23 Ιουνίου 2011

Η λευκή σελίδα...



Εφιάλτης μου έγινε εκείνη η λευκή σελίδα…
Εκείνη που τόσο αγαπούσα, που τόσο λάτρευα
Νομίζω πια πως την μισώ

Σε εκείνη την λευκή σελίδα
Κουράστηκα βράδια αξημέρωτα να προσπαθώ
Κρατώντας το μολύβι μου
Την εύνοια Εκείνης να παρακαλώ…

Άραγε σκοπεύει κάποτε να έρθει και σε μένα;
Κάποιοι Την είδαν
Μα πιο πολλοί εκείνοι που ακόμη Την εγκαρτερούν…

Αν κι εφιάλτης μου έγινε εκείνη η λευκή σελίδα
Προσμένω ακόμα να Την συναντήσω…

«Έμπνευση» μου ‘παν το όνομά Της.     

20 Ιουνίου 2011

Ψεύτρα γλώσσα - 'Αντριου Γουίλσον




Το μυθιστόρημα αυτό το διάβασα πριν κάνα μήνα. Για άλλη μια φορά σεργιάνιζα ανάμεσα στα ράφια του βιβλιοπωλείου της γειτονιάς μου, όταν έπεσα πάνω του. Δεν ξέρω γιατί το έπιασα στα χέρια μου, αφού η αλήθεια είναι πως το εξώφυλλό του δεν είναι και από τα καλύτερα που έχω αντικρίσει. Ωστόσο ξέρω καλά γιατί το αγόρασα. Ο λόγος ήταν η πρώτη φράση που διάβασα στο οπισθόφυλλό του και η οποία έλεγε : “ Ο νεαρός  Άνταμ Γουντς, επίδοξος συγγραφέας , φτάνει στη Βενετία με σκοπό να αφιερωθεί στο πρώτο του βιβλίο.”
“Επίδοξος συγγραφέας” και “πρώτο βιβλίο” σκέφτηκα από μέσα μου. Αυτός ο Άνταμ Γουντς πρέπει να μου μοιάζει πολύ είπα. Μόνο που τελικά η συνέχεια αποκάλυψε πως ουδεμία σχέση είχα με τον εν λόγω νεαρό. Φυσικά όσον αφορά στον τρόπο σκέψης και εκτέλεσης πράξεων , αφού η κάψα για συγγραφή και ολοκλήρωση ενός έργου είναι ίδια, όπως και σε κάθε  «συγγραφέα»  πιστεύω.
Ο ήρωας του βιβλίου λοιπόν για να βγάλει τα προς το ζην, θα αναλάβει να φροντίζει τον Γκόρντον Κρέις και το παλάτσο του. Ο Κρέις όμως δεν είναι μια απλή περίπτωση. Πρόκειται για έναν εκκεντρικό γηραιό κύριο, ο οποίος ζει απολύτως απομονωμένος και είναι διάσημος χάρη στο ένα και μοναδικό του βιβλίο που έγινε best seller.  Η σχέση μεταξύ των δυο αντρών θα περιπλεχθεί όταν ο Γουντς, ξεθάβοντας μυστικά του παρελθόντος του εργοδότη του, αποφασίζει αντί του μυθιστορήματος του να γράψει τη βιογραφία του Κρέις. Κι εδώ είναι που αποκαλύπτεται πόσο διαφορετική είμαι τελικά από αυτό τον νεαρό. Γιατί και «επίδοξη συγγραφέας» μπορεί να είμαι και το «πρώτο μυθιστόρημα» μπορεί να επιχειρώ να γράψω, ωστόσο όλη αυτή την διαδρομή μέχρι την ολοκλήρωσή του δε θα την έκανα ποτέ με τον τρόπο που την έκανε ο Γουντς. Και δε λέω, βεβαίως και να κάνεις έρευνα, βεβαίως και να ψάξεις και να ταλαιπωρηθείς, μα όχι και να εκμεταλλευτείς ανθρώπους και καταστάσεις. Αυτό το «επίδοξος» είναι που μας τα χάλασε τελικά…
Ο Γουντς, χωρίς να ανακοινώσει τίποτα στον Κρέις, ο οποίος είναι και ο άμεσα ενδιαφερόμενος αφού τη δική του βιογραφία σκοπεύει να γράψει ο Γουντς, αρχίζει μια μυστική έρευνα για τη συλλογή πληροφοριών που αφορούν στην παρελθοντική ζωή του Κρέις και που θα τον βοηθήσουν στην ολοκλήρωση του έργου του.  Μόνο που κατά τη διάρκεια αυτής της έρευνας, ο νεαρός συγγραφέας θα περάσει πολλές φορές τα όρια της υπερβολής και θα κάνει πράγματα τόσο επικίνδυνα, μα και τόσο κατακριτέα προκειμένου να επιτύχει το στόχο του. Πάνω στη δίψα του για επιτυχία και δόξα θα χρησιμοποιήσει ανθρώπους χωρίς να υπολογίσει τίποτα, παρά την επικείμενη φήμη.
Και στο σημείο αυτό θα παραθέσω τα λόγια των δύο κεντρικών ηρώων από έναν διάλογο που έχουν μεταξύ τους οι δύο άντρες κοιτάζοντας «Την αλληγορία της Φήμης», ένα χαρακτικό του Μπατίστα ντελ Μόρο, φτιαγμένο γύρω στα 1560.




« “Io son colei che ognuno al mondo brama, perche per me dopo la morte vive” είπε σε τέλεια ιταλικά. «Είμαι αυτή που όλοι στον κόσμο ποθούν, γιατί μέσω εμού ζουν μετά θάνατον. Αυτό λέει η επιγραφή από κάτω».
  Μισόκλεισα τα μάτια μου για να διακρίνω τον ιταλικό στίχο στο κάτω μέρος του χαρακτικού.

