29 Οκτωβρίου 2010

Ζωντανός εφιάλτης (εισαγωγή)




Εισαγωγή


Το άγριο σκοτάδι είχει καλύψει εδώ και ώρα κάθε πλευρά του έρημου δάσους. Ο παγωμένος αέρας διέσχιζε τα γυμνά και γέρικα δέντρα, αφήνοντας στο πέρασμά του ένα τρομακτικό ουρλιαχτό που έμοιαζε με κραυγή πόνου κι αγωνίας, κάποιου θανάσιμα λαβωμένου ζώου. Ο ουρανός ήταν μαύρος κι αυτός. Εκείνο το βράδυ δεν είχε φεγγάρι. Όλα έμοιαζαν να θέλουν να κρυφτούν κάτω από το βαθύχρωμο πέπλο που είχε ρίξει η κρύα νύχτα  σε εκείνη τη μικρή γωνιά της γης.
Έπρεπε κι εκείνη να κρυφτεί. Έπρεπε να τρέξει. Να βάλει όλη της τη δύναμη και να φτάσει όσο το δυνατόν πιο μακριά από εκείνο το μέρος. Δεν κατάλαβε πως έφτασε να περπατά μέσα στο δάσος. Καθώς ο αέρας ανέμιζε τα μακριά της μαλλιά και το λευκό νυχτικό που φορούσε, την έκανε να μοιάζει με κάποιο παράξενο αερικό, που πλανιόταν ανάμεσα στα δέντρα για να βρει καταφύγιο. Τα βήματά της γίνονταν όλο και πιο γρήγορα, το ίδιο και οι χτύποι της καρδιάς της. Ολοένα και δυνάμωναν, όχι από φόβο, μα γιατί σιγά σιγά άρχιζε να συνειδητοποιεί αυτό που είχε κάνει λίγο νωρίτερα. Οι εικόνες περνούσαν γρήγορα από το μυαλό της κάνοντάς την να χάνει τα λογικά της. Δεν μπορεί να είχε κάνει αυτή τέτοιο πράγμα. Όχι, δεν ήταν δυνατόν. Ένιωσε να ζαλίζεται, να χάνει τα βήματά της. Ξαφνικά έπεσε στο χώμα και έμεινε εκεί να κλαίει με λυγμούς. Δεν την πείραζε το κρύο. Ένιωθε το αίμα της να βράζει στα σωθικά της. Ήθελε μόνο να σηκωθεί ξανά όρθια και να συνεχίσει να τρέχει, μα της φαινόταν ακατόρθωτο.
Σήκωσε και τα δυο της χέρια να σκουπίσει τα δάκρυά της. Καθώς οι παλάμες της άγγιξαν το πρόσωπό της μια περίεργη αίσθηση υγρού ένιωσε να την αναστατώνει. Το ένιωσε να καίει τα χέρια της ως τους αγκώνες και τα μάγουλά της. Τα κατέβασε ξανά και τα έφερε μπροστά στα μάτια της να τα κοιτάξει. Το θέαμα της έκοψε την ανάσα.
«Αίμα… Δικό του αίμα…»
Οι λέξεις βγήκαν με μεγάλη δυσκολία από τα χείλη της και ακούγοντας τες αισθάνθηκε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της. Δεν μπορούσε να κάνει την παραμικρή κίνηση. Ένιωθε να έχει παραλύσει όλο της το σώμα και είχε μείνει απλώς να κοιτάζει σα χαμένη τα χέρια της που ήταν πλημμυρισμένα από το κόκκινο υγρό. Το βλέμμα της έπεσε στο νυχτικό της. Οι μεγάλες κόκκινες κηλίδες που ήταν διάσπαρτες από δω κι από εκεί μαρτυρούσαν πως όλα όσα είχε ζήσει λίγες στιγμές πριν ήταν αλήθεια.
«Τον σκότωσα…» προλαβε να ψελλίσει λίγα δευτερόλεπτα προτού χάσει τελείως τις αισθήσεις της και σωριαστεί λιπόθυμη στο παγωμένο χωμάτινο έδαφος του σκοτεινού δάσους.


