30 Απριλίου 2010

Έσπερος


Δεν έχει πολύ καιρό που γνώρισα το ιστολόγιο του Έσπερου. Το οτι το γνώρισα όμως με κάνει να αισθάνομαι πολύ τυχερή. Αγαπάει και εκείνος να γράφει. Γράφει κατά κύριο λόγο ποίηση. Κι όταν λέω ποίηση το εννοώ! Νομίζω πως συμβαίνει σε όλους να διαβάσουν κάποια στιγμή κάτι και αμέσως να αντιληφθούν οτι πίσω από τις λέξεις  κρύβεται κάτι το μεγαλιώδες, κάτι το θαυμαστό. Αυτό λοιπόν μου συμβαίνει κάθε φορά που διαβάζω ένα δικό του ποίημα.
Δεν ξέρω να σας πω τι είναι ποίηση...
Νομίζω πως για όλους είναι κάτι διαφορετικό. Δε μιλάω για τα τεχνικά χαρακτηριστικά ενός ποιήματος, στίχους, στροφές κτλ - αυτά είναι πάνω κάτω πάντα ίδια - μιλάω για όλα αυτά που βγαίνουν μέσα από τους στίχους, μέσα από τις λέξεις που χρησιμοποιεί κάθε φορά ο ποιητής. Είναι εικόνες, συναισθήματα, είναι μυρωδιές, είναι το το ξύπνημα όλων των αισθήσεων σου. Και αυτά δεν μπορούν να είναι ποτέ τα ίδια σε όλους.
Ο Έσπερος είναι σκοτεινός ποιητής. Μελαγχολικός. Κρύβεται μέσα στο σκοτάδι, μέσα στις σκιές όπως φανερώνει και ο τίτλος του ιστολόγιου του. Ταυτόχρονα είναι και δύσκολος στην ερμηνεία. Για μένα μιλάω πάντα. Προσπαθώ κάθε φορά να καταλάβω τι θέλει να μας πει. Κάποτε τα καταφέρνω, άλλοτε πάλι αδυνατώ μα δεν με νοιάζει. Την ψυχή μου την αγγίζει πάντα ακόμα κι όταν οι λέξεις του είναι λέξεις που ακούω για πρώτη φορά στη ζωή μου.
Δεν έχω γράψει ποτέ μου για κάποιο άλλο ιστολόγιο. Δεν του χρωστάω κι ούτε μου χρωστάει. Απλώς ήθελα να το κάνω γιατί τον θαυμάζω αληθινά. Όσο θα είναι εδώ μέσα, κι όταν κάποια στιγμή θα έχει την τύχη να εκδώσει ποιήματά του -γιατί αξίζει να τα εκδώσει- πάντα θα τον διαβάζω γιατί πάνω απ'όλα νιώθω! Ναι, με κάνει να νιώθω! Και έπειτα μαθαίνω! Του το έχω πει, κι ας είναι και μικρότερος μου -ένα χρόνο βέβαια όχι και πολύ- πως είναι σχολείο για μένα! Πώς να μην τον ζηλεύω; Με την καλή την έννοια πάντα!
Δε χρειάζεται να γράψω κάτι άλλο... Ήθελα απλώς να τον γνωρίσω σε όσους δεν τον έχουν γνωρίσει ακόμα!
Έσπερε σου εύχομαι κάθε καλό! Να συνεχίσεις να δημιουργείς με το ίδιο πάθος και την ίδια αγάπη γι'αυτό που κάνεις!
Μια μέρα θα γίνεις μεγάλος!

Το ιστολόγιο του Έσπερου θα το βρείτε εδώ
           http://gia-tis-skies.blogspot.com/

29 Απριλίου 2010

Μερσέντες Χιλ - Χρυσηίδα Δημουλίδου







Μια νεαρή και πάμφτωχη κοπέλα, η Ερνέστα Φοντέιν, γίνεται η διασημότερη και πιο λατρεμένη ηθοποιός του αμερικάνικου βουβού κινηματογράφου του 1930. Γίνεται η Μερσέντες Χίλ. Μια γυναίκα μύθος. Μια γυναίκα όνειρο. Η απαράμιλλη ομορφιά και το ταλέντο της δεν αφήνουν κανέναν ασυγκίνητο. Δεν είναι παρά μια βασίλισσα σε θρόνο. Οι άντρες την ερωτεύονται με πάθος,οι γυναίκες την ζηλεύουν και θέλουν να της μοιάσουν, γίνεται είδωλο. Εκείνη όμως είναι δοσμένη μονάχα στην καριέρα της. Μέχρι που κάποιος άνδρας θα ξυπνήσει για πρώτη φορά μέσα της τον πρωτόγνωρο έρωτα. Και τότε όλα θα αλλάξουν...

Εκεί που πιστεύει πως ζει την απόλυτη ευτυχία ξαφνικά όλα διαλύονται. Όλα χάνονται και είναι τότε που η Μερσένετς Χιλ παύει πια να "ζει" . Δεν την νοιάζει τίποτα, δε θέλει τίποτα παρά μόνο εκείνον τον άνδρα που κάποτε την έκανε να νιώσει τι θα πει έρωτας...
Και σε όλα αυτά, έρχεται να προστεθεί μια αρρώστια που εξαιτίας της θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει την μεγαλύτερή της αγάπη, τον κινηματογράφο.
Κι έτσι η Μερσέντες Χίλ γίνεται μια σκιά...
Θα παντρευτεί, θα αποκτήσει μια κόρη μα ποτέ δε θα νιώσει τον έρωτα για τον άντρα της ούτε την αγάπη που θα έπρεπε για το παιδί της. Και μια μέρα θα τους εγκαταλείψει, θα εξαφανιστεί από προσώπου γης αφήνοντας πίσω της έναν από τους μεγαλύτερους γρίφους της ιστορίας του Χόλιγουντ. Τι απέγινε η διασημότερη ηθοποιός της εποχης; Τι απέγινε η Μερσέντς Χιλ.
Ένας γρίφος που θα μείνει άλυτος για πάντα...

