31 Μαρτίου 2011

Το τελευταίο τραγούδι...




   Το νεαρό κορίτσι γύρισε σιωπηλά το σιδερένιο χερούλι τις πόρτας και αφού την άνοιξε πέρασε στο εσωτερικό του σκοτεινού δωματίου πατώντας στις μύτες των ποδιών της για να μην κάνει φασαρία. Σήκωσε διστακτικά το κεφάλι της και κοίταξε τη γυναίκα που ήταν ξαπλωμένη στο σιδερένιο κρεβάτι μόλις λίγα μέτρα μπροστά της. Από αυτό το σημείο δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά το πρόσωπο της κι έτσι αποφάσισε να πλησιάσει προς το μέρος της.
   Στάθηκε όρθια ακριβώς από πάνω της χωρίς να κάνει την παραμικρή κίνηση και χωρίς να βγάλει μιλιά. Έμεινε απλώς να παρατηρεί το ανθρώπινο σώμα που ήταν ξαπλωμένο ακριβώς δίπλα της, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τις αλλαγές που μέρα με την ημέρα στιγμάτιζε η αρρώστια πάνω του.  Η γυναίκα είχε κλείσει τα μάτια της κι έμοιαζε να έχει παραδοθεί σε ένα βαθύ ύπνο χωρίς όνειρα. Στο χλωμό πρόσωπο της έμοιαζε να έχει ζωγραφιστεί μια γκριμάτσα κούρασης και πόνου που την έκανε να φαντάζει πολύ άγρια. Τα μάτια της φαίνονταν να έχουν τραβηχτεί προς τα μέσα, ενώ οι μαύροι κύκλοι ακριβώς από κάτω τους μαρτυρούσαν την εξάντληση που είχε υποστεί τον τελευταίο καιρό. Οι ρυτίδες που χάραζαν ελαφρά κάποτε την επιδερμίδα του προσώπου της, τώρα έμοιαζαν να έχουν βαθύνει ακόμη περισσότερο σχηματίζοντας χοντρές γραμμές γύρω από τα μάτια, το στόμα και το μέτωπο της. Τα λιγοστά μαλλιά που είχαν μείνει πια στο κεφάλι της έπεφταν ξέπνοα κι αυτά στο λευκό μαξιλάρι που στήριζε τον αυχένα της.
   Το νεαρό κορίτσι πήγε να βγάλει μια πνιχτή κραυγή μα δάγκωσε τα χείλη της για να κρατηθεί. Τα μάτια της γέμισαν μεμιάς δάκρυα και άρχισαν να κυλούν στα μάγουλά της. Τα ένιωθε καυτά να βρέχουν το πρόσωπό της, μα δεν την ένοιαζε να τα σκουπίσει. Ποιος θα την έβλεπε εξάλλου; Δεν άντεχε άλλο να τη βλέπει έτσι. Της ήταν αδύνατο να παραδεχτεί πως αυτή η γυναίκα που κοιμόταν δίπλα της ήταν κάποτε η μητέρα της. Όχι, δε μπορεί να ήταν αυτή. Δεν μπορεί να είχε αλλάξει τόσο πολύ. Η μητέρα της ήταν πάντοτε μέσα στη ζωντάνια. Ήταν πάντοτε χαμογελαστή. Και δεν χαμογελούσε απλώς με τα χείλη της, χαμογελούσαν τα μάτια της κι όλο της το πρόσωπο έμοιαζε να λάμπει. Που πήγε εκείνο το χαμόγελο μητέρα; Που πήγε εκείνη η λάμψη; αναρωτήθηκε σιωπηλά το κορίτσι περιμένοντας ανέλπιστα να της δοθεί κάποια απάντηση στις απορίες της.
   Άπλωσε το χέρι της να χαϊδέψει το μέτωπο της γυναίκας κι άξαφνα άρχισε να σιγοτραγουδά ένα γλυκό και ήρεμο σκοπό. Στην αρχή ούτε που θυμόταν ποιό ήταν αυτό το τραγούδι. Οι λέξεις ξεπετάγονταν αυτόματα από το στόμα της χωρίς να τις σκέφτεται κι έπειτα ενώνονταν μεταξύ τους για να σχηματίσουν προτάσεις. Κι έπειτα ήρθε ο ρυθμός, η μελωδία, μια μελωδία ξεχασμένη εδώ και χρόνια είχε απόψε ξαναγεννηθεί εντελώς ξαφνικά, εντελώς απροσδόκητα. Δεν άργησε να θυμηθεί. Ήταν εκείνο το τραγούδι που τις σιγοψιθύριζε η μητέρα της κάθε φορά που ξάπλωνε στο κρεβάτι της για να την πάρει ο ύπνος. Το νανούρισμα της.