Συνεχίζεται…  

25 Οκτωβρίου 2010

Κοιτάζοντας από ψηλά





Αφήνω τα δάκρυα μου να τρέξουν ελεύθερα στα παγωμένα μου μάγουλα, δίχως να τα σκουπίσω. Τα αφήνω να γίνουν ένα με τις διάφανες σταγόνες βροχής που πέφτουν ακανόνιστα κάθε τόσο, μουσκεύοντας ελαφρά το  χωμάτινο έδαφος που απλώνεται γύρω μου. Καθώς κλείνω τα μάτια μου, νιώθω τα δάκρυα να ζεματίζουν το πρόσωπο μου. Θέλω να μη σκέφτομαι τίποτα, μα μου είναι τόσο δύσκολο. Προσπαθώ με όση δύναμη μου έχει απομείνει να συγκεντρωθώ στον ήχο που κάνει το θρόισμα των φύλλων καθώς ο αέρας περνάει ανάμεσα τους. Μοιάζει σχεδόν με βουητό, αλλά όχι από εκείνα που γίνονται ενοχλητικά στο άκουσμά τους. Είναι από εκείνους τους ήχους που καθώς επαναλαμβάνονται σε κάνουν να θέλεις να αποκοιμηθείς, όμοια με νανούρισμα. Μακάρι να μπορούσα να αποκοιμηθώ. Να έπεφτα σε έναν ύπνο βαθύ κι όταν θα ξυπνούσα να ήταν όλα όπως και πριν. Να μην είχε αλλάξει τίποτα.
Κι όμως, έχουν αλλάξει τόσα πολλά…
Ανοίγω ξανά τα μάτια μου και κάνω μια προσπάθεια να θυμηθώ πότε ήταν η πρώτη φορά που βρέθηκα ψηλά σε τούτο τον λόφο να αντικρίζω την ομορφιά που απλώνεται ολόγυρά του. Εκείνη με έφερε για πρώτη φορά εδώ. Εγώ όπως είναι φυσικό δεν μπορώ να το θυμηθώ γιατί ήμουν μωρό ακόμα, μα μου το είχε πει πολλές φορές. Με κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά της και με ανέβαζε εδώ ψηλά, μακριά από όλους, για να είμαστε μοναχά οι δυο μας, μάνα και κόρη. Η δική μου παλιότερη ανάμνηση είναι αυτή ενός ηλιόλουστου καλοκαιρινού απογεύματος να τρέχω γύρω από το γέρικο δέντρο που βρίσκεται στην κορυφή του μαζί με τη Λίντια και τον Έντουαρντ, τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια μου. Στα αυτιά μου ηχεί ακόμα ο ήχος από τα ανέμελα γέλια μας, σαν παλιό αγαπημένο τραγούδι που θα έκανα τα πάντα γα να μείνει ανεξίτηλο στη μνήμη μου.
Δεν μπορώ να θυμηθώ ούτε μια μέρα από τη ζωή μου που να μην ανέβηκα εδώ πάνω. Που να μην ξάπλωσα στον κορμό του μοναδικού δέντρου που βρίσκεται εδώ και να μην ονειρεύτηκα. Μοιάζει η ζωή μου να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τούτο το μέρος.  Μάλλον εκείνη μου μετέδωσε αυτή την αγάπη, αφού και εκείνη  λάτρευε αυτή τη μικρή γωνιά της γης. Κι ήταν τόση η αγάπη της, που θέλησε εδώ ψηλά να είναι και η τελευταία της κατοικία. Ήταν δική της επιθυμία, για να βρίσκεται αιώνια εδώ ψηλά, κάτω από την σκιά του δέντρου της. Για να βρίσκεται πάντα δίπλα μας και να είναι σίγουρη πως δε θα υπάρξει ούτε μια μέρα που να μην την επισκεφτούμε. Για να βρίσκεται πιο κοντά στο Θεό…
Τα δάκρυα συνεχίζουν να μουσκεύουν τα μάγουλά μου. Η βροχή γίνεται τώρα όλο και πιο έντονη. Θα πρέπει να γυρίσω σπίτι. Οι άλλοι θα με ψάχνουν. Δε θέλω να φύγω. Θέλω να μείνω εδώ, δίπλα στη μητέρα μου. Σηκώνω με φόβο το βλέμμα μου να κοιτάξω την λευκή πλάκα που στέκεται όρθια απέναντί μου. Διαβάζω ξανά και ξανά το κείμενο που αναγράφεται πάνω της, μα δεν μπορώ να το πιστέψω.