Θα εγκατασταθεί σε ένα μικρό νησί της Ελλάδας που είχε επισκεφτεί πριν τον πόλεμο, την Ύδρα. Εκεί θα αρχίσει ξανά τη ζωή της μακριά απ'όλους και απ'όλα αφού σε εκείνον τον τόπο δεν την γνωρίζει κανείς...
Χρόνια μετά, γερασμένη και ξεχασμένη, δεν ελπίζει σε τίποτα και σε κανέναν. Ώσπου μια παράξενη γυναίκα θα εμφανιστεί για να της υποσχεθεί πίσω τα νιάτα της, την ομορφιά της, το θρόνο της. Πράγματα που δε θα μπορούσε να της χαρίσει ούτε ο Θεός. Και εκείνη θα δεχτεί να παίξει αυτό το επικίνδυνο παιχνίδι της μοίρας. Θέλει να πάψει να πονά, θέλει πίσω τα νιάτα της, θέλει να ξανανιώσει εκείνον τον έρωτα που κάποτε έχασε τόσο ξαφνικά. Θέλει μια δεύτερη ευκαιρία. Κι έτσι δέχεται...
Χωρίς όμως να γνωρίζει το τίμημα. Γιατί πάντα υπάρχει τίμημα....

Δε θα σας αποκαλύψω τη συνέχεια! Θα χαθεί όλο το σασπένς...

Η Χρυσηίδα Δημουλίδου έρχεται με ένα δυνατό, ερωτικό, μεταφυσικό θρίλερ που καθηλώνει.
Έρχεται να μας γεμίσει με σκέψεις, να μας κάνει να αναρωτηθούμε αν τελικά αξίζει να έχουμε μια δεύτερη ευκαιρία να ξαναζήσουμε τη ζωή μας. Αξίζει ή όχι;
Υπήρχαν στιγμές που διαβάζοντας το βιβλίο είπα όχι. Σίγουρα δεν αξίζει! Τουλάχιστον με την τροπή που παίρνουν εδώ τα πράγματα...
Από την άλλη όμως, έστω και η παραμικρή στιγμή ευτυχίας, εκείνης της ευτυχίας που κάποτε έχασες χωρίς καν να το καταλάβεις αξίζει τα πάντα. Αξίζει να την νιώσεις ακόμα μια φορά κι ύστερα ας χαθείς για πάντα...
Θα την έχεις νίωσει και αυτό είναι που μετράει!

Και τελικά ένα είναι αυτό που καταλαβαίνεις στο τέλος. Πως όταν δυο ψυχές είναι γραμμένο να είναι μαζί, τότε θα είναι! Αν όχι σε αυτή, αν όχι στην άλλη, σε κάποια ζωή τέλος πάντων σίγουρα θα καταλήξουν να είναι μαζί! Και όταν το συνειδητοποιείς, όταν το νιώσεις, τότε κάνεις τα πάντα για να μη το αφήσεις ξανά να χαθεί...

Κυρία Δημουλίδου περιμένουμε κι άλλα όμορφα βιβλία! 
Σας ευχαριστούμε για το ταξίδι!
Να είστε πάντα καλά!

Απόσπασμα του βιβλίου θα βρείτε εδώ



26 Απριλίου 2010

Πόνος



Πόσο ν’αντέξω 
Όλα αυτά που κρύβονται μέσα μου; 
Να διώξω πώς 
Όλο το βάρος που φωλιάζει στην καρδιά μου;
Σαν άγρια  θάλασσα η θλίψη  ρουφάει και πνίγει κάθε μου πνοή...
ΠΟΝΑΩ...

22 Απριλίου 2010

Στάχτη ενός ονείρου...



Πύρινες φλόγες θέλω ν'αγγίξω
Να τυλιχθώ μέσα σε χάδι που δίνει αγκαλιές φωτιές



Της Ηδονής τις Πύλες να περάσω
Να νιώσω μέσα μου
Θερμά ποτάμια να κυλάνε

Το γιο του Δία θέλω να κάνω εραστή μου
Κι ας γίνω στάχτη
Κι ας  καώ
Εγω τουλάχιστον, πιστή για πάντα θα του μείνω...

Κι όταν το πάθος κάψει το κορμί μου
Και γίνω τέφρα
Και γίνω σκόνη ενός ονείρου
Στον άνεμο θα σκορπιστώ

Τον Πόθο να τυφλώσω...






21 Απριλίου 2010

Το δίλημμα -15 (μια ιστορία σε συνέχειες)