Χαρά μου μάτια μου γλυκά
βλέφαρα στολισμένα
της χρυσαυγής τα χρώματα
έχεις ταξιδεμένα
Χαρά μου στόμα μου γλυκό
με το χαμόγελό σου
να σεριανάς τον άγγελο
που έχεις στο πλευρό σου
   Η κοιμισμένη γυναίκα τρεμόπαιξε ξαφνικά τα βλέφαρά της και άνοιξε αργά τα μάτια της για να δει από πού ερχόταν το τραγούδι που αντηχούσε γλυκά στα αυτιά της. Η κόρη της βρισκόταν ακριβώς από πάνω της. Αυτή τραγουδούσε. Τραγουδούσε σε εκείνη. Την νανούριζε. Σταμάτησε για λίγο να σκέφτεται κι έμεινε να την ακούει, να ακούει τη βελούδινη φωνή της που τώρα την ταξίδευε.
Φεγγοβολάς βλαστάρι μου
στ'όνειρο ταξιδεύεις
τους γαλαξίες τριγυρνάς
και το Θεό γυρευέις
   Το κορίτσι αντίκρισε το απορημένο βλέμμα της μητέρας της, μα δε σταμάτησε να τραγουδάει. Ήξερε πως σε λίγο θα θυμόταν κι εκείνη. Θα θυμόταν το τραγούδι της. Το τραγούδι που έλεγε κάθε βράδυ στη μικρή της κόρη για να κοιμηθεί γλυκά. Καθώς το πρόσωπό της άρχισε να γλυκαίνει, κατάλαβε. Είχε θυμηθεί. Τα χείλη της γυναίκας σχημάτιζαν τις λέξεις του τραγουδιού, μα ήταν αδύνατο για αυτά να βγάλουν φωνή. Έβαλε για άλλη μια φορά όλη της τη δύναμη και μια ψιθυριστή φωνή βγήκε από μέσα της για να συνοδεύσει αυτή της κόρης της. Τώρα τραγουδούσαν και οι δύο μαζί με τις φωνές τους να ενώνονται και να μοιάζουν σαν μια.
Κοιμήσου αγγελούδι μου
βελούδινο το βράδυ
το στήθος μου προσκέφαλο
και η ψυχή μου χάδι
   Η γυναίκα σήκωσε το τρεμάμενο χέρι της για να αγγίξει αυτό της κόρης της κι άρχιζε να το χαϊδεύει.  Λίγο μετά δεν άντεξε κι ένας ξερός παρατεταμένος βήχας την ανάγκασε να διακόψει το τραγούδι της. Το κορίτσι σταμάτησε κι εκείνο για να δει αν ήταν καλά η μητέρα της.
«Μη κόρη μου! Μη σταματάς! Συνέχισε…» είπε εκείνη κι η φωνή της ίσα που ακουγόταν. Τώρα που έφευγε ήθελε να είναι η φωνή της κόρης της το τελευταίο πράγμα που θα άκουγε πριν αφήσει αυτό τον κόσμο. Ήθελε να είναι αυτό το νανούρισμα που θα την τύλιγε σε έναν ύπνο βαθύ και ξεκούραστο. Στον αιώνιο ύπνο. Έκλεισε και πάλι τα μάτια της προσπαθώντας να κρατήσει στη μνήμη της το πρόσωπο της κόρης της που βρισκόταν από πάνω της και αφέθηκε ελεύθερη να περιμένει τη συνέχεια, όποια κι αν ήταν αυτή…
   Όταν είχε ήδη χαλαρώσει αρκετά άνοιξε και πάλι τα μάτια της και είδε ένα κατάλευκο φως να πλημμυρίζει τα πάντα γύρω της. Κάπου από πολύ μακριά ακουγόταν μια γλυκιά μελωδία.
Ο ύπνος που σε τύλιξε
τώρα σε φέρνει πίσω
και'γω που είμαι πλάι σου
χάρες να σε στολίσω
  Είμαι στον παράδεισο, σκέφτηκε από μέσα της και αφέθηκε να ακούει το γλυκό τραγούδι που σίγουρα έβγαινε από τα χείλη κάποιου αγγέλου. Κάπου το ξέρω αυτό το τραγούδι, αλλά που; συνέχιζε να συλλογίζεται προσπαθώντας να θυμηθεί, ενώ παράλληλα άρχισε να διασχίζει την κατάλευκη αίθουσα προς την κατεύθυνση που το φως γινόταν ολοένα και πιο εκτυφλωτικό.
   Το τραγούδι τώρα ίσα που ακουγόταν. Με κάθε της βήμα προς το φως έμοιαζε να απομακρύνεται όλο και περισσότερο από εκείνο το τραγούδι. Ωστόσο δε σταμάτησε να προχωράει. Συνέχισε. Ήταν σίγουρη πως εκεί που πήγαινε θα άκουγε ξανά αυτή την υπέροχη μελώδια. Θα άκουγε ξανά αυτό το γλυκό νανούρισμα…

22 Μαρτίου 2011

Κάτω από τ'αστέρια...