Elizabeth Dickinson
1803 - 1846
Πολυαγαπημένη μας μητέρα και σύζυγος

21 Οκτωβρίου 2010

Το μονοπάτι





Μάθε καθώς το μονοπάτι της ζωής περιδιαβαίνεις
Να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά και όλα να τα δεις

Σαν τη χαρά θα συναντήσεις
Να τη ζήσεις
Και σαν τη λύπη αντικρίσεις
Να σταθείς

Να μη βιαστείς να αλλάξεις δρόμο
Μη λυγίσεις
Και να μη βιάζεσαι να παίρνεις τις στροφές

Αργά τα βήματα σου να πηγαίνεις
Σαν θείο δώρο να λαμβάνεις τις Στιγμές…

Κι όταν το μονοπάτι της ζωής φτάσει στο τέλος
Και βρεις τη δύναμη πίσω να το κοιτάξεις
Γείρε το βλέμμα σου και μόνο χαμογέλα

Είχες την Τύχη το μονοπάτι να διαβείς…

16 Οκτωβρίου 2010

Είσαι 'συ ο ανθρωπός μου!


Είσαι ‘συ ο άνθρωπος  μου
Το μεράκι το κρυφό
Αν σε χάσω θα πεθάνω
Απ’τον κόσμο θα χαθώ

Από το πρωί δεν είχε σταματήσει λεπτό να τραγουδάει ξανά και ξανά το ίδιο τραγούδι. Ήταν λες και οι στίχοι του να είχαν ποτίσει μέσα της. Λες και είχαν γραφτεί από εκείνη, αφιερωμένοι στον άνθρωπο που σε λίγες ώρες θα γινόταν επίσημα πια ο σύζυγος της. Στον άντρα που αγαπούσε όσο τίποτα στον κόσμο. Σε εκείνο το νεαρό αγόρι που είχε γνωρίσει πριν εφτά ολόκληρα χρόνια κι από τότε είχαν γίνει αχώριστοι. Προσπάθησε να πάει πίσω, πολύ πίσω, σε εκείνο το απόγευμα του Ιουλίου που τον αντίκρισε για πρώτη φορά. Δε θα τη ξεχνούσε ποτέ εκείνη την στιγμή. Ακόμα θυμόταν τι φορούσε, πως την κοίταζε, τι είπαν. Όλα τα θυμόταν και θα έμεναν για πάντα ανεξίτηλα στη μνήμη της. Μικρό κορίτσι κι εκείνη τότε. Ακόμα σχολείο πήγαινε. Μαζί μεγάλωσαν, μαζί πέρασαν τις όμορφες και τις άσχημες στιγμές που έφερε η συνέχεια. Μα ό,τι κι αν συνέβη,  εκείνοι άντεξαν, τα προσπέρασαν όλα και σε λίγες ώρες θα το βροντοφώναζαν μπροστά σε όλο τον κόσμο.
Η μεγάλη μέρα είχε φτάσει. Λίγες ώρες έμεναν ακόμα. Παράξενο, μα δεν είχε άγχος. Μόνο χαρά φώλιαζε στην καρδιά της. Μια απέραντη ευτυχία και πολλή ανυπομονησία να βρεθεί δίπλα στον αγαπημένο της.  Κοίταξε από το παράθυρο τον καταγάλανο ουρανό και χαμογέλασε. Μακάρι να κρατούσει έτσι μέχρι το βράδυ, ευχήθηκε από μέσα της και αναστέναξε. Ακριβώς απέναντί της, κρεμασμένο στην ξύλινη πόρτα της ντουλάπας περίμενε το νυφικό της. Σε λίγο θα έρχονταν φίλοι και συγγενείς να τις ευχηθούν και να την ετοιμάσουν. Θα έρχονταν οι φίλες της να την εμψυχώσουν και να της φορέσουν το νυφικό της. Θα έγραφε το όνομα της καθεμίας στον πάτο του νυφικού της παπουτσιού με την ευχή να σβήσουν όλα και να παντρευτούν σύντομα. κι εκείνες . Αυτή ήταν η πρώτη που παντρευόταν κι ευχόταν να κάνει καλή αρχή. Άγγιξε το νυφικό και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Πόσο όμορφο ήταν, συλλογίστηκε, ενώ ταυτόχρονα το θαύμαζε. Μικρά πετραδάκια στόλιζαν το μπούστο του και καθώς οι αχτίνες του ήλιου έμπαιναν στο δωμάτιο, έπεφταν πάνω του κι έκαναν τους τοίχους να γυαλίζουν. Σαν πριγκίπισσα θα ήταν απόψε. Μια μικρή πριγκίπισσα που θα έβρισκε τον πρίγκιπά της να την περιμένει στα σκαλιά της εκκλησίας γύρω στις οχτώ  το βράδυ για να ενωθούν με τα ιερά δεσμά του γάμου. Ο πατέρας της και  ο αδερφός της θα την παρέδιδαν σε εκείνον με την ευχή το κορίτσι τους  να ήταν πάντα ευτυχισμένο και γελαστό. Μα δεν είχε καμία αμφιβολία γι’αυτό. Σίγουρα θα ήταν ευτυχισμένη αφού θα είχε για πάντα δίπλα της εκείνον.
Είσαι συ ο άνθρωπος μου
Της καρδιάς μου η χαρά
Αν μ’αφήσεις πίστεψε με
Θα με πνίξει η συμφορά