-Μάλιστα κύριε Καρρά. Θα περάσω να τον ενημερώσω. Μείνετε ήσυχος, απάντησε ενώ από μέσα της αναθεμάτιζε την τύχη της. Γιατί; Γιατί να είναι τόσο άτυχη αναρωτιόταν  ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε  να κρύψει  τη σύγχυση που την είχε κυριεύσει. Τι να του έλεγε όμως του ανθρώπου; Δεν υπήρχε καμία δικαιολογία που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να μην πάει στο γραφείο του Φωτιάδη. Αφού της το είχε ζητήσει έπρεπε να το κάνει. Ήθελε δεν ήθελε έπρεπε να πάει.
Χαιρέτησε τον διευθυντή και βγήκε σχεδόν απελπισμένη από το γραφείο του. Δε θυμάται να την είχε πιάσει ποτέ περισσότερο άγχος στη ζωή της. Ακόμα και την πιο δύσκολη ώρα κατάφερνε πάντα να κρατάει την ψυχραιμία της. Που ήταν όμως τώρα αυτή; Γιατί την είχε εγκαταλείψει έτσι; Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει, σε λίγο θα ξεπηδούσε από το στήθος της. Πώς θα τον αντίκριζε; Τι θα του έλεγε; Τι θα της έλεγε εκείνος; Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα πέρασαν χιλιάδες ερωτήσεις από το μυαλό της. Πόσο δύσκολα μπορεί τελικά να κάνει τα πράγματα ένα φιλί, σκέφτηκε συνειδητοποιώντας πως τίποτα δε θα μπορούσε να είναι το ίδιο μετά από αυτό που είχε συμβεί ανάμεσα τους. Περπατούσε στο διάδρομο απορροφημένη στις σκέψεις χωρίς να παρατηρεί τι γινόταν γύρω της. Με βήματα μηχανικά δεν κατάλαβε πότε έφτασε έξω από το γραφείο του. Στάθηκε μια στιγμή να κοιτάζει την κλειστή πόρτα χωρίς να κάνει την κίνηση να χτυπήσει. Πότε είχε φτάσει κιόλας; συλλογίστηκε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και χτύπησε την πόρτα.
Ψυχραιμία Ελπίδα! Ψυχραιμία! Ήταν το τελευταίο πράγμα που σκέφτηκε πριν σπρώξει την πόρτα για να περάσει στο γραφείο του Δημήτρη.
Καθόταν στο γραφείο του διαβάζοντας κάτι που δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν από το σημείο που στεκόταν. Έμεινε απλώς να τον κοιτάζει από μακριά περιμένοντας να σηκώσει το κεφάλι του και να την αντικρίσει. Δεν άργησε να το κάνει. Σήκωσε τα μάτια του προς το μέρος της και φάνηκε να ξαφνιάζεται. Σαν να τα έχασε, άφησε αμέσως από τα χέρια του το χαρτί που κρατούσε και σηκώθηκε όρθιος.
-Ελπίδα… είπε πλησιάζοντας την. Θέλεις κάτι; Στάθηκε ακριβώς απέναντί της μα αυτή τη φορά η απόσταση που τους χώριζε ήταν μεγαλύτερη σε σχέση με τις προηγούμενες. Το βλέμμα του ήταν άδειο και η φωνή του κρύα χωρίς ίχνος φιλικότητας. Πόσο αλλαγμένος φαινόταν, σκέφτηκε από μέσα της. Δεν ήταν ο ίδιος άντρας με εκείνον που την κρατούσε αγκαλιά πριν από μια ώρα. Έμοιαζε σαν να μην τον ένοιαζε που την έβλεπε μπροστά του, σαν να του ήταν αδιάφορη η παρουσία της εκεί. Πως γινόταν να αλλάζει τόσο γρήγορα συμπεριφορά αυτός ο άντρας; αναρωτήθηκε καθώς διέκρινε ξεκάθαρα την αλλαγή της στάσης του απέναντί της.
Ίσως όμως να είναι καλύτερα έτσι, συλλογίστηκε. Δεν ήθελε να την απασχολεί άλλο αυτός ο άντρας. Ότι και να έγινε μεταξύ τους θα ήταν καλύτερα να συνεχίσουν σαν να μη συνέβη ποτέ. Σίγουρα ο Δημήτρης θα το είχε σκεφτεί  νωρίτερα αυτό και αυτός θα ήταν και ο λόγος που συμπεριφερόταν έτσι.
-Πέρασα από το γραφείο του κυρίου Καρρά και με ενημέρωσε πως θα πρέπει να φύγουμε αύριο για τη Θεσσαλονίκη. Το πολύ μεθαύριο. Όσο πιο γρήγορα γίνεται τέλος πάντων. Έχουν προκύψει κάποια θέματα που θα πρέπει να έχουν διευθετηθεί πριν την έναρξη του συνεδρίου και χρειάζονται τη βοήθεια μου. Ο κύριος Καρράς ζήτησε να είσαι και εσύ εκεί.
Τα είπε όλα με μια ανάσα σαν να έλεγε το μάθημα της παπαγαλία. Τον κοιτούσε επίσης σαν να μην είχε συμβεί τίποτα και σαν να μην την απασχολούσε καθόλου αυτό που  συνέβη ανάμεσα τους λίγο νωρίτερα. Θέατρο έπαιζε εκείνος; Θέατρο θα έπαιζε και αυτή, σκέφτηκε την ώρα που του απαντούσε με τον ίδιο παγερό τόνο στη φωνή της.
-Αύριο; Την ρώτησε εκείνος γεμάτος έκπληξη. Πότε θα προλάβουμε;
-Δε νομίζω να φύγουμε νωρίς το πρωί. Μάλλον το μεσημέρι. Θα με ενημερώσει και η γραμματέας του για την ακριβή ώρα αναχώρησης μας. Δε θα έρθουμε αύριο στην εταιρεία. Πιστεύω πως θα έχουμε τον χρόνο να ετοιμαστούμε.
-Καλώς. Τι να πω; Εντάξει… έκανε εκείνος ενώ ταυτόχρονα φάνηκε σαν κάτι να συλλογιζόταν από μέσα του. Φαινόταν σκεφτικός και απορημένος μα δεν την ένοιαζε να μάθει το λόγο. Τουλάχιστον αυτό προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της.
-Θα σου τηλεφωνήσω αργότερα να σε ενημερώσω για το ταξίδι, εντάξει; Φεύγω τώρα. Θα πρέπει να ετοιμάσω τα έγγραφα που θα πάρω μαζί μου και πίστεψέ με, είναι πολλά. Με βλέπω να κάθομαι μέχρι το βράδυ εδώ πέρα, πρόσθεσε με ένα ελαφρύ χαμόγελο προσπαθώντας να   σπάσει λίγο τον πάγο που υπήρχε μεταξύ τους.
Εκείνος όμως δε φάνηκε να αλλάζει διάθεση. Παρέμεινε το ίδιο σκεφτικός στη θέση του χωρίς να μιλήσει για ένα λεπτό.
-Θα περιμένω τηλεφώνημα σου, της είπε μετά από μερικές στιγμές με αυστηρό ύφος.
Τόσο πολύ τον πείραξε; αναρωτιόταν τώρα από μέσα της η Ελπίδα καθώς έβγαινε από το γραφείο του. Ίσως… Ποτέ δε θα μάθαινε.
Έπρεπε να πάει στο δικό της γραφείο και να ξεκινήσει αμέσως τη δουλειά. Σίγουρα θα καθόταν περισσότερες ώρες σήμερα προκειμένου να είναι όλα έτοιμα για αύριο. Θα έπρεπε να ενημερώσει και το Στέφανο. Δεν θα του άρεσε καθόλου που θα έφευγε. Κάθε φορά που έκανε κάποιο επαγγελματικό ταξίδι για δυο τρεις μέρες της δημιουργούσε πρόβλημα. Πώς θα του έλεγε τώρα πως θα έπρεπε να λείψει μια ολόκληρη εβδομάδα; Για άλλη μια φορά θα τσακώνονταν, μα δε μπορούσε να κάνει αλλιώς. Κάποια στιγμή θα έπρεπε και εκείνος να καταλάβει πως ότι κάνει το κάνει για τη δουλειά της. Προσπάθησε να διώξει όλες αυτές τις σκέψεις από το νου της. Για την ώρα θα αφοσιωνόταν στην τακτοποίηση των εγγράφων και όταν θα τελείωνε θα σκεφτόταν τι θα κάνει και με τον Στέφανο.
Την ίδια ώρα κάπου αλλού
Ο ήχος του κινητού τηλεφώνου έβγαλε το νεαρό άντρα από τις σκέψεις στις οποίες είχε βυθιστεί. Στην άλλη άκρη η φωνή του ηλικιωμένου άντρα ακουγόταν θυμωμένη.
-Που έχεις χαθεί; Ούτε ένα τηλεφώνημα… Τι συμβαίνει;
-Έλαβα τις πληροφορίες που μου έστειλες νωρίς το πρωί. Δεν γίνονται από τη μία στιγμή στην άλλη αυτά. Θέλω λίγο χρόνο, απάντησε ο νεαρός άντρας προσπαθώντας να δικαιολογήσει την πολυήμερη εξαφάνισή του.
-Ξέρεις καλά ότι δεν έχουμε χρόνο. Θέλω να γίνει γρήγορα η δουλειά, του είπε εκείνος ακόμα πιο θυμωμένος τώρα.
-Νομίζω πως έχω μια πολύ καλή ευκαιρία να προχωρήσω. Αυτές τις μέρες ίσως να καταφέρω να κάνω κάτι…
-Όχι ίσως… Να κάνεις! Θέλω να τη βγάλεις από τη μέση το κατάλαβες; Ξεχνάς την επιταγή που πήρες; πρόσθεσε εξοργισμένος.
-Δεν έχω ξεχάσει τίποτα. Θα το κάνω… Σύντομα! Απάντησε ο νεαρός ενώ από την άλλη μεριά ο ηλικιωμένος άντρας είχε ήδη κλείσει το τηλέφωνο. Έμεινε ακίνητος να σκέφτεται τη διαταγή του.
Θα το έκανε!
Σύντομα μάλιστα!