«Ξέρεις τι λένε για τα αστέρια;» τον ρώτησε χαμηλόφωνα κι η φωνή της άρχισε να τρέμει εξαιτίας της ψύχρας που είχε φέρει μαζί της η αποψινή καλοκαιρινή βραδιά. Πρώτα το σώμα της και τώρα η φωνή της μαρτυρούσαν το κρύο που είχε καταβάλλει σιγά σιγά κάθε κύτταρο του κορμιού της. Ήθελε να κάτσει ακόμα πιο κοντά του. Να τον αγγίξει. Να νιώσει το σώμα της να ακουμπά το δικό του. Να νιώσει τη ζεστασιά του κορμιού του να διαπερνά το δικό της κι έτσι να ζεσταθεί κι εκείνη. Μα δεν τολμούσε.  
Είχαν εδώ και ώρα κατέβει στο παλιό λιμανάκι και κάθονταν παρέα στο σκάφος του πατέρα του Φώτη. Είχαν ξαπλώσει και οι δυο τους στην πρύμνη του μικρού πλοιαρίου και προσπαθούσαν να αφουγκραστούν τη σιωπή που βασίλευε τέτοια ώρα ολόγυρά τους. Περασμένα μεσάνυχτα κι όλοι είχαν γυρίσει στα σπίτια τους. Η αποβάθρα που λίγες ώρες πριν έσφυζε από ζωή, τώρα είχε ερημώσει τελείως.  Ήταν οι δυο τους με μοναδική τους παρέα τη θάλασσα και το νυχτερινό ουρανό.
«Όχι Άννα! Δε ξέρω… Τι λένε;» Η φωνή του Φώτη ήχησε σχεδόν ηδονικά στα αυτιά της και την έκανε να κλείσει τα μάτια της για να απολαύσει την ευχάριστη μελωδία. Πόσο της άρεσε να τον ακούει την ώρα που μιλούσε. Και μόνο αυτό της έφτανε. Θα έδινε και τη ζωή της προκειμένου αυτή η στιγμή να κρατούσε για πάντα. Η φωνή του ήταν βαθιά και βραχνή, παρά τη νεαρή του ηλικία. Μπορεί να ήταν μόνο είκοσι χρονών, μα όταν μιλούσε ακουγόταν σαν τριαντάρης γεγονός που τον έκανε ακόμα πιο γοητευτικό. Η Άννα έμεινε έτσι για λίγο και μερικά δευτερόλεπτα μετά ξανάνοιξε τα μάτια της γέρνοντας το κεφάλι της στο πλάι για να τον κοιτάξει. Είχε κλείσει κι εκείνος τα μάτια του τώρα και το φως του φεγγαριού είχε έρθει κι είχε καθίσει ακριβώς πάνω στο πρόσωπό του κάνοντας τον να μοιάζει ακόμα πιο όμορφος.
Πόσο πιο όμορφος μπορείς να γίνεις; αναρωτήθηκε από μέσα της η Άννα που είχε μείνει άφωνη να τον χαζεύει. Τη σκέψη της διέκοψε και πάλι η μαγική φωνή του Φώτη που άνοιξε ξαφνικά τα μάτια του και χαμογέλασε προς το μέρος της. Μιμήθηκε τον τρόπο που καθόταν εκείνη και ήρθε και στήριξε κι αυτός το σαγόνι του στην παλάμη του στηριζόμενος στον αγκώνα του για να την κοιτάξει. Τώρα στέκονταν τόσο κοντά ο ένας στον άλλο που η ανάσα του Φώτη χάιδεψε απαλά το πρόσωπό της κάνοντας την να ανατριχιάσει.
«Δε θα μου πεις τι λένε τελικά για τα αστέρια;» τη ρώτησε για ακόμη μια φορά κι άπλωσε το άλλο του χέρι για να κάνει στην άκρη μια τούφα από τα μαλλιά της που της έκρυβε το πρόσωπο. Αυτό το κορίτσι είχε το πιο όμορφο πρόσωπο που είχε δει ποτέ του. Αν δεν ήταν η καλύτερή του φίλη, θα ήταν σίγουρα η αγαπημένη του. Θα έκανε τα πάντα για να την κάνει δικιά του κι όταν επιτέλους θα γινόταν, η αγάπη τους θα ήταν η τελειότερη του κόσμου. Θεέ μου, είναι τόσο όμορφη. Γιατί με βασανίζεις; Είναι η φίλη μου. Φίλη μου… σκέφτηκε ο Φώτης από μέσα του γεμάτος ενοχές.
Το άγγιγμά του της έκοψε την ανάσα και την έκανε να χάσει την ισορροπία της. Το χέρι της γλίστρησε από το σαγόνι της κι ευθύς αμέσως βρέθηκε και πάλι ξαπλωμένη ανάσκελα να κοιτάζει το τρομαγμένο πρόσωπο του Φώτη ακριβώς από πάνω της.
«Άννα χτύπησες; Είσαι καλά;»
«Καλά είμαι! Ελπίζω μόνο να μην κάνω κανένα καρούμπαλο.» του απάντησε τρίβοντας το κεφάλι της κι έπειτα έσκασε στα γέλια.
«Με τρόμαξες…» της είπε και χάιδεψε το μάγουλό της τρυφερά.
Για λίγα δευτερόλεπτα έμειναν εκεί χωρίς να κινούνται καθόλου, χωρίς να βγάλουν μιλιά. Μονάχα κοίταζαν ο ένας τον άλλο κι άκουγαν τον ήρεμο παφλασμό των κυμάτων που έγλυφαν τα πλαϊνά του μικρού σκάφους. Η Άννα δεν άντεχε άλλο, έπρεπε να μιλήσει.
«Μην το κάνεις αυτό…» τον διέταξε ψιθυριστά την ώρα που η παλάμη του βρισκόταν ακόμη κολλημένη πάνω στο πρόσωπό της.