«Αλληγορία της Φήμης», είπε ο Κρέις περπατώντας προς το μέρος μου, κι αφού επανέλαβε τους δυο πρώτους στίχους, συνέχισε παρακάτω : «Κι αν η φαυλότητα ή η αρετή τα νήματα κινεί σε μια παρηκμασμένη ή άξια αυτοκρατορία, όνειδος είμαι για τη μια και φήμη για την άλλη. Η φαυλότητα μόνο μομφή παίρνει από μένα, ενώ η αρετή κερδίζει δόξα, δαφνοστέφανα και στέμμα».
   «Δεν ήξερα ότι μιλάτε τόσο καλά ιταλικά» είπα.
   « Α ξέρω κάτι λίγα. Είναι όμορφο αυτό το χαρακτικό, δεν συμφωνείτε;»
   «Ναι, πράγματι. Ποιος το έχει φτιάξει;» είπα, προσπαθώντας να δω αν ήταν υπογεγραμμένο.
   «Ο Μπατίστα ντελ Μόρο, μάλλον γύρω στα 1560. Αλλά βρίσκω ενδιαφέρον το γεγονός οτί, παρά τους ηθικοπλαστικούς στίχους από κάτω, η φιγούρα της Φήμης δεν κοιτάζει προς την προσωποποίηση του Καλού, αλλά προς το σάτυρο, το σύμβολο του Κακού. Και αν δεν κάνω λάθος, φαίνεται κάπως ερωτευμένη μαζί του, δεν συμφωνείτε;»
   Αναγκάστηκα κι εγώ να παραδεχτώ ότι, πράγματι, στο χαρακτικό φαινόταν να την ελκύει περισσότερο η φαυλότητα από την αρετή.»




Έψαξα και το βρήκα αυτό το χαρακτικό. Ορίστε. Παρατηρήστε το λίγο…
Απεικονίζει έναν άγγελο πάνω σε μια σφαίρα να φυσάει μια σάλπιγγα, κρατώντας με το άλλο χέρι ένα στεφάνι λουλουδιών, ενώ λίγο πιο κάτω, εκατέρωθεν της σφαίρας, βρίσκονται οι δύο φιγούρες – ένας σάτυρος και μια γυναίκα περιτριγυρισμένη από στρατιωτικά και επιστημονικά εργαλεία. Νομίζω πως το βλέπετε κι εσείς, η Φήμη κοιτάζει πεντακάθαρα προς τη μεριά του Κακού… Τι αντιλαμβάνεστε εσείς;





Νομίζω πως αυτός ο διάλογος είναι και όλη η ουσία αυτού του μυθιστορήματος. Ο νεαρός Γουντς αναζητά τη Φήμη μέσα από τη Φαυλότητα, όχι μέσα από την Αρετή.
Πρόκειται για μια ιστορία που εξελίσσεται σε θρίλερ. Είναι γεμάτο δράση, ταχύτητα και αγωνία για τη συνέχεια. Η ανάγνωσή του γίνεται γρήγορα, αφού ο συγγραφέας γράφει λιτά, ενώ η αφήγησή του σε α’ πρόσωπο προσφέρει αμεσότητα και σε κάνει να βιώνεις από κοντά την ιστορία.
Ο Γουντς τα έχει υπολογίσει όλα εκτός από τον ίδιο τον Κρέις, ο οποίος τελικά είναι ένας τύπος σκοτεινός με ένοχα μυστικά. Το τέλος είναι μια αποκάλυψη την οποία αξίζει να γευτείτε οι ίδιοι και γι’αυτό δε θα πω τίποτα.

Δε ξέρω τι ήθελε να γράψει ο συγγραφέας του συγκεκριμένου βιβλίου. Τα λόγια του πριν από την έναρξη της αφήγησης είναι τα εξής :  «Δεν είναι αυτό το βιβλίο που ήθελα να γράψω. Δεν έγινε τίποτα όπως το είχα φανταστεί».
Θυμάμαι πόση εντύπωση μου είχαν κάνει εκείνα τα λόγια όταν ξεκίνησα να διαβάζω το βιβλίο. Πόση αλήθεια σκέφτηκα, κρύβουν αυτές οι δυο φράσεις. Κι εγώ ακόμη, που μόνο λίγες σελίδες έχω καταφέρει να ολοκληρώσω από το δικό μου βιβλίο –αν και τόσο νωρίς- το ίδιο νιώθω. Πάντα κάπως ξεκινώ, μα αλλού πηγαίνω, αλλού καταλήγω… Είναι γιατί καθώς γράφεις, οι ήρωες ζωντανεύουν και αποκτούν τη δική τους δύναμη κι έρχεται η ώρα που συνειδητοποιείς πως εσύ βρίσκεσαι εκεί απλά για να σου υπαγορέψουν την ιστορία τους. Κάποτε αντιλαμβάνεσαι πως δεν γράφεις εσύ την ιστορία. Η ιστορία γράφεται μόνη της… Τόση δύναμη έχει…
Καλή σας εβδομάδα!!!  


19 Ιουνίου 2011

Την καλησπέρα μου!!!

Καλησπέρα σας φίλοι μου! Τι κάνετε; Πώς είστε; 
Έχουμε καιρό να τα πούμε! Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω πολύ χρόνο να σας επισκεφτώ. μα ούτε και να κάτσω να γράψω. Από την επόμενη όμως εβδομάδα που τελειώνω με τις υποχρεώσεις της δουλειάς θα είμαι ελεύθερη να ασχοληθώ επιτέλους με αυτό που αγαπώ τόσο πολύ! Μα με τι άλλο; Τη συγγραφή!!!
Πέρασα απλώς να σας πω μια καλησπέρα, αλλά κ να σας εξομολογηθώ ότι μου έχει λείψει η διαδικτυακή σας παρέα! Πως τα περνάτε; Είστε διακοπές; Θα φύγετε σύντομα; Εμείς δεν έχουμε κανονίσει τίποτα ακόμη...