14 Απριλίου 2010

Σάτυρε, εσύ...

Είπα να προσπαθήσω να φτιάξω ένα βίντεο αυτή τη φορά.
Έβαλα τους στίχους μου πάνω στο τραγούδι "Σατυρικός Χορός" από Δαιμονία Νύμφη και ιδού...
ΠΡΟΣΟΧΗ Για να το ακούσετε πατήστε πρωτα pause στην playlist που βρίσκεται στο κατω μέρος του ιστολογίου. Ευχαριστώ !

12 Απριλίου 2010

Το δίλημμα -14 (μια ιστορία σε συνέχειες)

Καθώς τα ζεστά του χείλη άγγιξαν τα δικά της, ένιωσε την φλόγα που έκαιγε μέσα της να δυναμώνει, τους χτύπους της καρδιάς της να ανεβαίνουν επικίνδυνα και την ανάσα της να κόβεται. Ένα ελαφρύ μούδιασμα την έκανε να αναριγήσει την ώρα που εκείνος περνούσε τα δάχτυλα του γύρω από τον αυχένα της για να καταλήξουν μπλεγμένα μέσα στα καστανόξανθα μακριά μαλλιά της. Νόμιζε πως θα λιποθυμούσε κι άπλωσε το χέρι της να κρατηθεί από τον πάγκο που βρισκόταν δίπλα της. Ο Δημήτρης αντιλήφθηκε την κίνηση της, άρπαξε τον ώμο της και την κόλλησε στον τοίχο χωρίς να ελευθερώσει στιγμή τα χείλη του από τα δικά της.
Παραδώσου λοιπόν…, σκέφτηκε από μέσα του, όλα θα είναι πιο εύκολα μετά από αυτό. Την αγκάλιασε με περισσότερο πάθος ενώ το φιλί του έγινε πιο λαίμαργο αφού εκείνη δεν φαινόταν να αντιστέκεται. Σ’έχω στο χέρι, συλλογίστηκε, καθώς προσπάθησε να περάσει το χέρι του κάτω από το εμπριμέ πουκάμισό της για να χαϊδέψει τη γυμνή της μέση. Η κίνησή του επανέφερε αστραπιαία την Ελπίδα στην πραγματικότητα. Ένιωσε να συνέρχεται από το λήθαργο στον οποίο είχε πέσει και να ανακτά τις αισθήσεις της.