Συνέχισε να σιγοτραγουδά και στάθηκε μπροστά από τον μεγάλο καθρέπτη που βρισκόταν στην κρεβατοκάμαρα. Πάνω στην τουαλέτα της είχε απλώσει το πέπλο της και το κόσμημα που θα φορούσε στο λαιμό της. Λίγο πιο πέρα τα παπούτσια της και τα καλλυντικά της. Κάθισε στο ξύλινο σκαμπό που βρισκόταν ακριβώς μπροστά της και κοίταξε το είδωλό της στο γυαλί.
"Αχ Νατάσσα… Μεγάλωσες…
Παντρεύεσαι…
Το πιστεύεις;
Παντρεύεσαι…"
Είπε δυνατά προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τα λόγια της. Είναι κάποια πράγματα που δεν τα αντιλαμβάνεσαι αμέσως. Πρέπει να έρθει εκείνη ακριβώς η ώρα για να τα καταλάβεις. Έτσι κι εκείνη πίστευε πως μόνο αν φορούσε το νυφικό της θα το καταλάβαινε ότι σε λίγο θα γινόταν νυφούλα. Ότι σε λίγο θα παντρευόταν. Άνοιξε το συρτάρι κι έβγαλε μια κολλά χαρτί με ένα στυλό. Ήθελε να γράψει, μα δεν ήξερε τι. Απλώς το ήθελε…
Πέρασαν μερικά λεπτά κι άρχισε να γεμίζει το χαρτί με μαύρα σημάδια. Θα έγραφε στον αγαπημένο της. Αφού δεν τον είχε μπροστά της να του πει όλα όσα ένιωθε, θα τα έγραφε σε ένα φύλλο χαρτί και θα του το έδινε κάποια άλλη στιγμή για να μάθαινε κι εκείνος, πως ένιωθε λίγες ώρες πριν βρεθούν στην εκκλησία.

"Αγαπημένε μου,
Νιώθω μέσα μου μικρές πεταλουδίτσες να μου γαργαλάνε το στήθος. Είναι από εκείνα τα περίεργα συναισθήματα που είναι αδύνατον να τα περιγράψεις με λόγια. Μόνο αν τα νιώσεις μπορείς να καταλάβεις πως είναι η αίσθηση. Ίσως κι εσύ εκεί που βρίσκεσαι τώρα να νιώθεις ακριβώς το ίδιο, όπως κι εγώ.
Χαρά είναι! Χαρά και  επιθυμία να σε δω να με περιμένεις στα σκαλιά τις εκκλησίας. Θα προσπαθήσω να γίνω όσο πιο όμορφη γίνεται απόψε! Για σένα! Μόνο για εσένα! Θέλω να είσαι περήφανος που θα με έχεις δίπλα σου. Μα περισσότερο περήφανος θέλω να είσαι γιατί θα έχεις δίπλα σου μια γυναίκα που σε αγαπάει πραγματικά, σε νοιάζεται, σε σέβεται, σε προσέχει και θα κάνει τα πάντα για να σε βλέπει ευτυχισμένο μια ολόκληρη ζωή. Εγώ να ξέρεις πως είμαι πολύ περήφανη για σένα! Τόσο που δεν ξέρω αν γίνεται περισσότερο. Εύχομαι από δω κι εμπρός να συναντήσουμε μόνο ευτυχία και χαρά στη ζωή μας! Να είμαστε χαμογελαστοί και γεμάτοι αισιοδοξία!
Να είμαστε «ένα» θέλω! Όχι εγώ, όχι εσύ. ΕΜΕΙΣ! Αυτό θέλω να είμαστε!
Μια γροθιά! Ενωμένοι δεν έχουμε να φοβηθούμε κανέναν και τίποτα! Να είσαι σίγουρος γι’αυτό αγάπη μου!
Σε αγαπώ πολύ! Εδώ δε θα σου πω ότι δεν γίνεται περισσότερο γιατί θέλω να πιστεύω ότι μέρα με τη μέρα η αγάπη μου για σένα θα γίνεται ακόμα μεγαλύτερη! Μπορώ να σου υποσχεθώ μόνο πως θα σε αγαπώ για πάντα! Η αγάπη μου για σένα δε θα σβήσει ποτέ από τη καρδία μου!
Ελπίζω τα αισθήματά να είναι αμοιβαία και να νιώθεις κι εσύ το ίδιο για εμένα!
Ραντεβού στις 8 αγαπημένε μου!
Ραντεβού με την ευτυχία!
Σε αγαπώ! Να το θυμάσαι πάντα!"