«Ποιό;» ρώτησε ξαφνιασμένος ο Φώτης που δεν κατάλαβε για τι πράγμα του μιλούσε.
«Τα χέρια σου… Δεν αντέχω να με αγγίζουν… Σταμάτα να με αγγίζεις! Πονάω…» Η Άννα του μιλούσε και η φωνή της για άλλη μια φορά έτρεμε. Έτρεμε από φόβο αυτή τη φορά κι όχι από την ψύχρα. Φοβόταν την αντίδρασή του. Άραγε θα καταλάβαινε; αναρωτήθηκε την ώρα που στα μάτια της άρχισαν να τρέχουν δάκρυα.
«Άννα είσαι καλά; Τι είναι αυτά που λες;» ρώτησε ο νεαρός μη μπορώντας να συνειδητοποιήσει τη συμπεριφορά της φίλης του. Τι ήταν αυτά που του έλεγε; Ποτέ δεν την είχε δει έτσι. Την ήξερε από μικρό κοριτσάκι. Από τα δέκα τους χρόνια μεγάλωναν μαζί. Γιατί δε μπορούσε να καταλάβει τι ήθελε να του πει τώρα; Δε μπορεί… Δε μπορεί να συμβαίνει αυτό που νομίζω… συλλογίστηκε σιωπηλά κι έμεινε απλώς να περιμένει από εκείνη μιαν εξήγηση.
Η Άννα ανασηκώθηκε κι άπλωσε εκείνη τώρα τα δικά της χέρια για να αγγίξει το πρόσωπο του. Στην αρχή δειλά, μα έπειτα γεμάτη θάρρος άρχισε να τον πλησιάζει όλο και περισσότερο. Έσκυψε κι ακούμπησε τα τρεμάμενα χείλη της πάνω στα δικά του φιλώντας τον απαλά. Τα χείλη του ήταν υγρά και δροσερά από το κρύο που είχε πέσει τριγύρω τους. Τα δικά της όμως έκαιγαν. Έμοιαζαν να έχουν πάρει φωτιά εξαιτίας της αγωνίας που είχε καταβάλλει την ψυχή της. Μα όταν το καυτό συνάντησε το κρύο, ενώθηκαν κι έτσι απλά έγιναν ένα. Έμεινε εκεί ίσα που να φυλακίσει μέσα της την πρώτη του ανάσα κι ύστερα απομακρύνθηκε.
Άννα τι κάνεις; αναρωτήθηκε από μέσα της και έκανε να σηκωθεί γρήγορα από τη θέση της για να φύγει.  Το χέρι του Φώτη όμως τη σταμάτησε και την έκανε να μείνει ακίνητη στο σημείο όπου βρισκόταν και πριν.
«Αφού  δε μου λες εσύ, θα σου πω εγώ τι λένε για τα αστέρια» της είπε ο Φώτης και τα μάτια του είχαν στυλωθεί πάνω στα δικά της γεμάτα άρνηση να κοιτάξουν οτιδήποτε άλλο βρισκόταν τριγύρω τους. «Λένε πως τα άστρα, είναι οι ψυχές των ανθρώπων που έχουν αφήσει ετούτο τον κόσμο για να πάνε στον ουρανό. Κι όταν φτάσουν εκεί, ντύνονται με άσπρο φως  για να φέγγουν από ψηλά τις ζωές των αγαπημένων τους ανθρώπων που άφησαν πίσω τους.»
«Είπες πως δεν ήξερες…» του είπε η Άννα και χαμήλωσε το βλέμμα της αφού δεν άντεχε άλλο να την κοιτάζει τόσο έντονα.
«Είναι πολλά αυτά που δε ξέρουμε, μα έρχεται μια στιγμή που έτσι ξαφνικά αποκαλύπτεται μπροστά μας όλη η αλήθεια. Κι ύστερα νομίζουμε πως γνωρίζουμε τα πάντα…» της είπε και σήκωσε με τα δάχτυλά του το πρόσωπό της για να την κοιτάξει και πάλι.
Η Άννα κατάλαβε τι ήθελε να της πει, μα δεν ήταν σίγουρη αν κι αυτός ένιωθε όπως κι εκείνη. Δεν άργησε να πάρει απάντηση στο ερώτημα της. Ο Φώτης την αγκάλιασε τρυφερά από τη μέση της κι έγειρε το πρόσωπό του στο λαιμό της για να γευτεί το άρωμα που ανέδιδε. Έπειτα πλησίασε στο αυτί της και της ψιθύρισε.
«Κι εγώ σε αγαπώ Άννα. Σε αγαπώ με όλη τη δύναμη της ψυχής μου. Πάντα σε αγαπούσα.» Έπειτα σώπασε κι απλώς έφερε τα χείλη του να χαϊδέψουν για ακόμη μια φορά αυτά της αγαπημένης του. Δεν άντεχε άλλο να μένει χώρια της. Ήθελε να τη γευτεί ελεύθερος πια από όλες τις ενοχές που βασάνιζαν τη ψυχή και το μυαλό του. Η Άννα τον αγκάλιασε σφιχτά κι ένιωσε τη θέρμη του κορμιού του να διαπερνάει το δικό της. Τη ζεστή του ανάσα να ζεματίζει κάθε εκατοστό του σώματός της. Μην αφήνοντας λεπτό τα χείλη της να χωρίσουν από τα δικά του, του ψιθύρισε.
«Δε θέλω να ξημερώσει απόψε…»
Κι έμειναν οι δυο τους αγκαλιασμένοι, να φιλιούνται γεμάτοι πάθος, τυφλωμένοι από έρωτα και δίψα ο ένας για τον άλλο, κάτω από το αχνό φως της νέας σελήνης που κοσμούσε το μαύρο ουρανό παρέα με τα εκατοντάδες αστέρια.