Αντέδρασε! Αντέδρασε Ελπίδα! Κάνε κάτι…, διέταξε τον εαυτό της από μέσα της την ώρα που συνειδητοποιούσε τι έκανε. Με όση δύναμη της είχε απομείνει άπλωσε τα χέρια της για να σπρώξει μακριά της τον Δημήτρη. Εκείνος βρέθηκε παραπατώντας μόλις ένα μέτρο απέναντι της. Την κοίταξε σαστισμένος καθώς δεν μπορούσε να ερμηνεύσει την απότομη αλλαγή της διάθεσής της. Στάθηκε μόνο να την κοιτάζει ενώ στο λαιμό του είχε ανέβει ένας κόμπος που τον εμπόδιζε να αναπνεύσει.
-Αυτό να μην το ξανακάνεις ποτέ. Κατάλαβες; του είπε γεμάτη θυμό ενώ από μέσα της ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Δε σου έδωσα ποτέ το δικαίωμα να το κάνεις αυτό… Πώς τόλμησες;
-Νόμιζα πως το ήθελες κι εσύ.
-Λάθος νόμιζες.
-Δεν αντιστάθηκες.
-Δε μου άφησες άλλη επιλογή.
-Μάλλον εσύ δεν ήθελες να τη δεις.
-Πώς τολμάς;
-Απλώς ήθελα να το κάνω, της απάντησε εκείνος προσπαθώντας να της ρίξει ένα βλέμμα γεμάτο ειλικρίνεια. Ο Δημήτρης κατάλαβε ότι δεν έπρεπε να την εξοργίσει παραπάνω. Καλύτερα να υποχωρούσε αυτός. Το μόνο που δεν ήθελε ήταν να την δει ακόμα μια φορά θυμωμένη μαζί του. Αυτό θα τον απομάκρυνε από το στόχο του και οι αποτυχίες δεν ήταν για εκείνον. Θα ήταν καλύτερα να την αφήσει μόνη της. Προχώρησε προς την πόρτα και λίγο πριν βγει γύρισε να την κοιτάξει.
-Συγχώρα με Ελπίδα! Δε θα ξαναγίνει. Ούτε ήθελα να σε προσβάλλω. Πίστεψε με… Προσπάθησε να δείξει μετανιωμένος και σκύβοντας το κεφάλι γύρισε ξανά για να βγει βιαστικά από το δωμάτιο.
Η Ελπίδα έμεινε ακίνητη και αμίλητη να τον κοιτάζει καθώς αυτός έκλεινε πίσω του την πόρτα. Σήκωσε τις παλάμες τις και έκρυψε μέσα τους το πρόσωπό της. Τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα και προσπάθησε να τα καθαρίσει. Τελικά όσο κι αν προσπαθούσε να διώξει μακριά της αυτό τον άντρα εκείνος με έναν περίεργο τρόπο βρισκόταν συνεχώς και όλο πιο κοντά της. Σαν να το έκανε επίτηδες. Σαν να διάβαζε τις σκέψεις της και να ήθελε να την κοροϊδέψει που προσπαθούσε να ξεγελάσει τα θέλω της. Ακούμπησε τα δάχτυλά της στα χείλη της, εκεί που νωρίτερα είχαν περάσει τα χείλη του. Εκεί που πριν λίγο είχε νιώσει εκείνο το καυτό φιλί να την ζαλίζει. Δεν μπορούσε να το αρνηθεί στον εαυτό της. Δεν μπορούσε να πει ψέματα στην ίδια. Της άρεσε εκείνο το φιλί. Της άρεσε ο τρόπος με τον οποίο εκείνος ο άντρας την είχε τραβήξει πάνω του, ο τρόπος με τον οποίο την είχε αγκαλιάσει και την είχε κάνει να χάσει τις αισθήσεις της εγκλωβισμένη μέσα στην αγκαλιά του. Και όλο αυτό την έκανε να νιώθει ακόμα χειρότερα. Άθελα της τον σύγκρινε με τον Στέφανο. Δεν κατάφερε να θυμηθεί ούτε μια στιγμή που να υπήρξε τόση ένταση μεταξύ τους όση με αυτή που είχε νιώσει πριν λίγο μέσα σε αυτό το σκοτεινό δωμάτιο αγκαλιά με τον Δημήτρη. Ούτε ακόμα όταν βρίσκονταν στην αρχή της σχέσης τους. Και τι σημασία έχει; αναρωτήθηκε από μέσα της νιώθοντας ντροπή για της σκέψεις της. Εκείνος τις είχε χαρίσει τόσα άλλα πράγματα που αυτό φαινόταν να είναι το λιγότερο. Κι όμως γιατί; Γιατί να αφήσει τον εαυτό της να παρασυρθεί έτσι; Έφερε στο νου της την Σοφία. Όσα είχε πει αυτή η γυναίκα ήταν αλήθεια. Καμία γυναίκα δε μπορούσε να του αντισταθεί. Καμία δε μπορούσε να μην υποκύψει στη γοητεία του. Οι φόβοι της είχαν βγει αληθινοί. Εύκολα είχε γίνει το επόμενο του θύμα. Τουλάχιστον έτσι θα σκεφτόταν εκείνος, ήταν σίγουρη γι’αυτό. Δε θα του έκανε όμως τη χάρη. Ότι και να ένιωθε γι’αυτόν θα προσπαθούσε να το παραμερίσει. Τι να ένιωθε στο κάτω κάτω; Τι θα μπορούσε να νιώσει αφού τον ήξερε τόσο λίγο; Όχι δε θα επέτρεπε στον εαυτό της να αισθανθεί τίποτα παραπάνω. Σίγουρα ούτε και εκείνος θα την πλησίαζε άλλο πια. Μετά από αυτό που είχε κάνει και την αντίδραση που είχε απέναντι του θα ντρεπόταν να την αντικρίσει. Κοιτάχτηκε άλλη μια φορά στον καθρέφτη και αφού σιγουρεύτηκε ότι ήταν καλύτερα βγήκε για να πάει στο γραφείο της. Είχε καθυστερήσει αρκετά και σίγουρα θα την έψαχναν.