 Άφησε το στυλό και δακρυσμένη διάβασε αυτά που είχε γράψει! Στη συνέχεια δίπλωσε το χαρτί και το έβαλε ξανά στο συρτάρι! Κάποια στιγμή θα του το έδινε!
Θα το διάβαζαν μαζί! Αυτή θα του το διάβαζε! Θα άφηνε από τα χείλη της να ακουστούν όλα όσα ένιωθε λίγες ώρες πριν γίνει για πάντα δικιά του.
Κοίταξε το ρολόι στον τοίχο. Έπρεπε να σηκωθεί και να αρχίσει να ετοιμάζεται! Λίγες ώρες έμεναν! Λίγες ώρες μέχρι το ραντεβού!
Το κοινό ραντεβού με την ευτυχία!

3 Οκτωβρίου 2010

Χρόνια μου πολλά!



Σήμερα κλείνω τα εικοσιτέσσερα!
Θα ήθελα λοιπόν να αφήσω τον εαυτό μου να μου ευχηθεί...
Είναι αυτός που ξέρει καλύτερα από όλους κάθε μου αληθινή επιθυμία και κάθε μου σκέψη.


Το παρακάτω κείμενο το βρήκα σε κάποιο βίντεο στο youtube!
Μου άρεσε τόσο πολύ κι έτσι κάθησα να το αντιγράψω!


Μου το αφιερώνω!!!




Σβήνω το χρώμα των ματιών και σε θωρώ
Μέσα απ’τα αχνά ξεθωριασμένα όνειρά σου

Είμαι η αίσθηση που 'χεις πάντα κοντά σου
Κλείσε τα μάτια σου και κοίτα όπως εγώ

Είμαι σφουγγάρι και ρουφώ και προστατεύω
Το άγιο σώμα σου από την άγρια τη βροχή
Και κάθε που έχεις μια κρυμμένη σου ευχή
Χτυπώ το στήθος και τα βλέφαρα μουσκεύω

Είμαι το γυάλινο φουστάνι που φοράς
Μαζί με ‘σένα από σώματα φοριέμαι
Κι είναι φορές που ίσως μόνη καταριέμαι
Που με ραγίζουν όλα αυτά που δε χωράς

Μέρα τη μέρα μ’αγαπάς
Μέρα τη μέρα...

Όταν τα λόγια ξεστομίζεις που μιλώ
Όταν κοιτάζεις με τον τρόπο που κοιτώ
Όταν γεμίζουμε κι οι δυο τον ίδιο αέρα
Όταν αισθάνεσαι την πάχνη στην καρδιά
Να σε παγώνει και μετά να σε φοβίζει
Σου ψιθυρίζω πως το μόνο που αξίζει
Είναι να νιώθεις, να πετάς, να ‘χεις φτερά

Χρόνια πολλά θα πω με το ίδιο σου το στόμα
Είμαι εγώ, είσαι εσύ κι έχεις εμένα.

Μη με σκορπάς σε χρόνια άδεια κι αφημένα
Τις πιο όμορφες μέρες μας δεν τις ζήσαμε ακόμα

Κρύψε με μάνα μου, αγάπη και ζωή μου
Κουκούλωσέ με σ’ένα κόκκινο πανί
Μόνο όταν πάλι αγαπήσεις ας φανεί
Γυμνή μπροστά του και ολόρθη η ύπαρξη μου

Πέρασες χρόνια μαγικά κι ήμουν μαζί σου
Μ’έχεις χαρίσει μόνο εκεί που αγαπάς

Θα ‘ρθούνε κι άλλα, άλλο πια μην τα μετράς
Όσο υπάρχουμε αυτό μόνο θυμήσου

Νιώθεις
Χρειάζεσαι
Έχεις μαζί μου τη ζωή σου
Είσαι εγώ
Είμαι εσύ
Είμαι η ψυχή σου
Και μη φοβάσαι
Είμαι εδώ
Να μ’αγαπάς




Πάνω απ’τα κύματα υπάρχει αιτία
και φθορά
και συνέχεια
και πόνος
και τέλος
και ελευθερία
και ουρανός

Και κάπου σ’έναν μαγικό βυθό
υπάρχει μία ιστορία
για μια μικρή κόκκινη καρδιά
σαν κι αυτές που πιάνουν οι νεράιδες τα μαλλιά τους


Όσο κι αν ξεθωριάσεις
όσο κι αν φθαρείς
να το θυμάσαι πάντα.
Χωρίς αυτήν είσαι ένα τίποτα
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!!!

