Καθώς ξεφυλλίζω τα παλιά μου ημερολόγια, αισθάνομαι καυτά δάκρυα να βρέχουν τα μάγουλά μου. Όχι, δεν είναι που ξανάρχονται στο νου μου στιγμές που έζησα στο παρελθόν. Είναι που συνειδητοποιώ πως πάντοτε μου άρεσε να γράφω.
Αν με ρωτούσες πότε ξεκίνησα να γράφω, θα σου έλεγα: «Πριν δυο τρία χρόνια». Κι όμως, κάνω λάθος. Μπροστά μου έχω προσωπικά μου κείμενα που χρονολογούνται από το 1998, 1999. Τότε ήμουν γύρω στα δώδεκα.
Κι έπρεπε να ανατρέξω πολλά χρόνια πίσω για να βρω τελικά την αλήθεια. Πως πράγματι, πάντοτε μου άρεσε να γράφω.
Φυσικά τότε δεν το έκανα με τον τρόπο που το κάνω τώρα. Και δε μιλάω από τεχνικής πλευράς βέβαια. Μιλάω περισσότερο για τους λόγους που τότε με έκαναν να κάθομαι να γεμίζω με λέξεις τις άδειες σελίδες.
Με θυμάμαι να κρατάω στα χέρια μου ένα τετράδιο και ένα μολύβι και να αποτυπώνω το καθετί που μου ερχόταν στο μυαλό, το καθετί που μου προξενούσε εντύπωση, το καθετί που ζούσα και με έκανε να αισθάνομαι «κάπως».
Κάποτε ήταν ένα ποίημα, άλλοτε μια φράση που άκουσα, μια εικόνα που είδα. Αργότερα, όταν «μεγάλωσα» λίγο, τα γραπτά μου έγιναν περισσότερο «εξομολογητικά». Εκεί, γύρω στην εφηβεία, βγήκε όλο το συναίσθημα που έκρυβα μέσα μου. Διαβάζω τα τότε κείμενα μου και στενοχωριέμαι. Πολύ θλίψη βρε αδερφέ!
Στη συνέχεια, άρχισα να διαβάζω μανιωδώς. Μυθιστόρημα κυρίως. Αρχικά ξένη λογοτεχνία κι έπειτα, μέχρι και σήμερα, περισσότερο ελληνική. Διάβαζα πολλές ώρες, μα το ευχαριστιόμουν. Με ξεκούραζε η ανάγνωση. Με ταξίδευε…
Με κάθε νέο βιβλίο, ταξίδευα στο χώρο και στο χρόνο. Γινόμουν ένα με τους ήρωες και διψούσα να μάθω το τέλος της ιστορίας τους. Τόσο που διάβαζα, που κάποια στιγμή βγήκε από μέσα μου η ανάγκη να κάτσω να γράψω κάτι κι εγώ. Εσωτερική ανάγκη. Τώρα δεν ήθελα να αποτυπώσω πράγματα που είδα, που άκουσα, που μου έκαναν εντύπωση…
Ήθελα να «δημιουργήσω». Να συνθέσω μια ιστορία. Να φτιάξω κάτι δικό μου, μα που ταυτόχρονα, δεν είχε καμία απολύτως σχέση με εμένα.
Ήθελα να φτιάξω δικούς μου χαρακτήρες, ανθρώπους που δεν υπάρχουν πραγματικά, μα που θα «ζούσαν» μέσα από το δικό μου κείμενο. Θα ζούσαν και θα μας έκαναν γνωστή τη δική τους προσωπική ιστορία, μέσα από τη δική μου αφήγηση.
Κι είναι τέτοια η παντοδυναμία που νιώθεις όταν γράφεις.
Να ξέρεις πως εσύ είσαι αυτός που κινεί τα νήματα της ζωής αυτών των ανθρώπων.
Βέβαια τώρα, θα σου πω πως δε συμβαίνει πάντοτε έτσι. Θα σου πω πως κάποια στιγμή ο ήρωας ζωντανεύει τόσο, που πλέον σε κατευθύνει εκείνος. Εκείνος είναι που σου υπαγορεύει τη συνεχεία της ιστορίας του κι εσύ απλώς την καταγράφεις.
Δεν μπορώ να απαριθμήσω τους λόγους για τους οποίους μου αρέσει να γράφω.
Αδυνατώ… (Γι’αυτό πλατειάζω και γράφω ό,τι να ναι…)
Γράφω, γιατί αν δεν το κάνω θα σκάσω.
Γράφω, γιατί όταν δεν το κάνω πονάει η καρδία μου.
Γράφω, γιατί όταν δεν το κάνω έχω τύψεις.
Γράφω, γιατί μόνο έτσι μπορώ να αποτραβηχτώ από την «ψευτιά» που μας περικλείνει.
Γράφω, γιατί μόνο μέσα στις ιστορίες μπορείς να βρεις το ιδανικό, το όμορφο και το αθώο και να το νιώσεις αληθινό!
Γράφω, γιατί μου αρέσει να αποτυπώνω σκέψεις κ συναισθήματα.
Γράφω, γιατί μου αρέσει να προσπαθώ να βρω τις κατάλληλες λέξεις να εκφράσω κάτι, ακόμα κι αν αυτό μου πάρει δέκα ώρες.
Γράφω, γιατί δεν έμαθα ποτέ μου να μιλώ. Εκεί ξεσπάω. Εκεί απελευθερώνομαι.
Γράφω, γιατί θέλω να «κρατήσω» για πάντα φυλαγμένο αυτό που μου ήρθε στο μυαλό κάποτε, κάπου και για κάτι.
Γράφω, γιατί ηρεμώ.
Γράφω, γιατί δεν με πειράζει να με αφήσεις μόνη μου ώρες ολόκληρες. Απαραίτητη προϋπόθεση να με αφήσεις με ένα στυλό και ένα χαρτί.
Γράφω, για να παίρνω ανάσα!
Γράφω, για να μη σταματήσω ποτέ να ονειρεύομαι!
Γράφω, για να μη σταματήσω ποτέ να ελπίζω πως ο κόσμος μπορεί κάποτε να γίνει ιδανικός, όπως στα παραμύθια!
ΖΩ, ΓΙΑ ΝΑ ΓΡΑΦΩ!