Όταν μπήκε τα κορίτσια ήταν στις θέσεις τους και αρχειοθετούσαν κάποιους φακέλους. Στράφηκαν και οι δυο να την κοιτάξουν την ώρα που καθόταν και εκείνη στο δικό της γραφείο.
-Που ήσουν; την ρώτησε η Σοφία γεμάτη άνεση. Σε ζητάει ο κύριος Καρράς. Είπα πως θα επικοινωνήσεις αμέσως μόλις γυρίσεις. Δεν έχει πέντε λεπτά που με κάλεσε η γραμματέας του.
Τίποτα δεν έδειχνε πάνω της να την αγχώνει. Γιατί την παραξένευε όμως το γεγονός; Αυτή δεν ήταν η Σοφία; Γι’αυτό άλλωστε δεν κέρδιζε πάντα; Έκανε το κέφι της, περνούσε καλά και δε μετάνιωνε ούτε ένιωθε άσχημα για τίποτα. Τόσες ιστορίες της είχε πει. Γιατί της φαινόταν περίεργο; Ίσως γιατί αν ήταν εκείνη στη θέση της, θα προτιμούσε να είχε κρυφτεί κάπου, παρά να συμπεριφέρεται με τόση φυσικότητα. Να όμως που εκείνη ήταν η Ελπίδα και όχι η Σοφία. Και η αλήθεια ήταν πως χαιρόταν πολύ γι’αυτό.
-Σ’ευχαριστώ Σοφία μου, της απάντησε και εκείνη με την ίδια άνεση χαρίζοντας της ένα γλυκό χαμόγελο. Αν εσύ με δουλεύεις μία, εγώ θα σε δουλέψω δέκα, σκέφτηκε από μέσα της. Θα καλέσω αμέσως.
Η γραμματέας του κυρίου Καρρά την ενημέρωσε πως θα έπρεπε να ανεβεί στο γραφείο του για να την ενημερώσει για μια εξέλιξη της τελευταίας στιγμής. Αφού έκλεισε λοιπόν το τηλέφωνο ενημέρωσε τα κορίτσια και ανέβηκε στο γραφείο του διευθυντή. Η γραμματέας της υπόδειξε να περάσει και αφού χτύπησε την πόρτα μπήκε για δεύτερη φορά από το πρωί στο γραφείο του.
-Χαίρεται κύριε Καρρά. Με ζητήσατε; Τον ρώτησε πλησιάζοντας προς το μέρος του.
-Ναι κυρία Στεργίου. Σας ζήτησα. Καθίστε παρακαλώ, της είπε ενώ της υπόδειξε τη θέση που βρισκόταν μπροστά από το γραφείο του. Είχα κάποιες συζητήσεις νωρίτερα με μερικά στελέχη, αντιπροσώπους μας στη Θεσσαλονίκη και με ενημέρωσαν πως έχουν προκύψει κάποια σοβαρά ζητήματα που αφορούν τα έξοδα μας εκεί και που χρειάζεται να έχουν επιλυθεί μέχρι την άλλη εβδομάδα που αρχίζει το συνέδριο. Είστε ειδική πάνω σε αυτά. Θα σας ζητούσα λοιπόν να ανέβετε αν γίνετε γρηγορότερα στη Θεσσαλονίκη. Αύριο αν είναι δυνατόν. Το πολύ μεθαύριο. Και θα γυρίσετε την επόμενη εβδομάδα, αφού θα έχει λήξει και το συνέδριο. Τι λετε μπορείτε; Εδώ θα αναλάβουν οι βοηθοί σας.
Η Ελπίδα τον κοίταξε έκπληκτη. Πότε θα προλάβαινε; Αναρωτήθηκε αγχωμένη από μέσα της. Αύριο; Άλλο και τούτο πάλι. Δε μπορούσε όμως να αρνηθεί και το ήξερε καλά αυτό. Ο διευθυντής της είχε πολύ εμπιστοσύνη και δεν θα ήθελε να τον προδώσει. Αντιθέτως, ήθελε να τον βγάλει ασπροπρόσωπο.
-Βεβαίως κύριε Καρρά, απάντησε χαμογελώντας. Όποτε θέλετε. Δεν υπάρχει πρόβλημα.
-Σας ευχαριστώ πολύ κυρία Στεργίου. Θα σας καλέσει και η γραμματέας μου αργότερα να σας πληροφορήσει για τις ώρες αναχώρησής σας. Κάντε μου μόνο μια χάρη ακόμα. Πρέπει να φύγω γιατί έχω μερικά σημαντικά ραντεβού. Αν δεν σας είναι κόπος περάστε να ειδοποιήσετε και τον κύριο Φωτιάδη. Θα είναι και αυτός μαζί σας όπως είπαμε. Καλύτερα να του το πείτε εσείς και να του εξηγήσετε τον λόγο της εσπευσμένης αναχώρησή σας. Μπορείτε; την ρώτησε χαμογελώντας.
Όχι. Όχι αυτό… Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, συλλογίστηκε από μέσα της ενώ ταυτόχρονα έφερνε στο μυαλό τις σκέψεις που είχε κάνει νωρίτερα στο μπάνιο.
Όσο κι αν ήθελε να τον κρατάει μακριά της, πάντα γινόταν κάτι και εκείνος βρισκόταν ξανά μπροστά της.
Πόσο ακόμα θα το άντεχε αυτό;