21 Μαρτίου 2011

Blogger's game

Ήρθε κι η δική μου σειρά να παίξω αυτό το παιχνίδι! Ορίστε λοιπόν...

Οι ερωτήσεις είναι :

1. Πώς σε λένε / όνομα του μπλογκ σου;
2. Ποια είναι η διεύθυνση URL του μπλογκ σου;
3. Γράψε "Η γρήγορη καφέ αλεπού πηδάει πάνω από τον τεμπέλη σκύλο".
4. Αγαπημένο απόφθεγμα;
5. Το αγαπημένο σου τραγούδι;
6. Το αγαπημένο σου συγκρότημα / τραγουδιστές;
7. Οτιδήποτε άλλο θα ήθελες να πεις;
8. 8 bloggers για να συμμετάσχουν κι αυτοί στο παιχνίδι.



Πολλά φιλιά σε όλους!!!
Καλό σας απόγευμα!


Το ταξίδι της φωτιάς – Σοφία Βόικου

Την προηγούμενη Δευτέρα που είχα πάει στο βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκης για την παρουσίαση του νέου βιβλίου της Μαρίας Τζιρίτα «Όταν αγαπάς είναι για πάντα», αγόρασα το καινούργιο μυθιστόρημα της Σοφίας Βόικου «Το ταξίδι της φωτιάς», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός.
Το βιβλίο αυτό αποτελεί το δεύτερο μυθιστόρημα της συγγραφέως μετά «Το κόκκινο σημάδι» που κυκλοφόρησε το 2009. Λυπάμαι που το λέω, μα εκείνο δεν είχα την τύχη να το διαβάσω. Και μιλάω για τύχη, αφού διαβάζοντας «Το ταξίδι της φωτιάς» πραγματικά εντυπωσιάστηκα.
Το κράτησα στα χέρια μου και κοίταξα το εξώφυλλό του, διάβασα το μικρό κείμενο που ήταν γραμμένο στο πίσω μέρος του βιβλίου και δεν αμφέβαλλα στιγμή πως θα επρόκειτο για μία πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία. Κι όταν το βράδυ γύρισα σπίτι, ξεκίνησα αμέσως να το διαβάζω. Ήθελα τόσο να βρεθώ εκεί! Στα δάση της μεσαιωνικής Γαλλίας…