Κι αφού δεν είχα χρόνο να γράψω, καθόμουν και διάβαζα! Έχω τελειώσει αρκετά βιβλία και σύντομα θα μοιραστώ μαζί σας τις εντυπώσεις μου! Από αύριο θα αναρτήσω τις κριτικές μου! Καιρός είναι!Σας τα παραθέτω!





Τώρα διαβάζω  το...


 και συνέχεια έχει το...







Προχτές έλαβα ταχυδρομικά το Λογοτεχνικό Περιοδικό αντιxλόγου το οποίο έχει έδρα στα Ιωάννινα. Δε μπορείτε αν φανταστείτε τι χαρά πήρα! Είναι πολύ όμορφο να βλέπεις κάτι που έχεις γράψει εσύ τυπωμένο στο χαρτί! Μαγικό συναίσθημα! Κι ένιωσα περηφάνια όταν στο εξώφυλλό του διάβασα "Αγάπες που έσβησαν- Ένα διήγημα της Αναστασίας Βασιλάκου!" Άλλο να σας το λέω κι άλλο να το ζείτε! Εύχομαι να ακολουθήσουν κι άλλες εκδόσεις! 





Open publication - Free publishing - More anti






Πείτε μου τα νέα σας! 
Σας φιλώ γλυκά!

6 Ιουνίου 2011

Το βαμμένο πέπλο - Γουίλιαμ Σόμερσετ Μομ





Το βιβλίο αυτό το αγόρασα από το βιβλιοπωλείο της γειτονιάς μου, όπως και τα περισσότερα άλλωστε από αυτά που κοσμούν τη βιβλιοθήκη μου. Έψαχνα για ώρα ανάμεσα στα ράφια του, διαβάζοντας διάφορους τίτλους, όταν έπεσα πάνω στο ρομαντικό εξώφυλλο του –δανεισμένο από την ομώνυμη ταινία- όπου το ζευγάρι των αγκαλιασμένων ηθοποιών στέκεται μελαγχολικό και σκεφτικό στην άκρη μιας ξύλινης μικρής βάρκας.
Το μυθιστόρημα του Γ. Σόμερσετ Μομ κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο για πρώτη φορά τον Νοέμβριο του 2008 στην κατηγορία «Αριστουργήματα του 20ου αιώνα». Αυτός ήταν και ο πρώτος λόγος που με έκανε να αγοράσω το βιβλίο. Ο δεύτερος ήταν ό,τι κυκλοφορούσε σε προσφορά -50% από την αρχική του τιμή παρέα με αρκετούς ακόμη τίτλους των συγκεκριμένων εκδόσεων. Ένα μπράβο λοιπόν στις Εκδόσεις αυτές που τον δύσκολο αυτό καιρό της οικονομικής κρίσης παίρνουν πρωτοβουλίες ώστε να μη λείψει το βιβλίο από εκείνους που το αγαπούν και το θέλουν συντροφιά τους.
Πρόκειται για μια ιστορία με κεντρικό θέμα την πνευματική αφύπνιση μιας γυναίκας, την συνειδητοποίηση των πραγματικών αξιών που διέπουν τη ζωή.
Η Κίτι Φέιν είναι η ωραία, αλλά επιπόλαιη σύζυγος του Γουόλτερ, ενός μικροβιολόγου διορισμένου στο Χονγκ Κονγκ. Έχοντας μείνει ανικανοποίητη από το γάμο της και την καθημερινή της ρουτίνα, αρχίζει μια εξωσυζυγική περιπέτεια με τον Τσαρλς Τάουνσεντ, έναν άντρα που βρίσκει ταυτόχρονα γοητευτικό, ελκυστικό και συναρπαστικό. Θα έρθει όμως η ώρα που ο Γουόλτερ ανακαλύπτει την απιστία της και τότε την εκδικείται με έναν απρόσμενο, περίεργο αλλά και φρικτό τρόπο. Την εκβιάζει και την υποχρεώνει να τον ακολουθήσει σε μια απομακρυσμένη περιοχή, στο εσωτερικό της Κίνας, η οποία μαστίζεται από την επιδημία της χολέρας. Η Κίτι θα αναγκαστεί να τον ακολουθλησει κι εκεί θα βιώσει μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Στη μέση του πουθενά, ζώντας με τα απολύτως απαραίτητα, θα κάνει ένα νέο ξεκίνημα. Είναι εκεί που σιγά σιγά θα αρχίσει να αφυπνίζεται. Βλέποντας τα προβλήματα τριγύρω της, τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης, ζώντας με τον κίνδυνο της αρρώστιας και του θανάτου, αρχίζει να αντιλαμβάνεται πως τελικά είναι άλλα τα πράγματα που έχουν πραγματική αξία στη ζωή του ανθρώπου. Βλέποντας τον άντρα της – ο οποίος κρατάει τις αποστάσεις του από την ίδια- γεμάτο θέληση για προσφορά και βοήθεια, θέλει να δραστηριοποιηθεί και η ίδια. Αποφασίζει λοιπόν να προσφέρει τη βοήθεια της στο τοπικό μοναστήρι, βοηθώντας τις μοναχές στην διαπαιδαγώγηση και την μόρφωση των μικρών παιδιών. Η Κίτι Φέιν σταδιακά αλλάζει και την αλλαγή της αυτή την αντιλαμβάνεται και ο άντρας της, ο οποίος μετά από πολύ καιρό θα την κάνει και πάλι δικιά του σπέρνοντας μέσα της τον καρπό ενός παιδιού. Μόνο που αυτή η «ένωση» θα αργήσει να γίνει, αφού λίγο καιρό μετά ο Γουόλτερ πεθαίνει, χωρίς να μάθει ποτέ αν το παιδί ήταν δικό του ή του εραστή της γυναίκας του.
Αγαπημένος ήρωας ο Γουόλτερ, οπού εκείνη την ύστατη ώρα, είναι αυτός που ζητάει συγχώρεση από την Κίτι για ό,τι της έκανε. Αργότερα η Κίτι γυρίζει πίσω στο Χονγκ Κονγκ πιστεύοντας ότι έχει αλλάξει. Για ακόμη μια φορά όμως θα αμαρτήσει στην αγκαλιά του Τσαρλς Τάουνσεντ. Θα είναι όμως η τελευταία, αφού αισθανόμενη μίσος κ ντροπή για τον εαυτό της φεύγει για το πατρικό της μετανιωμένη για ό,τι έκανε. Από εκεί θα ακολουθήσει τον πατέρα της περιμένοντας τη γέννηση του παιδιού του δικού της και του Γουόλτερ.
Πραγματικά πρόκειται για μια συναρπαστική ιστορία που αποτελεί μάθημα ζωής. Η απλή γλώσσα και το λιτό ύφος του συγγραφέα κάνουν τον αναγνώστη να ρουφήξει αυτό το μοναδικό μυθιστόρημα.
Λίγο μετά την ανάγνωση του βιβλίου είδα και την ταινία, αφού δεν είχε τύχει να τη δω νωρίτερα. Στους κεντρικούς ρόλους οι  Naomi Watts και Edward Norton δίνουν ρεσιτάλ ερμηνείας.