9 Απριλίου 2010

Το δίλημμα -13 (μια ιστορία σε συνέχειες)

Ήθελε για λίγο να μείνει μόνη της. Να μη βλέπει και να μην ακούει κανέναν. Να βάλει τις σκέψεις της σε μια σειρά. Να μπορέσει να ηρεμήσει. Γιατί είχε πάει στο γραφείο του; Γιατί είχε κάτσει να τον ακούσει; Τι την ένοιαζε τέλος πάντων τι σκεφτόταν αυτός ο άνθρωπος; αναρωτιόταν τώρα από μέσα της. Ας σκεφτόταν ό,τι ήθελε. Δικό του θέμα. Δικό του πρόβλημα, συλλογίστηκε. Τα λόγια του της είχαν χαλάσει τελείως τη διάθεση.
«Ίσως να μου έδειχνε πολλά περισσότερα βέβαια αν δεν είχες μπει εσύ. Ποτέ δε θα μάθω…»
Μόνο αυτά είχε κρατήσει στη μνήμη της. Προσπαθούσε να τα διώξει από τη σκέψη της μα εκείνα επέστρεφαν όλο και πιο επίμονα.
Να του έδειχνε τι δηλαδή; συλλογίστηκε, προσπαθώντας να μη σκέφτεται την αναμενόμενη απάντηση. Έφερνε ξανά και ξανά στο νου της την εικόνα της Σοφίας να έχει γείρει προκλητικά προς το μέρος του Δημήτρη. Τελικά αυτή η γυναίκα ήταν ικανή για όλα. Στόχος της ήταν τώρα ο Φωτιάδης και δε θα σταματούσε να τον πολιορκεί αν δεν τον έκανε δικό της. Και θα τον έκανε. Τι της έλειπε άλλωστε; Η Σοφία ήταν πολύ όμορφη γυναίκα. Αυτό ακριβώς. Γυναίκα. Σέξι. Ήξερε τι θέλουν οι άντρες και πώς να τους το δώσει. Ήταν δυναμική, ανεξάρτητη και γεμάτη αποφασιστικότητα. Μα το πιο σημαντικό από όλα -και το οποίο εκτιμούσαν ιδιαίτερα οι άντρες- ήταν ότι προτιμούσε τις ελεύθερες σχέσεις. Δεν ήθελε κανέναν πάνω από το κεφάλι της. Κανέναν που να την ελέγχει και να τη ζαλίζει κάθε λίγο και λιγάκι. Η  αποπλάνηση του Δημήτρη θα ήταν εύκολη υπόθεση για την έμπειρη Σοφία.
Από την άλλη εκείνος της είχε ξεκαθαρίσει πως τέτοιες γυναίκες δεν ήταν του γούστου του.
Σίγουρα το να επιστρέψει στο γραφείο της δεν ήταν καλή ιδέα. Τα κορίτσια θα καταλάβαιναν ότι δεν ήταν καλά και θα άρχιζαν τις ερωτήσεις. Η Ελένη δηλαδή, γιατί η Σοφία μάλλον δε θα είχε τα μούτρα να την αντικρίσει μετά από την απρόσμενη συνάντησή τους στο γραφείο του Δημήτρη. Που να πήγαινε όμως; αναρωτήθηκε από μέσα της καθώς περπατούσε μόνη της στον στενόμακρο διάδρομο. Τα περισσότερα γραφεία ήταν άδεια. Μόνο λίγοι συνάδελφοι είχαν γυρίσει και κάθονταν στις θέσεις τους. Άραγε τα κορίτσια να έλειπαν ακόμα; Δε θα το διακινδύνευε. Θα πήγαινε να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό της, να νιώσει λίγο καλύτερα και όταν θα ήταν έτοιμη θα επέστρεφε.
Προχώρησε προς τις τουαλέτες και μπήκε κλείνοντας πίσω της την πόρτα. Ευτυχώς για εκείνη δεν ήταν κανείς εκεί. Ο χώρος ήταν σκοτεινός και μόνο ένας ελαφρύς φωτισμός  χάριζε στο δωμάτιο ένα ζεστό χρώμα. Πλησίασε στον νιπτήρα και άνοιξε τη βρύση αφήνοντας το νερό να τρέχει ελεύθερο. Το παρατηρούσε για λίγα λεπτά αφηρημένη ενώ εκείνο χανόταν στη μικρή μαύρη τρύπα. Στη συνέχεια σήκωσε το κεφάλι της και αντίκρισε το είδωλο της που διαγραφόταν στον μεγάλο οβάλ καθρέφτη ο οποίος κρεμόταν ακριβώς μπροστά της. Τα μάτια της έμοιαζαν θλιμμένα και καταπονημένα.  Έσκυψε για να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό της μήπως και νιώσει καλύτερα.  Καθώς σήκωσε και πάλι το κεφάλι της όμως, άκουσε την πόρτα να τρίζει και κοίταξε προς το μέρος της. Κανείς δεν είχε μπει. Μάλλον ιδέα της θα ήταν, σκέφτηκε από μέσα της. Πήρε λίγο χαρτί για να σκουπίσει το πρόσωπό της. Ξανά ο ίδιος ήχος. Αργός και συρτός. Γύρισε και πάλι προς την είσοδο. Και πάλι όμως δεν ήταν κανείς εκεί. Τι στο καλό; συλλογίστηκε, θα είχε και παραισθήσεις τώρα; Πλησίασε κοντά για να σιγουρευτεί και πράγματι δεν υπήρχε κανένας. Δεν μπορεί, είχε ακούσει πεντακάθαρα αυτή τη φορά, κάποιος είχε πειράξει την πόρτα. Άρχισε να νιώθει ένα μικρό αίσθημα φόβου. Καλύτερα να επέστρεφε στο γραφείο της, σκέφτηκε. Αρκετή ώρα είχε φάει εδώ μέσα. Μα καθώς πήγε να ανοίξει την πόρτα για να βγει έπεσε πάνω στον Δημήτρη. Έκανε προς τα πίσω τρομαγμένη και έμεινε ακίνητη. Εκείνος μπήκε στο δωμάτιο και στάθηκε στον μικρό προθάλαμο λίγο πριν περάσει στο χώρο των ανδρών. Άφησε πίσω του την πόρτα να σφραγίσει και στράφηκε προς την Ελπίδα.
-Σε τρόμαξα; Με συγχωρείς, δεν το ήθελα, της είπε ενώ την κοιτούσε επίμονα κατευθείαν μεσ’τα μάτια της.
-Όχι… Απλώς ήμουν λίγο αφηρημένη και δεν περίμενα να δω κανέναν, απάντησε εκείνη χαμηλώνοντας το βλέμμα της για να μην τον κοιτάζει. Δεν ήθελε να τον βλέπει μπροστά της. Δεν τον άντεχε άλλο. Έμοιαζε ψεύτικος αυτός ο άντρας και δεν ήθελε να έχει και πολλά πάρε δώσε μαζί του. Θα έκανε τα πάντα για να τον αποφύγει και για να μην έρχεται σε επαφή μαζί του. Έπρεπε μόνο να κάνει υπομονή μέχρι να επιστρέψουν από το ταξίδι στη Θεσσαλονίκη. Υπομονή μέχρι την επόμενη εβδομάδα και στη συνέχεια όλα θα τελείωναν. Δεν θα χρειαζόταν να τον πλησιάσει περισσότερο ποτέ ξανά.
-Δεν σε βλέπω καλά. Σου συμβαίνει κάτι; Τα μάτια σου μοιάζουν λιγάκι κουρασμένα, πρόσθεσε ο Δημήτρης καθώς προσπαθούσε να καταλάβει αν πραγματικά είχε κάποιο πρόβλημα η Ελπίδα. Την παρατηρούσε γεμάτος προσοχή χωρίς να αφήσει ούτε ένα λεπτό το βλέμμα του να πέσει από πάνω της. Σίγουρα κάτι την απασχολούσε, σκέφτηκε από μέσα του.
-Καλά είμαι. Φαίνεται πως κάτι μπήκε στο μάτι μου και ήρθα εδώ για να το καθαρίσω. Νομίζω πως δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα τώρα. Πρέπει να πηγαίνω με συγχωρείς, έχω δουλεία, του είπε και έκανε κίνηση να τον προσπεράσει για να περάσει έξω.
Εκείνος άπλωσε το χέρι του και της έκλεισε το δρόμο αναγκάζοντας την να σταματήσει.
-Για να δω… ,της έκανε.
Την έπιασε και την οδήγησε κοντά στο φως για να τη βλέπει καλύτερα. Ένιωσε τα χέρια του να την κρατάνε σφιχτά χωρίς όμως να την πονάνε. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά και αισθάνθηκε να ανατριχιάζει.
-Σίγουρα το καθάρισες καλά; Πρόσθεσε ενώ ταυτόχρονα έγειρε για να κοιτάξει καλύτερα. Έφερε τα δάχτυλά του στο πρόσωπό της και τα πέρασε απαλά πάνω από τα μάγουλά της φέρνοντας τα στο ύψος των ματιών. Η Ελπίδα άρχισε να αισθάνεται άβολα. Μα τι έκανε επιτέλους αυτός ο άντρας; Τι ήθελε; συνέχισε να αναρωτιέται. Δεν κουνήθηκε όμως από τη θέση της και περίμενε υπομονετικά μέχρι να την αφήσει.
-Δεν βλέπω τίποτα.
-Στο είπα. Το καθάρισα.
-Ήθελα να είμαι σίγουρος, πειράζει; Γιατί μου τη λες συνέχεια; τη ρώτησε γεμάτος απορία ενώ πλησίασε ακόμα πιο κοντά της. Τα χείλη του άγγιζαν τώρα σχεδόν τα δικά της. Εκείνη ένιωσε το κορμί της να φλέγεται και την ανάσα της να βαραίνει. Το ίδιο και η δική του. Καθώς της μιλούσε την ένιωθε να βγαίνει με όλο και περισσότερη δυσκολία. Σαν να ήταν η τελευταία του.
-Δε στη λέω.
-Μου τη λες.
-Λάθος κάνεις. Εσύ το παίρνεις έτσι.
-Δώσ’το μου να το καταλάβω τότε αλλιώς. Μπορείς;
Είχε ανάψει. Στο μυαλό της έφερε τώρα τη φαντασίωσή της. Έτσι όπως ήταν σκυμμένος από πάνω της, λίγο ήθελε το όνειρο να γίνει πραγματικότητα. Έμοιαζε να την έχει υπνωτίσει και να μη μπορεί να του αντισταθεί.
-Δημήτρη… έκανε όταν βρήκε την δύναμη. Άσε με να φύγω σε παρακαλώ…
-Δεν σε κρατάω. Φύγε αν θες…
Καμία κίνηση όμως. Έμεινε για ακόμα μια φορά κολλημένη στη θέση της να τον νιώθει ακριβώς από πάνω της.
-Εσύ δε θες να φύγεις, της είπε καθώς τα χείλη του ίσα που χάιδεψαν τώρα τα δικά της.
Και το όνειρο μόλις άρχιζε να πραγματοποιείται…