1 Οκτωβρίου 2010

Τη νύχτα που έγινε κάποιος άλλος... (β 'μέρος)



Συνέχεια από το προηγούμενο : Από αυτό το σημείο, μπορούσε να αναγνωρίσει πως ήταν η μία από τα δύο κορίτσια που είχαν βγει από το κλαμπ και τον κορόιδευαν. Τα λιγοστά της ρούχα κάλυπταν μετά βίας τα απαραίτητα, ενώ ο τρόπος που κουνιόταν καθώς περπατούσε, κάθε άλλο παρά σεμνός ήταν.
«Κι ύστερα λέτε γιατί σας πειράζουν οι άντρες τσουλάκια…» είπε σχεδόν από μέσα του την ώρα που περνούσε από μπροστά του.
Εκείνη έστρεψε το βλέμμα της προς το μέρος του σαν να τον άκουσε, αλλά γρήγορα έσκυψε το κεφάλι και συνέχισε το δρόμο της. Με θολωμένο το νου του, σηκώθηκε από τη θέση του κι άρχισε να την ακολουθεί. Μόνο την οργή του σκεφτόταν…


----------------------------------

Επιτάχυνε το βήμα του και γρήγορα έφτασε ακριβώς από πίσω της. Από τόσο κοντά, μπορούσε να θαυμάσει ανενόχλητος τα ζουμερά οπίσθιά της που διαγράφονταν πεντακάθαρα κάτω από την υποτυπώδη φούστα που φορούσε. Σε κάθε της βήμα λικνίζονταν ρυθμικά και προκλητικά, κάνοντας τον να ιδρώνει και να ερεθίζεται. Κοιτάζοντας τα με λαιμαργία, ένιωσε το πουκάμισο του να τον πνίγει στο λαιμό και ξεκούμπωσε λίγα κουμπιά για να μπορέσει να αναπνεύσει καλύτερα. Έχοντας το βλέμμα του διαρκώς καρφωμένο στο πίσω μέρος του κορμιού της, συνέχισε να την ακολουθεί, ενώ το μυαλό του γέμιζε  συνεχώς με ένα σωρό πρόστυχες σκέψεις που τον άναβαν όλο και περισσότερο. Το τολμηρό της ντύσιμο άλλωστε, άφηνε πολύ λίγα ελεύθερα στη φαντασία των ανδρών. Τα γυμνά της πόδια, οι πλούσιοι γλουτοί της και η λεπτή της μέση σε συνδυασμό με το προκλητικό της περπάτημα, τον έκαναν να χάνει το μυαλό του.   Μέσα στη ζάλη του δεν υπολόγιζε τίποτα. Δεν τον ένοιαζε τι θα κάνει, πώς θα το κάνει και γιατί. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να κάνει απόψε αυτή τη γυναίκα δική του. Την ήθελε απεγνωσμένα και την ήθελε αυτή τη στιγμή.  
Η κοπέλα δεν άργησε να αντιληφθεί την κίνηση πίσω της. Έστρεψε διακριτικά στο πλάι το κεφάλι της και με την άκρη του ματιού της πρόλαβε να δει τον άντρα που την παρακολουθούσε.

«Αυτός είναι!» συλλογίστηκε έντρομη από μέσα της και έφερε στο μυαλό της την εικόνα του τρελού άντρα που είχε δει με την παρέα της την ώρα που έβγαιναν από το κλαμπ. Ασυναίσθητα άρχισε να περπατάει πιο γρήγορα. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά. Τόσο δυνατά που ήταν σίγουρη πως ακόμα κι εκείνος μπορούσε να την ακούσει και να αισθανθεί τον φόβο που της είχε προκαλέσει. Ο βηματισμός της ήταν τόσο γρήγορος τώρα, που σχεδόν έτρεχε.