Γαλλία 1506
 Ο Μιχαήλ ακολούθησε γοργά τα βήματά της…
«Ποιος άγιος άραγε να γιόρταζε κι είχαν τέτοιο πανηγύρι σ’ εκείνον τον τόπο;» αναρωτήθηκε. «Οι φλόγες ήταν ψηλές και θα πρέπει να έψησαν δεκάδες ελάφια κι άλλα τόσα ζαρκάδια κι αντιλόπες…» 
«Έκαψαν τη μητέρα μου», ψιθύρισε η Νηρηίς και συνέχισε να περπατά χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πίσω.


Σήμερα
Η Νεφέλη, διακεκριμένη βοτανολόγος, δέχεται μιαν απρόσμενη επαγγελματική πρόταση τη στιγμή που η προσωπική της ζωή έχει γίνει στάχτη. Θα συνεργαστεί με τον Νικολά Σαντέρ, ιστορικό και αρχαιολόγο, ο οποίος έχει αναλάβει να φέρει στο φως ένα μεσαιωνικό χωριό στη Νορμανδία. Ένα παλιό χειρόγραφο με συνταγές λαϊκής ιατρικής από βότανα και ρίζες κι ένα φιαλίδιο μ’ ένα περίεργο περιεχόμενο θα φέρουν τους δύο επιστήμονες αντιμέτωπους μ’ ένα τρομερό μυστικό που χάνεται πίσω στο χρόνο, στη βόρεια Γαλλία του 1506. Δύο ιστορίες εκτυλίσσονται παράλληλα στο σήμερα και το χθες. Μια φρενήρης καταδίωξη σπάει τα σύνορα του χρόνου και διαρκεί εδώ και πέντε αιώνες. Ο Νικολά και η Νεφέλη θα αναμετρηθούν με έναν φανατικό θρησκόληπτο διεκδικητή των ευρημάτων της ανασκαφής και θα παλέψουν με τους προσωπικούς τους δαίμονες.

Δε ξέρω τι είναι αυτό που με πρωτοεντυπωσίασε σε αυτό το βιβλίο.
Ο τρόπος γραφής της συγγραφέως δε με κούρασε λεπτό. Γυρνούσα γρήγορα τις σελίδες γεμάτη δίψα να μάθω τη συνέχεια. Ο λόγος της απλός και κατανοητός σε έκανε να γίνεσαι ένα με την ιστορία, να ταυτίζεσαι με τους ήρωες και να αισθάνεσαι ό,τι και εκείνοι. Η κα Βόικου είχε τον τρόπο να μη σε αφήνει λεπτό σε ησυχία, αλλά να αγωνιάς για το ποιό θα είναι το τέλος.
Φυσικά σε αυτό παίζει ρόλο και η ιστορία αυτή κάθε αυτή. Τοποθετημένη –κατά ένα μεγάλο μέρος- στη Γαλλία του Μεσαίωνα –αγαπημένη μου περίοδος- είναι γεμάτη περιπέτεια, γεμάτη πάθη και θρύλους. Πάντα με γοήτευαν οι ιστορίες εκείνης της εποχής, αλλά δε ξέρω το γιατί. Ίσως εκείνο το προσωνύμιο «Εποχή του σκότους» να είναι και αυτό που την κάνει τόσο ελκυστική και γεμάτη μυστήριο. Μάγισσες, ιππότες, βασιλιάδες, αλχημιστές, τροβαδούροι και πανηγύρια  θα αποτελούν για πάντα τη βάση ενός πανέμορφου παραμυθιού. Μα ναι! Αυτό ακριβώς! Η ιστορία αυτή έμοιαζε τόσο με παραμύθι. Ένα παραμύθι για μεγάλους.
Κύριο μέρος της ιστορίας εκτυλίσσεται εκτός από τα δάση της βόρειας Γαλλίας, στην Ονφλέρ, μια παραθαλάσσια πόλη της Νορμανδίας που είχα τη χαρά να επισκεφτώ πριν δυο χρόνια. Δε μπορείτε να φανταστείτε τη χαρά μου όταν διάβαζα τις περιγραφές που αφορούσαν σε αυτήν. Ήταν λες και έβλεπα ξανά μπρος στα μάτια μου αυτό το μαγικό τοπίο. Τα ψηλόλιγνα σπίτια, το μικρό λιμανάκι και τα βαρκάκια που ήταν αραγμένα εκεί, τα μπιστρό που βρίσκονταν παραταγμένα το ένα δίπλα στο άλλο πάνω στην αποβάθρα, την ξύλινη εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης. Ήταν λες και ανέπνεα για ακόμη μια φορά την αρμύρα του παλιού λιμανιού, εκεί που ο Μιχαήλ θα αφήσει για πάντα την Νηρηίδα
Είναι μάλλον οι σπουδές μου, τελείωσα τη Γαλλική Φιλολογία όπως και η συγγραφέας, που με κάνουν να αγαπώ τόσο εκείνον τον τόπο και οτιδήποτε γαλλικό!