7 Απριλίου 2010

Καταραμένη ομορφιά


Ψέματα σου 'παν
πως όλα στη ζωή μπορείς να τα 'χεις
χωρίς ποτέ σου να πληρώσεις

Λάθος σου το 'μαθαν
πως μόνο τέρψεις κι ηδονές
στον κόσμο θα γευτείς

 Μόνο την απόλαυση
να επιζητάς
Μόνο την καύλα του έρωτα 
να λαχταράς
Μόνο τη μέθη από κρασί
να κυνηγάς
Μόνο τη ζάλη από χασίς
ν'αναζητάς
Πού θα σε βγάλει;
 
Κι αν ομορφιά
ασύγκριτη και άφθαρτη
χαρίστηκε σε 'σένα

Ψυχή σάπια
σου δόθηκε
γεμάτη από σκουλήκια

Γι'αυτά τα νιάτα τ'άφθαρτα
την πούλησες στον διάολο

Στο βούρκο της κατάχρησης
θέλησες να κυλιέσαι 

Τις αρετές σου αρνήθηκες
τις βούλιαξες στη λάσπη 

Την ομορφιά προτίμησες
και πλάνεψες το αθώο 

Μα τώρα θα πληρώσεις...
Καθώς ζυγώνει το τέλος
τι έχεις να πεις;

Άξιζε η αθανασία;