«Ψιτ…Κοπελιά! Να… να σου πω κάατι;» ρώτησε ξαφνικά εκείνος, ενώ μόνο που τον άκουγες μπορούσες να καταλάβεις πως αυτός ο άνθρωπος είχε μεθύσει για τα καλά. Η νεαρή κοπέλα ακούγοντας την τρεμάμενη και βραχνή φωνή του πάγωσε. Για ένα λεπτό μαρμάρωσε στη θέση της μα γρήγορα συνήλθε και άρχισε να τρέχει ακόμα πιο γρήγορα. Δεν είχε άλλα περιθώρια. Έπρεπε να φύγει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα από αυτό το απόμερο μέρος.  Έπρεπε να σωθεί. Αυτός ο άνθρωπος ήταν σίγουρα επικίνδυνος. Είχε προλάβει να διαβάσει καλά τα μάτια του την ώρα που την κοίταξε γεμάτος μίσος έξω από το νυχτερινό μαγαζί.

Βλέποντας την αντίδρασή της, άρχισε να τρέχει κι αυτός. Δεν άργησε να τη φτάσει, μιας που τα ψηλά της τακούνια δεν της επέτρεπαν να τρέξει με άνεση. Με μια απότομη κίνηση την άρπαξε από το χέρι της και την κόλλησε πάνω του συνεχίζοντας να την έχει πλάτη.  Ταυτόχρονα έκλεισε  με την ιδρωμένη του παλάμη το στόμα της για να μην φωνάξει. Η κοπέλα ίσα που πρόβαλε να βγάλει μια πνιχτή κραυγή και στη συνέχεια άρχισε να κουνάει τα χέρια και τα πόδια της προσπαθώντας να ξεφύγει από τα χέρια του. Την κρατούσε τόσο σφιχτά που της ήταν αδύνατον να δραπετεύσει.

«Έλα τώρα που το παίζεις δύσκολη…» της ψιθύρισε στο αυτί της και με τη γλώσσα του έγλειψε αργά από την μια άκρη στην άλλη, το λαιμό της. Εκείνη αηδιασμένη, συνέχισε να προσπαθεί με όλη της τη δύναμη να ξεφύγει από τη σφιχτή αγκαλιά του, μα ήδη φαινόταν να έχει κουραστεί. Η απελπισία την είχε ήδη καταβάλλει και σιγά σιγά συνειδητοποιούσε τι επρόκειτο να της συμβεί. Με μιας, τα μάτια της γέμισαν δάκρυα κι άρχισαν να τρέχουν στα μάγουλά της βρέχοντας το χέρι του που κρατούσε  τα χείλη της ερμητικά κλειστά. Ένα βουβό παρακαλητό ηχούσε από μέσα της εκλιπαρώντας τον να τη λυπηθεί.

«Φοβάσαι κούκλα μου;… Πες μου… Πες μου… Φοβάσαι;» τη ρώτησε και η φωνή του έτρεμε από τον πόθο να την κάνει δικιά του. Το κορίτσι μη μπορώντας να βγάλει μιλιά, έγνεψε πολλές φορές καταφατικά το κεφάλι του ενώ τα μάτια του συνέχιζαν να είναι πλημμυρισμένα με δάκρυα.

«Το ξέρεις… πως με φτιάχνεις πολύ που… φοβάσαι; Με έχεις…με έχεις καυλώσει τρελά… το ξέρεις;» συνέχισε να τη ρωτάει ενώ ήταν σίγουρος πως δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο. «Το νιώθεις;» πρόσθεσε κολλώντας το σκληρό μόριο του με όλη του τη δύναμη πάνω της. «Σε ρωτώ…το νιώθεις;» συνέχισε κι άρχισε να τρίβεται με αργούς ρυθμούς πάνω της ενώ με το μυαλό του φανταζόταν ήδη πως έκανε πραγματικά έρωτα μαζί της. Δεν περίμενε να ακούσει τίποτα. Το ήξερε πως η κοπέλα είχε παραδοθεί στη μοίρα της τώρα πια. Την τράβηξε με γρήγορες κινήσεις ανάμεσα σε μερικές δάφνες και την ξάπλωσε στο γρασίδι κρατώντας πάντα το στόμα της κλειστό. Με όσες δυνάμεις της είχαν απομείνει η νεαρή κοπέλα προσπαθούσε να τον διώξει από πάνω της χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα και τα χέρια και τα πόδια της, δίνοντάς του μπουνιές και κλοτσιές.  Την είχε μπροστά του να κλαίει και να ζητάει το έλεος του, μα καρφί δεν του καιγόταν.