Σας προτείνω και το βιβλίο και την ταινία!



4 Ιουνίου 2011

Αγάπες που έσβησαν...





Κηφισιά, 27 Απριλίου 1941


  Δεν ήθελε να ξημερώσει εκείνο το πρωινό. Όχι, δεν ήθελε. Μακάρι να μπορούσε να σταματήσει για πάντα το χρόνο και να έμενε αιώνια κοιμισμένη στο μικρό της κρεβάτι δίχως να αναγκαστεί ποτέ να βιώσει τον ερχομό εκείνης της μαύρης Κυριακής, δίχως να νιώσει ποτέ την ταπείνωση που από ώρα σε ώρα, από λεπτό σε λεπτό θα βίωνε η έρημη πόλη της Αθήνας. Ωστόσο οι λαμπερές ακτίνες του ανοιξιάτικου ήλιου είχαν αντίθετη γνώμη. Είχαν ήδη προλάβει να διαπεράσουν την κεντητή της κουρτίνα και είχαν έρθει να καρφωθούν στο γερασμένο της πρόσωπο υποχρεώνοντάς την να ανοίξει τα μάτια της και να αντικρίσει τον ερχομό της καινούργιας μέρας που μόλις είχε γεννηθεί. Το πρωινό φως πλημμύριζε τώρα το δωμάτιο της και βρισκόταν εκεί για να της υπενθυμίσει πως δυστυχώς, όχι μόνο για εκείνη, είχε τελικά ξημερώσει…
   Σε λίγες ώρες οι Γερμανοί θα έμπαιναν στην Αθήνα. Οι χιτλερικές μοτοσικλέτες θα περνούσαν λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι της, θα κατηφόριζαν την Κηφισίας, θα περνούσαν μπροστά από το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, θα συνέχιζαν στην λεωφόρο Αμαλίας και την Διονυσίου Αρεοπαγίτου και θα έφταναν στην Ακρόπολη. Εκεί, πάνω στον Ιερό Βράχο, αφού θα υπέστελλαν την γαλανόλευκη σημαία, θα ύψωναν εκείνη που πάνω της ήταν χαραγμένο το σύμβολο της Ναζιστικής Γερμανίας, τη σημαία με τον δεξιόστροφο αγκυλωτό σταυρό, τη σβάστικα. Κι από εκείνη τη στιγμή η Αθήνα θα έπαυε πια να είναι ελληνική, να είναι ελεύθερη…
   Και μόνο στην ιδέα ένιωσε να ανατριχιάζει. Αισθάνθηκε ένα ρίγος να διαπερνάει όλο της το σώμα από άκρη σε άκρη , ακόμα και τα ασθενικά της άκρα, που χρόνια τώρα είχαν σχεδόν παραλύσει από την αρρώστια που την ταλαιπωρούσε. Έκλεισε και πάλι τα μάτια της προσπαθώντας να φανεί δυνατή και να μην κλάψει, ενώ παράλληλα  θυμήθηκε τα λόγια που μερικά χρόνια νωρίτερα είχε γράψει στο ημερολόγιό της:
« Είχα ονειρευτεί μια Ελλάδα ελεύθερη, δημοκρατική και ανεξάρτητη…»
   Τελικά εκείνο της το όνειρο δεν είχε σκοπό να πραγματοποιηθεί σύντομα. Πάντα κάποιος θα ερχόταν να καταχραστεί εκείνη την ελευθερία, να σφετεριστεί τη δημοκρατία και να κλέψει την ανεξαρτησία αυτής της βασανισμένης χώρας. Ανασηκώθηκε νωχελικά στο κρεβάτι της και άπλωσε με δυσκολία το ένα της χέρι στο κομοδίνο που βρισκόταν ακριβώς δίπλα της. Έβγαλε από το συρτάρι το ημερολόγιό της και το ακούμπησε στα πόδια της για να γράψει.  Ίσως για τελευταία φορά…
   Καθώς γύριζε τις γεμάτες εξομολογήσεις σελίδες του τα μάτια της έπεσαν πάνω σε εκείνα που είχε γράψει μόλις την προηγούμενη μέρα:
«Αύριο ίσως μπουν στην Αθήνα οι Γερμανοί. Τηλεφώνησε ο αδελφός μου πως είναι ασφαλέστερο να κατεβούμε σπίτι του, γιατί είναι άγνωστο από πού θα μπουν. Του αποκρίθηκα ότι θα μείνουμε σπίτι μας. Είναι ώρα τώρα να μιλάμε για ασφάλεια, όταν η Αθήνα θα έπρεπε να γίνει ολοκαύτωμα και να καταπιεί χιλιάδες Γερμανούς κάτω από τα ερείπιά της… Τι δύναμη που σου δίνει η γνώση πως έχεις λίγο θάνατο φυλαγμένο στην τσέπη…».
   Κοίταξε τα γράμματα της που πάνω στην ασχήμια τους αποτυπωνόταν η δυσκολία της να γράφει και ένα μελαγχολικό, σχεδόν απεγνωσμένο χαμόγελο χαράχτηκε στα ξεραμένα της χείλη.
