλαιπωρημένος και απογοητευμένος για όλα όσα του είχαν συμβεί τον τελευταίο καιρό. Όλα γκρεμίστηκαν μέσα σε ένα βράδυ. Τα έχασε όλα. Την ηρεμία του, την ευτυχία του και τα όνειρά του. Μόνο μίσος υπήρχε τώρα μέσα του . Οργή και αμφισβήτηση. Ποιόν να εμπιστευόταν από ‘δω και πέρα; Τον είχε προδώσει η ίδια του η γυναίκα. Η μοναδική γυναίκα που είχε αγαπήσει τόσο πολύ στη ζωή του, τον είχε διαλύσει. Αυτό που τον πονούσε όμως περισσότερο από όλα, ήταν πως δεν της είχε δώσει ποτέ το παραμικρό δικαίωμα να κάνει κάτι τέτοιο. Ήταν πάντα τόσο καλός μαζί της. Όλα της τα προσέφερε και πάνω από όλα την αληθινή του αγάπη και τον ειλικρινή του σεβασμό. Κι όμως, εκείνη δεν ήταν όπως φάνηκε ευχαριστημένη. Στα μάτια του κυλούσαν ακόμα δάκρυα, μα τα άφησε να τρέχουν ανενόχλητα στα μάγουλά του.
«Σε μισώ…» είπε και η φωνή του έτρεμε από θυμό την ώρα που άκουσε βήματα στο πλακόστρωτο της πλατείας. Γυναικεία βήματα. Ο ήχος από τα ψηλά τακούνια του τρύπησε με μιας τα αυτιά και ο θυμός του έγινε ακόμα μεγαλύτερος. Γύρισε να κοιτάξει προς το σημείο από όπου ακουγόταν να έρχεται ο θόρυβος, όταν η φιγούρα μιας νεαρής κοπέλας άρχισε να πλησιάζει όλο και περισσότερο προς το μέρος του. Από αυτό το σημείο, μπορούσε να αναγνωρίσει πως ήταν η μία από τα δύο κορίτσια που είχαν βγει από το κλαμπ και τον κορόιδευαν. Τα λιγοστά της ρούχα κάλυπταν μετά βίας τα απαραίτητα, ενώ ο τρόπος που κουνιόταν καθώς περπατούσε, κάθε άλλο παρά σεμνός ήταν.
«Κι ύστερα λέτε γιατί σας πειράζουν οι άντρες τσουλάκια…» είπε σχεδόν από μέσα του την ώρα που περνούσε από μπροστά του.
Εκείνη έστρεψε το βλέμμα της προς το μέρος του σαν να τον άκουσε, αλλά γρήγορα έσκυψε το κεφάλι και συνέχισε το δρόμο της.
Με θολωμένο το νου του, σηκώθηκε από τη θέση του κι άρχισε να την ακολουθεί. Μόνο την οργή του σκεφτόταν…
Συνεχίζεται...