« Σκάσε μωρή… που θέλετε να σας λυπηθούμε κιόλας…Βούλωσέ το!» της είπε αγριεμένος ενώ είχε ανέβει από πάνω της και με το ένα του χέρι προσπαθούσε να ανεβάσει τη φούστα της. «Θα δεις… Θα σου αρέσει… πολύ! Δε θα σε πονέσω καθόλου!... Τι μου μυξοκλαίς; Μήπως μου είσαι καμιά… παρθένα;» της είπε γεμάτος ειρωνεία και άρχισε να γελάει ενώ ταυτόχρονα συνέχισε να της βγάζει τα ρούχα. Άφησε για ένα λεπτό ελεύθερο το στόμα της για να σκίσει τη μπλούζα της κι εκείνη άρχισε αμέσως να ουρλιάζει βοήθεια!

«Βοήθεια! Σε… παρακαλώ… Σε παρα…καλώ… Μη μου κάνεις…μη μου κάνεις κακό! Λυπήσου με!». Η κοπέλα του μιλούσε με δυσκολία αφού μέσα στα αναφιλητά της ίσα που μπορούσε να καταλάβει τι του έλεγε. Τον εκλιπαρούσε να της δείξει έλεος και να την αφήσει, μα εκείνος φαινόταν να είναι ανένδοτος. Σήκωσε το χέρι του και της έδωσε ένα δυνατό χαστούκι στο πρόσωπο. Τόσο δυνατό που η μύτη της άνοιξε και το αίμα άρχισε να βρέχει κι αυτό μαζί με τα δάκρυα το πρόσωπό της.

«Σου είπα να το βουλώσεις μωρή! Δεν ακούς…» της είπε, ενώ με ένα κομμάτι από την σκισμένη της μπλούζα έδενε τώρα το στόμα της για να μη μπορέσει να ξαναμιλήσει. «Εμένα ποιος με λυπήθηκε μου λες; Ποιος; » τη ρώτησε  φέρνοντας στο νου του τα προηγούμενα λόγια της. «Κανένας δε με λυπήθηκε εμένα! Ούτε μια φορά! Κανένας! Με ακούς;» της φώναξε αγανακτισμένος έχοντας κολλήσει το κεφάλι του πάνω στο δικό της και περνώντας τα χέρια του γύρω από το λαιμό της. Στο μυαλό του ήρθε ξανά εκείνη η μοιραία σκηνή της γυναίκας του και του άγνωστου άντρα να κάνουν έρωτα μεθυσμένοι από το πάθος και την ηδονή πάνω στο διπλό τους κρεβάτι.  Τα μάτια του γούρλωσαν και τώρα πετούσαν σπίθες. Η φωνή του έτρεμε από θυμό και τα χέρια του την έσφιγγαν τόσο δυνατά που σε λίγο θα την έπνιγε. Είχε χάσει τελείως την ψυχραιμία του και δεν ήξερε τι έκανε.

Άξαφνα όμως, χαλάρωσε. Άφησε τα χέρια του ελεύθερα να κρεμαστούν στο πλάι του κορμιού του και τη ματιά του να χαθεί κάπου στο μαύρο σκοτάδι. Δεν έβλεπε, δεν άκουγε, δεν αισθανόταν τίποτα. Εντελώς τίποτα. Έσκυψε και κοίταξε το κορίτσι που βρισκόταν από κάτω του. Είχε μείνει λιπόθυμο και δεν κουνιόταν καθόλου.

«Τι έκανες;… Τι κάνεις;  Τι;» ρωτούσε τον εαυτό του τρέμοντας και προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει σε τι σημείο είχε φτάσει. «Πώς κατάντησες έτσι;» συνέχισε κοιτάζοντας τα δυο του χέρια που είχαν βραχεί με το αίμα και τα δάκρυα της κοπέλας. Δεν μπορούσε ούτε ο ίδιος να καταλάβει πως είχε αφήσει τον εαυτό του να φτάσει τόσο χαμηλά, σε αυτή την παρακμή, κάνοντας τέτοιες αθλιότητες. Σηκώθηκε γρήγορα από το λιπόθυμο σώμα του νεαρού κοριτσιού κι άρχισε να τρέχει έντρομος. Έπρεπε να φύγει γρήγορα από αυτό το μέρος. Δεν άργησε να βρει την κατηφόρα που είχε δει νωρίτερα. Άρχισε να κατεβαίνει με γρήγορο βήμα το δρόμο, ενώ μπροστά του τα φώτα της πόλης τον ζάλιζαν.

Θα έβρισκε ένα ταξί και θα γύριζε αμέσως σπίτι να ηρεμήσει.
Ξημέρωνε μια νέα μέρα…
Και μια καινούργια ζωή ήλπιζε…