   Ούτε να γράψω δε μπορώ πια… Τι την θέλω τέτοια ζωή; σκέφτηκε με παράπονο μέσα της και κράτησε ακόμη πιο σφιχτά το στυλό, αποφασισμένη να κάνει μια καλύτερη προσπάθεια αυτή τη φορά.  Στην αρχή ζόρισε το ένα της χέρι, στη συνέχεια όμως, βλέποντας πως της ήταν αδύνατον, το έσφιξε και με τις δυο της παλάμες για να μπορέσει τελικά να γράψει. Σκέφτηκε για λίγο αυτά που θα αποτύπωνε στην καθαρή σελίδα του ημερολογίου της και ένιωσε ένα δυνατό πόνο να της τρυπάει την καρδιά, σαν σουβλιά. Ποτέ της δε πίστευε ότι θα έφτανε η ώρα να αναγκαστεί να γράψει κάτι τέτοιο. Όχι, δε μπορεί να ήταν αλήθεια. Δε δεχόταν να πιστέψει ότι είναι αλήθεια. Μάλλον έβλεπε κάποιο κακό όνειρο, κάποιον εφιάλτη. Κι από λεπτό σε λεπτό θα ξυπνούσε. Μακάρι να ξυπνούσε…
   Άρχισε να γράφει αργά και βασανιστικά πλημμυρισμένη από πόνο, όχι μόνο επειδή έχανε σιγά σιγά τη δύναμη της να γράφει, όχι μόνο επειδή έχανε αυτόν τον μεγάλο της έρωτα, αλλά επειδή έχανε και την πατρίδα της, ακόμη έναν έρωτα τρανό για εκείνη. Πόσους έρωτες θα χάσω ακόμα; Έμεινε άραγε κανείς; συλλογίστηκε καθώς γέμιζε την λευκή σελίδα με μαύρα σημάδια:  
«Οι Γερμανοί μπαίνουν στας Αθήνας. Καημένη Ελλάδα! Καημένη Ρωμιοσύνη!»
   Καημένη ναι. Και ποιος ξέρει τι άλλο θα ερχόταν ακόμα μετά από εκείνο το πρωινό;  Ποιος ξέρει τι άλλο κακό θα ξημέρωνε τις επόμενες μέρες; Όχι! Δε θα επέτρεπε ποτέ στον εαυτό της να αντικρίσει ούτε έναν Γερμανό στρατιώτη. Δεν ήταν διατεθειμένη να ζήσει ούτε μια μέρα αυτής της Κατοχής, αυτής της δυστυχίας, του τρόμου και της απόγνωσης, αισθήματα που έρχονταν να ριζωθούν στις καρδιές των Ελλήνων και να τους αποτελειώσουν. Καλύτερα να αποτελείωνε η ίδια τον εαυτό της μια ώρα αρχύτερα. Τον Γερμανό πάντως, δε θα τον άφηνε…
   Άφησε παράμερα το ημερολόγιο  και προσπάθησε να σηκωθεί από το κρεβάτι της αφού πρώτα τυλίχτηκε στη μεταξωτή της ρόμπα. Έκανε απλώς ένα βήμα, ίσα που να φτάσει απέναντι στην μπαλκονόπορτα και να ανοίξει τα παραθύρια της, κι ύστερα σωριάστηκε στη βελούδινη πολυθρόνα κοιτάζοντας τον ολάνθιστο κήπο που γέμιζε την ατμόσφαιρα με χρώματα και ευωδιές. Έμεινε εκεί κάμποση ώρα ακίνητη, στην αγαπημένη της γωνιά, να κοιτάζει ζαλισμένη από τον ήλιο το μεγάλο δέντρο που βασίλευε στον καταπράσινο κήπο, χαμένη στην άβυσσο των αναμνήσεών της.
   Δίπλα της ακριβώς, τοποθετημένο πάνω σε ένα μικρό σκαλιστό τραπεζάκι βρισκόταν το ραδιόφωνο της. Πόσο το είχε μισήσει εκείνες τις μέρες αυτό το μαραφέτι. Από αυτό μάθαινε τις κινήσεις των Γερμανών που μέρα με την ημέρα εισέβαλλαν όλο και πιο βαθιά στην Ελλάδα. Που μέρα με την  ημέρα πλησίαζαν όλο και πιο απειλητικά προς το μέρος της. Το μισούσε γιατί τον τελευταίο καιρό είχε μετατραπεί σε μαντατοφόρος αποκλειστικά θλιβερών ειδήσεων. Ειδήσεων και γεγονότων που θα σημάδευαν για πάντα την ιστορία τούτου του άμοιρου λαού. Μόλις το προηγούμενο βράδυ, κι ενώ ο Ραδιοφωνικός Σταθμός παρέμενε ποιος ξέρει για πόσες ακόμα ώρες ελληνικός, είχε ακούσει :   
«Ακούτε τη φωνή της Ελλάδας. Έλληνες, σταθείτε αποφασισμένοι, περήφανοι και αξιοπρεπείς. Πρέπει να φανείτε αντάξιοι της ιστορίας σας. Η ανδρεία και η νίκη του στρατού μας έχει ήδη αναγνωριστεί. Το δίκαιο του σκοπού μας θα αναγνωριστεί και αυτό. Κάναμε το καθήκον μας με εντιμότητα. Φίλοι! Έχετε την Ελλάδα στην καρδιά σας, ζήστε εμπνευσμένοι από τη φλόγα του τελευταίου θριάμβου της και τη δόξα του στρατού μας. Η Ελλάδα θα ζήσει ξανά και θα είναι σπουδαία, γιατί πολέμησε έντιμα για ένα δίκαιο σκοπό και για την ελευθερία. Αδέλφια! Να έχετε κουράγιο και υπομονή. Να έχετε δύναμη ψυχής. Θα ξεπεράσουμε αυτές τις δυσκολίες. Έλληνες! Με την Ελλάδα στο μυαλό σας θα πρέπει να είστε περήφανοι και αξιοπρεπείς. Υπήρξαμε ένα έντιμο έθνος και γενναίοι στρατιώτες.»