Όπως είδατε όμως, εκείνη η μεσαιωνική ιστορία συνδέεται άρρηκτα με το παρόν. Στη θέση της Νηρηίδας είναι τώρα η Νεφέλη, ενώ στη θέση του Μιχαήλ ο Νικολά. Οι δυο τους θα ενωθούν, θα γίνουν ένα, μα ίσως για άλλη μια φορά να πρέπει να μην μείνουν αυτές οι δυο ψυχές μαζί… Ίσως είναι γραπτό πάντα να ενώνονται και μετά να  χωρίζουν…

«Το ταξίδι της φωτιάς» είναι ένα μυθιστόρημα το οποίο βασισμένο σε όλους εκείνους τους μεσαιωνικούς θρύλους και δοξασίες, αποτελεί ένα ταξίδι αναζήτησης με προορισμό την αυτογνωσία, την κατάκτηση της γνώσης και της δύναμης που έχουμε μέσα μας. Είναι ο αγώνας που κάνει κάποιος για να πολεμήσει τους προσωπικούς του δαίμονες, τους φόβους του, τη «φωτιά της κόλασης», όπως λέει και η συγγραφέας. Ένας αγώνας μέσα από τον οποίο νικητής θα πρέπει να βγει ο εαυτός μας!


Άραγε η Νεφέλη και ο Νικολά θα βγουν νικητές;
Θα το μάθετε διαβάζοντας αυτή την υπέροχη ιστορία! Κι εύχομαι μέσα από αυτή να κάνετε κι εσείς το δικό σας ταξίδι, «το ταξίδι της φωτιάς» βγαίνοντας εσείς οι νικητές!!!

Απόσπασμα του βιβλίου θα διαβάσετε εδώ

Το βίντεο του βιβλίου

14 Μαρτίου 2011

Να είστε όλοι εκεί!


Η Μαρία Τζιρίτα παρουσιάζει απόψε στο βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκης το νέο της μυθιστόρημα "Όταν αγαπάς είναι για πάντα".
Καλή επιτυχία Μαράκι!
Όλα θα είναι τέλεια!