   Η φωνή του εκφωνητή αντηχούσε ακόμα στα αυτιά της. Γεμάτη ένταση, γεμάτη προτροπή να μη χαθεί ποτέ το θάρρος από τις ψυχές των Ελλήνων. Μα πώς να έχεις θάρρος όταν ξέρεις πως σε λίγες ώρες ίσως να κείτεσαι νεκρός, θαμμένος κάτω από τα ερείπια που ίσως προκαλέσουν πιθανοί γερμανικοί βομβαρδισμοί; Πώς να έχεις θάρρος όταν ξέρεις πως λίγες ώρες μετά ίσως να πέφτεις νεκρός από τα πυρά κάποιου οπλισμένου Γερμανού στρατιώτη; Το θάρρος δεν είχε απομείνει σε κανενός την ψυχή πια. Κανείς δε θα αντιστεκόταν. Κανείς δε θα έφερνε αντίσταση. Από χθες το απόγευμα όλοι είχαν κλειστεί στα σπίτια τους κι είχαν ασφαλίσει καλά τα παραθυρόφυλλά τους, βυθισμένοι στο σκοτάδι για να μην μαρτυρούν την παρουσία τους εκεί. Πολλοί είχαν τρέξει να προστατευτούν σε κάποιο καταφύγιο, κυρίως γυναικόπαιδα που οι άντρες του σπιτιού τους είχαν χαθεί στον πόλεμο. Κανείς δεν κυκλοφορούσε στο κέντρο της πόλης. Είχε μείνει έρημη, αδειανή και παντού βασίλευε μια νεκρική σιωπή, τόσο έντονη που αν άνοιγες καλά τα αυτιά σου, ίσως και να μπορούσες να την ακούσεις. Η πόλη των Αθηνών ήταν προδιαγεγραμμένο, θα δινόταν ανοχύρωτη και αμαχητί.
  Κάπου μακριά σαν να άκουσε τον απόηχο των ναζιστικών μοτοσικλετών που διέσχιζαν εκείνη την ώρα τη μεγάλη λεωφόρο για να κατευθυνθούν προς το Σύνταγμα. Πίσω τους ακριβώς ακολουθούσαν τα τεθωρακισμένα οχήματα με τις ερπύστριες τους να μαστιγώνουν βίαια τον ερημωμένο δρόμο της Κηφισίας. Ήταν ακριβώς εκείνη την ώρα που κάτω από αυτές τις ερπύστριες τσακίζονταν και χάνονταν τα μεγαλύτερα ανθρώπινα ιδανικά, η ελευθερία, η δημοκρατία, η ανεξαρτησία και τα όνειρα του ελληνικού λαού. Ήταν ακριβώς εκείνη την ώρα που το όνειρό της για μια ελεύθερη Ελλάδα γινόταν χίλια κομμάτια κάτω από τις ερπύστριες των σιδηρόφρακτων στρατιωτικών μονάδων του κατακτητή. Ο ήχος που άφηναν πίσω τους τα μηχανοκίνητα τροχοφόρα την έκαναν να αναριγήσει. Προς στιγμήν ένιωσε να χάνει τις αισθήσεις της, τα λογικά της. Σταμάτησε να σαλεύει κι έμεινε ακίνητη, σχεδόν σαν υπνωτισμένη να ακούει εκείνη τη φρικιαστική βουή. Μες στη σιωπή που απλωνόταν ολόγυρα της, εκείνος ο ήχος έμοιαζε να γίνεται ένα με την σπαραχτική φωνή της ψυχής της που ούρλιαζε γεμάτη απόγνωση για την αδικία που βίωνε ακόμη μια φορά η λατρεμένη της πατρίδα.
   Όταν λίγα δευτερόλεπτα μετά κατάφερε να συνέλθει, έγειρε τα παραθυρόφυλλα να κλείσουν και στη συνέχεια άναψε το ραδιόφωνο. Άραγε ανήκε ακόμα στην Ελλάδα; αναρωτήθηκε σιωπηλά. Η φωνή του Έλληνα εκφωνητή πλημμύρισε το δωμάτιο  δίνοντας της απάντηση στην απορία που είχε :
«Εδώ ελεύθεραι ακόμα Αθήναι… Έλληνες! Οι Γερμανοί εισβολείς ευρίσκονται εις τα πρόθυρα των Αθηνών. Αδέλφια! Κρατήστε καλά μέσα στην ψυχή σας το πνεύμα του μετώπου. Ο εισβολεύς εισέρχεται με όλας τας προφυλάξεις εις την έρημον πόλιν με τα κατάκλειστα σπίτια. Έλληνες! Ψηλά τις καρδιές! Προσοχή! Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών ύστερα από λίγο δεν θα είναι ελληνικός. Θα είναι γερμανικός και θα μεταδίδει ψέμματα! Έλληνες! Μην τον ακούτε! Ο πόλεμός μας συνεχίζεται και θα συνεχισθεί μέχρι της τελικής νίκης! Ζήτω το Έθνος των Ελλήνων!»
   Ο εκφωνητής Κώστας Σταυρόπουλος προσπαθούσε με όση δύναμη του είχε απομείνει  να προετοιμάσει από το δικό του βήμα τον ελληνικό λαό για τη δοκιμασία που τον περίμενε. Η γεμάτη πάθος φωνή του έμοιαζε κάπου κάπου να σπάει, να λυγίζει, μα δεν το έβαζε κάτω. Καθώς εκφωνούσε το τελευταίο ελληνικό δελτίο, έμοιαζε με ηθοποιό κάποιας αρχαίας τραγωδίας να ερμηνεύει το ρόλο του ακριβώς τη στιγμή της κορύφωσής της. Όλα είχαν τελειώσει. Όλα ήταν θέμα χρόνου. Οι Γερμανοί βρίσκονταν προ των πυλών και σε λίγη ώρα όλα θα ανήκαν πια στα δικά τους χέρια. Κι ύστερα ακούστηκε ο Εθνικός Ύμνος. Για τελευταία φορά. Άπλωσε  το χέρι της κι έσβησε το ραδιόφωνο ακριβώς τη στιγμή που ακούστηκε η τελευταία του νότα. Με αυτή τη θύμηση ήθελε να φύγει. Πως όλα ήταν ακόμα ελληνικά…         
   Έχωσε τα γερασμένα της δάχτυλα στην τσέπη της μεταξωτής της ρόμπας και χάιδεψε το μικροσκοπικό φιαλίδιο για να σιγουρευτεί ότι βρισκόταν ακόμα στη θέση του. Το είχε βάλει εκεί από το προηγούμενο μεσημέρι όταν είχε ήδη πάρει τις αποφάσεις της για το δικό της προσωπικό μέλλον. Ένα μέλλον που σε λίγες ώρες θα έπαυε  να υπάρχει πια. Μα ναι, έπρεπε να φύγει. Να δώσει η ίδια ένα τέλος προτού βιώσει την δυστυχία, το θάνατο και την ταπείνωση που έφερνε μαζί του το τρίτο Ράιχ.
Άλλωστε δεν της είχε απομείνει τίποτα που να την κρατάει στη ζωή. Ό,τι αγαπούσε είχε πεθάνει.  Όλοι τις οι έρωτες είχαν χαθεί. Και πρώτος από όλους  εκείνος. Ο μοναδικός άντρας που ερωτεύτηκε και αγάπησε παράφορα στη ζωή της. Εικοσιένα ολόκληρα χρόνια. Τόσα είχαν περάσει από εκείνον τον τραγικό επίλογο που έμελλε να έχει η ζωή του αγαπημένου της Ίωνα Δραγούμη. Θυμήθηκε που είχε γράψει για αυτόν:  
«Ως που ήρθε στο τέλος ο θάνατος, άγριος και άκαιρος και μας χώρισε οριστικά, παίρνοντας εκείνον, τον νεότερο, τον εύμορφο, τον αγνό.»
   Κι έπειτα ακόμη ένας θάνατος. Ο ιός  της πολιομυελίτιδας νέκρωνε σιγά σιγά τα άκρα της, τα χέρια της, τα δάχτυλά της. Πώς να κρατήσει πια το μολύβι; Πώς να γράψει; Ακόμη μια αγάπη πέθαινε κι αυτή.
   Και τώρα είχε έρθει το τέλος του μεγαλύτερου έρωτά της. Το τέλος της Ελλάδας. Της ελεύθερης Ελλάδας. Πού να γύριζε να κοιτάξει; Παντού γύρω της χαμός, απουσία και θλίψη.
   Σηκώθηκε με όση δύναμη της είχε απομείνει και ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι της. Από εκεί παρήγγειλε να της φέρουν ένα ποτήρι νερό. Η γυναίκα που τη βοηθούσε δεν άργησε να φανεί. Κρατούσε στα χέρια της έναν μικρό ασημένιο δίσκο και πάνω του είχε ακουμπήσει το ποτήρι με το νερό που της είχε ζητήσει η κυρία της. Αφού το άφησε στο κομοδίνο δίπλα της, ρώτησε την ξαπλωμένη γυναίκα αν χρειαζόταν κάτι ακόμα.
«Όχι, σε ευχαριστώ καλή μου.» της απάντησε εκείνη και χαμήλωσε το βλέμμα της. Φοβόταν μήπως εκείνη, που την ήξερε τόσο καλά, καταλάβαινε τι ετοιμαζόταν να κάνει. Η γυναίκα της χαμογέλασε γλυκά ανυποψίαστη και αποχώρησε από το δωμάτιό της κυρίας της κλείνοντας πίσω της την πόρτα.
   Και τότε έμεινε μόνη της. Έγραψε ακόμη δυο λόγια στο ημερολόγιο που ήταν δίπλα της και το άφησε χαμηλά στα πόδια της. Έπειτα άνοιξε το μικρό φιαλίδιο και διέλυσε το περιεχόμενό του στο νερό.  Έφερε το ποτήρι στα χείλη της και μεμιάς κατάπιε την πικρή ουσία που βρισκόταν μέσα του. Δεν είχε να σκεφτεί τίποτα. Δε φοβόταν τίποτα πια. Αντιθέτως χαιρόταν. Χαιρόταν γιατί ήξερε πως το δηλητήριο θα έκανε γρήγορα τη δουλειά του. Κι ήταν παρήγορη η ιδέα πως σε λίγο θα συναντούσε ξανά εκείνον τον έρωτα που έχασε πριν από εικοσιένα χρόνια.
  Θυμήθηκε τα λόγια που του είχε πει κάποτε σε έναν περίπατο που έκαναν μαζί στην εξοχή της Αττικής:
«Η ζωή μας χωρίζει. Ίσως ο θάνατος να μας ενώσει σαν έρθει η σειρά σου.»
Κι εκείνος της είχε απαντήσει με σιγουριά :
«Ο θάνατος θα μας ενώσει.»
   Πώς να μη χαίρεται λοιπόν; Έκλεισε τα μάτια της κι έμεινε εκεί να περιμένει το τέλος. Ένα τέλος που θα την οδηγούσε, ελεύθερη πια, στον αγαπημένο της. Μα ναι, τώρα ήταν πραγματικά ευτυχισμένη.
  Ακουμπισμένο στα πόδια της είχε αφήσει ανοιχτό το ημερολόγιο της στη σελίδα που είχε γράψει σήμερα για τελευταία φορά. Είχε φροντίσει να αφήσει στα παιδιά της το τελευταίο της μήνυμα με την ελπίδα πως κάποτε θα τη συγχωρούσαν για το δρόμο που διάλεξε να πάρει:
«Παιδιά μου, ούτε παπά θέλω, ούτε κηδεία. Παραχώστε με σε μια γωνιά του κήπου, αλλά μόνο αφού βεβαιωθείτε ότι δεν ζω πια. Σας φιλώ όλους με αγάπη. Φροντίστε τον πατέρα σας.
Σας φιλώ σφιχτά.
Πηνελόπη Δέλτα»