5 Μαρτίου 2011

Όταν αγαπάς είναι για πάντα – Μαρία Τζιρίτα


Μπορεί να έχω εξαφανιστεί. Μπορεί να λέω πως δεν έχω χρόνο να ασχοληθώ με τίποτα άλλο, παρά μόνο με τη συγγραφή του δικού μου μυθιστορήματος.
Πιστέψτε με όμως, δεν υπήρχε περίπτωση να μην αφιερώσω έστω και λίγο χρόνο προκειμένου να διαβάσω το νέο βιβλίο της αγαπητής μου Μαρίας. Όταν έχεις διαβάσει όλα τα βιβλία ενός συγγραφέα και μέσα από αυτά τον έχεις «γνωρίσει», τον έχεις αγαπήσει, σε έχει κάνει να νιώσεις και να ταξιδέψεις χάρη στις δικές του λέξεις, είναι αδύνατον να σταματήσεις να θέλεις να κάνεις ακόμη ένα ταξίδι…
Και γι’άλλη μια φορά, το ταξίδι που μου χάρισε η Μαρία ήταν μαγικό. Την ευχαριστώ λοιπόν!
«Όταν αγαπάς είναι για πάντα». Αυτός είναι ο τίτλος του νέου βιβλίου της Μαρίας . Κι όχι μόνο ο τίτλος, αλλά και μία από τις μεγαλύτερες αλήθειες που ισχύουν στη ζωή των ανθρώπων. Σίγουρα έχετε αγαπήσει. Σίγουρα έχετε αγαπήσει «πραγματικά». Ε λοιπόν τότε θα έχετε ήδη αντιληφθεί ότι αυτή  η αγάπη, η πραγματική, δεν σβήνει ποτέ από την καρδιά αυτού που τη νιώθει. Κι όταν λέω αγάπη, εννοώ αυτό το τόσο δυνατό συναίσθημα που μπορεί να νιώσει ο καθένας για διάφορους ανθρώπους στη ζωή του, για έναν άντρα, για μια γυναίκα, ένα φίλο ή μια φίλη, τον αδερφό ή τον γονιό.
Γι’αυτή την αγάπη μας μιλάει η Μαρία. Αυτή είναι η πρωταγωνίστρια του νέου της βιβλίου. Άλλοτε είναι ερωτική, άλλοτε φιλική, άλλοτε αδερφική ή μητρική. Μα πάντα αγάπη είναι…
Δυο κορίτσια, η Αφροδίτη και η Νίκη, από τα δέκα τους χρόνια μεγαλώνουν μαζί, αγαπιούνται και γίνονται αχώριστες φίλες. Τα χρόνια περνούν και είναι συνέχεια μαζί, ονειρεύονται, ερωτεύονται, σπουδάζουν, παντρεύονται, γίνονται μητέρες κι είναι πάντα η μία δίπλα στην άλλη! Αχώριστες! Ώσπου φτάνει μια μέρα που δικά τους μυστικά έρχονται ξαφνικά να αποκαλυφθούν και να διαλύσουν τη φιλία κ την αγάπη που έτρεφε η μία για την άλλη. Οι ζωές τους ανατρέπονται και όλα αλλάζουν. Οι άνθρωποι που βρίσκονται γύρω τους είναι εκεί για να συμβάλλουν κι αυτοί με το δικό τους τρόπο στην εξέλιξη αυτής της πορείας. Μια σειρά από λάθη αλλάζει ολοκληρωτικά τη ζωή τους.
Κι όμως, παρά του ότι είναι χώρια, συνεχίζουν να σκέφτονται η μία την άλλη. Η αφορμή για την επανασύνδεσή τους θα είναι και πάλι η αγάπη. Η μητρική αγάπη. Κι όταν θα βρεθούν ξανά από κοντά, θα είναι σαν να μην πέρασαν ούτε ένα λεπτό χώρια.
Το μυθιστόρημα της Μαρίας είναι γεμάτο ανατροπές. Εκεί που νομίζεις ότι κάτι έχει τελειώσει κι όλα είναι εντάξει, εκεί ξαφνικά γίνεται κάτι άλλο και όλα αναποδογυρίζουν. Αυτό κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη που συνεχώς διψά να μάθει ποια θα είναι η συνέχεια. Φυσικά δε θα σας αποκαλύψω καμία λεπτομέρεια, αφού έτσι θα χαθεί η μαγεία της αποκάλυψης. Διαβάστε το! Ούτε που θα καταλάβατε πως πέρασε η ώρα!
Εγώ πάντως, διαβάζοντάς το, όπως και με όλα τα βιβλία της Μαρίας, γέμισα με σκέψεις για τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Αυτό πετυχαίνει πάντα η συγγραφέας. Όλα της τα βιβλία είναι τόσο πραγματικά, τόσο αληθινά που νομίζεις πως είσαι μέρος της εκάστοτε ιστορίας. Βλέπεις τι θα μπορούσες να κάνεις εσύ, αν σου συνέβαινε κάτι παρόμοιο με όσα συνέβησαν στους πρωταγωνιστές. Νομίζω πως σε αυτό συμβάλλει πολύ το γεγονός ότι η συγγραφέας έχει σπουδάσει ψυχολογία. Όλα όσα συμβαίνουν μέσα στο βιβλίο επηρεάζουν άμεσα την ψυχολογία των ηρώων και η Μαρία μπορεί τόσο εύκολα να αποκρυπτογραφεί την εσωτερική τους διάθεση που μοιάζει τρομερό!
Εμένα αυτό το βιβλίο με συγκίνησε ακόμη περισσότερα και για έναν ακόμα λόγο. Ο λόγος αυτός είναι η μία εκ των δύο κεντρικών ηρωίδων, η Αφροδίτη! Δε ξέρω, μα καθώς διάβαζα αυτά που αφορούσαν σε αυτή τη γυναίκα, νόμιζα πως διάβαζα πράγματα για μένα. Ο τρόπος που σκεφτόταν, που συμπεριφερόταν ήταν ίδιος με τον δικό μου! Ήταν τρομερή η ομοιότητα! Την Αφροδίτη την ένιωσα απόλυτα και την αγάπησα πολύ!
Ελπίζω να μη σας κούρασα φίλοι μου! Σας εύχομαι καλή ανάγνωση και καλά Κούλουμα! Να περάσετε όλοι σας όμορφα!
Κι εσύ Μαράκι συνέχισε να γράφεις και να μιλάς στην καρδιά μας! Περιμένουμε μια παρουσίαση σου να τα πούμε!
Φιλιά!

Απόσπασμα του βιβλίου θα βρείτε εδώ

Το βίντεο του βιβλίου