Το διήγημα μου αυτό, είναι δημοσιευμένο στο νέο επετειακό τεύχος του Λογοτεχνικού Περιοδικού αντί x λόγου.

3 Ιουνίου 2011

Λογοτεχνικό Περιοδικό αντί x λόγου





Το Λογοτεχνικό Περιοδικό αντί x λόγου http://www.facebook.com/antiepilogou γιορτάζει τα δέκα του τεύχη και μαζί του γιορτάζω κ εγώ, αφού για πρώτη φορά βλέπω κείμενό μου δημοσιευμένο σε έντυπη μορφή! Εύχομαι το νέο παιδί να είναι καλοτάξιδο και οι φίλοι της Λογοτεχνίας κ της Ποίησης να το βάλουν στην καρδιά τους! Το αξίζει, αφού οι συντάκτες του, ό,τι κάνουν το κάνουν με αγάπη!


Σε αυτό το τεύχος συμμετέχουν :
Νικόλαος Φωτιάδης
Αναστασία Βασιλάκου
Ιωάννα Σαμαρά
Βασίλης Κουστούδας
Πέρσα Κατσαμάκη
Άντρη Αντωνίου
Δημήτρης Νίκου
Άννα Νιαράκη
Ευάγγελος Ευθυμίου
Γιάννης Πλιώτας
Γιάννης Φαρσάρης
Αμαλία Παπακώστα
Άγγελος Σαμιώτης
Ισμήνη Μυρτάκη
Ελένη Μπάρκα
Εύη Μαρκάτη



editorial 10ου τεύχους

Έφτασαν τα γενέθλιά μας. Κλείσαμε τα δέκα. Αν ήμασταν άνθρωπος, τώρα θα πηγαίναμε τετάρτη δημοτικού. Θα τρέχαμε στις αλάνες ή θα συλλέγαμε μυρωδάτα χαρτιά αλληλογραφίας, θα κάναμε σούζες με τα ποδήλατα ή θα φτιάχναμε κοτσίδες τα μαλλιά μας, θα στέλναμε ραβασάκια και θα χαρίζαμε δωράκια στο αγαπημένο μας πρόσωπο κοκκινίζοντας από ντροπή. Και στο πάρτυ των γενεθλίων μας θα καλούσαμε όλους τους φίλους μας και θα εμφανίζαμε μια πελώρια τούρτα με δέκα κεράκια στην κορυφή της.
Είμαστε περιοδικό όμως - και συγκεκριμένα λογοτεχνικό περιοδικό. Ωραίο θα ήταν ένα πάρτυ με όλους τους συντάκτες και τους αναγνώστες και μια πελώρια τούρτα να μας περιμένει, αλλά δυστυχώς δε θα συμβεί αυτό. Γιατί τα δέκα που κλείσαμε δεν είναι χρόνια, αλλά τεύχη. Τα χρόνια μας είναι μόλις δυόμιση - άντε τρία παρά κάτι. Και στα δυόμιση σου δεν γίνεται έχεις μια πελώρια τούρτα. Γίνεται; Το πολύ πολύ να ανησυχείς μην κατουρηθείς πάνω σου και σε μαλώσει η μαμά.
Ας αφήσω όμως την σύγκριση περιοδικού-ανθρώπου και ας επιστρέψω στην επέτειο μας. Γιατί ναι, στην τελική γιορτάζουμε τα δέκα μας τεύχη. Μεγαλώσαμε…
Μεγαλώσαμε τις σελίδες - μιας και ξεκινήσαμε με εικοσι οχτώ και έχουμε φτάσει σαράντα τέσσερις - μεγαλώσαμε ως συντακτική ομάδα -ξεκινήσαμε έξι άτομα και πλέον από τις σελίδες μας έχουν περάσει πάνω από σαράντα συγγραφείς, ποιητές και αρθρογράφοι - μεγαλώσαμε και ως προς τον αριθμό των αναγνωστών - όλο και περισσότεροι μας ζητάτε το περιοδικό και τα σημεία διανομής του όλο και αυξάνονται.
Παράλληλα όμως μεγαλώσαμε και εμείς οι ίδιοι. Αποκτήσαμε εμπειρίες, κάναμε νέες γνωριμίες, γίναμε - ελπίζουμε - καλύτεροι στη γραφή μας και μαζί με το περιοδικό ωριμάσαμε.
Ωριμάσαμε λοιπόν. Με το παρόν τεύχος ολοκληρώθηκε ένας κύκλος. Τώρα ανοίγουμε ένα άλλον, γιατί σιγά σιγά περνάμε στην εφηβεία. Οι ευθύνες αυξάνονται, αλλά εμείς θα είμαστε εδώ να ανταποκριθούμε. Θα αλλάζουμε και θα εξελισσόμαστε, ελπίζουμε προς το καλύτερο.
Ευχαριστώ προσωπικά όλους του συντάκτες που πέρασαν από το περιοδικό και όσους βοήθησαν για την ανάπτυξή του, και κυρίως σας ευχαριστούμε όλοι εμείς για τη στήριξή σας σε όλα αυτά τα τεύχη.

Καλή ανάγνωση και χρόνια μας πολλά!

× Ευάγγελος Λ. Ευθυμίου







 Εγώ συμμετέχω με το κείμενο " Αγάπες που έσβησαν" ! Μπορείτε να απολαύσετε το νέο τεύχος αλλά και τα προηγούμενα εδώ
 http://www.antiepilogou.gr/tefxi.html